Πέρασε πολύς καιρός από το τελευταίο κείμενό μου, αλήθεια. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλά πράγματα για κάποια από τα οποία έγραψα κάτι ενώ για τα περισσότερα όχι. Είμαι από τους λίγους που γνωρίζω που δεν έγραψε τίποτα για την εξέγερση παρά κάποια μικρά, εργαλειακά, κείμενα. Ίσως γιατί ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω εκείνες τις μέρες πολύ περισσότερο να συγκροτήσω την εμπειρία μου σε γραπτές σκέψεις. Φαντάζομαι θα γίνει κι αυτό εν καιρώ.
Μια σκέψη που πέρασε εκείνες τις μέρες από το μυαλό μου αφορούσε όλα αυτά τα κείμενα, έντυπα, αφίσες που είχε ετοιμάσει διάφορος κόσμος και ομάδες στη δράση του και τα οποία τα έφαγε η μαρμάγκα γιατί δεν είχαν άμεση σχέση με την εξέγερση. Έτοιμη δουλειά να βγει και να προκαλέσει κουβέντες έμεινε τελικά σε μορφή αρχείου. Μη νομίζετε, αισθάνθηκα τα ρίγη της συντήρησης να διαπερνούν το σώμα μου μόλις έκανα αυτή τη σκέψη και μετά από αυτό έκανα ένα επείγον διάβημα στον γνωστικό μου μηχανισμό, που είναι εξειδικευμένος να φιλτράρει τις σκέψεις μου, κατηγορώντας τον ευθέως ως μη αρκετά εξεγερμένο.
Τις μέρες αυτές η εξέγερση έχει τελειώσει. Τελείωσε η φάση των πρώτων ημερών στην οποία μύριζε βενζίνη και δακρυγόνο, τελείωσε και η δεύτερη φάση που μύριζε τσιγάρο από συνελεύσεις, μελάνι, πέτρες και δακρυγόνο και μπήκε σε μια φάση που μυρίζει κάτι από παλιά αλλά και κάτι από μαιευτήριο. Οι εξεγέρσεις όμως δεν αρχίζουν έτσι εύκολα και ούτε έτσι τελειώνουν. Απλά η μυρωδιά τους δεν γίνεται αντιληπτή πια από χιλιόμετρα.
Θα ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμα άλλων που δειλά δειλά βγάζουν προς τα έξω τα πράγματα που είχαν ετοιμάσει πριν από καιρό. Στη δική μου περίπτωση ανεβάζω το κείμενο που ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά για αρχειακούς λόγους. Με άλλα λόγια, απλά για να υπάρχει κάπου. Αφορά μια πολιτική κριτική για μια ταινία που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό από μια ομαδοποίηση που έγινε για το σκοπό αυτό. Μετά την άρνηση του Black Out να το δημοσιεύσει, για λόγους που δεν μου γνωστοποιήθηκαν ποτέ, αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο blog μου, έστω κι αν έτσι θα ασχοληθεί μαζί του πολύ λιγότερος κόσμος από αυτόν που φαντάζομαι πως τον αφορά. Δημοσιεύεται όπως ακριβώς στάλθηκε στο Black Out.
1:26:54, μία κριτική για την αισθητική και την πολιτική
Ξεκινώντας μία κριτική για το κινηματογραφικό εγχείρημα 1:26:54 θα ξεκινήσω αντίστροφα από τη σειρά των λέξεων που το χαρακτηρίζουν: πρώτα θα πω λίγα λόγια για το εγχείρημα και μετά για την κινηματογραφική του αξία, έστω και αν, όπως θα δείτε στη συνέχεια, ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν έγινε αρχικά από μένα και σε ότι με αφορά δε ξέρω σε τελική ανάλυση και ποια αναγκαιότητα εξυπηρετεί.
Τέτοια εγχειρήματα, όπως η κινηματογραφική ταινία «1:26:54», αν δεν είναι μοναδικά, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένα στις πόλεις και στους χώρους μας. Αυτός βέβαια δεν είναι από μόνος του λόγος για να είναι και σημαντικά. Το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί για κάποιο καιρό, δεν γνωρίζω ακριβός πόσο αλλά φαντάζομαι για έναν τουλάχιστον μήνα όσον αφορά στα γυρίσματα και πολλούς ακόμα όσον αφορά το σύνολο της δουλειάς που απαιτεί μια ταινία, αυτά που συνέβησαν στον πυρήνα της δημιουργίας της ή γύρω από αυτόν, ήταν όλα σημαντικά. Πολλοί άνθρωποι κινητοποιήθηκαν, μετακινήθηκαν ακόμα και από τις πόλεις τους για λίγο ή για περισσότερο καιρό, σκέφτηκαν ιδέες, κουβάλησαν μηχανήματα, οργάνωσαν σκηνικά, κράτησαν κάμερες, διάβασαν λόγια, έγραψαν μουσική, τραγούδησαν, έπαιξαν, είδαν, μίλησαν στα πεζούλια για αυτό που είχαν κάνει και γι’ αυτό που έγινε, χόρεψαν, επαναοικειοποιήθηκαν τους δικούς τους χώρους (sic) (βλ. υφανέτ) και τους χώρους τους (βλέπε πλατείες και κινηματογραφικές αίθουσες), δήλωσαν την παρουσία τους στην πόλη και διεκδίκησαν κομμάτια της.
Μια τέτοια εμπειρία, μοιάζει σε μένα τόσο σημαντική, που σίγουρα αδικείται αν αφήνεται να περιγραφεί μόνο από το ελάχιστα δουλεμένο making off που συνοδεύει την ταινία. Ίσως αυτή η εμπειρία να βρει τον τρόπο και τον χώρο να επικοινωνηθεί στο μέλλον και να μπορέσει να αποτελέσει μια παρακαταθήκη για κάθε αναφορά και χρήση. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάει και η ίδια η ταινία, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μου ανάγνωση. Πρόκειται για μια ανάγνωση που την θέλει να τοποθετεί το ερώτημα αν η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία μπορεί να διαχωριστεί από τη διαδικασία, ως στάση, παραγωγής της. Μάλιστα, μπαίνει τόσο κεντρικά αυτό το ερώτημα, που είναι σαν να παίρνει και σαφή θέση ως προς το ‘δεν γίνεται’.
Με ποιον τρόπο το έκανε, ή προσπάθησε να το κάνει αυτό η ταινία; Κεντρικό της θέμα είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει για πολύ καιρό ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που συχνά αποκαλούμε ‘αναρχικού χώρου’, του κομματιού του τουλάχιστον που έβαλε το ζήτημα της έκφρασης και της σχέσης της με την αμιγώς πολιτική δραστηριότητα. Θέματα όπως το παραπάνω τοποθετήθηκαν στην καρδιά των προβληματισμών του αναρχικού κινήματος ειδικά μέσα στο 90’, επηρεάζοντας τους τρόπους και τα είδη των πολιτικών εγχειρημάτων τουλάχιστον στις δύο μεγάλες πόλεις. Ο βασικός προβληματισμός όπως αναπτύχθηκε από τις διάφορες σχετικές ομάδες κινούνταν γύρω από την έννοια και τη χρήση του εμπορεύματος, τη σχέση που αυτό έχει με τη παραγωγή και διαχείριση ιδεών, και ειδικότερα τη σχέση του με την καλλιτεχνική (έστω και αν δεν το λένε έτσι για να διαχωριστούν από την επίσημη χρήση του όρου) έκφραση και δημιουργία.
Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, συμπαθούντες της αντιεμπορευματικής λογικής, ή καλύτερα ηθικής, αποφασίσανε να τοποθετήσουν στους εαυτούς τους και στους χώρους τους ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα από αυτά που είχαν δουλέψει το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Το ερώτημα ήταν: μπορεί να υπάρξει συλλογική δημιουργία με τη χρήση εκφραστικών μέσων που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν αυστηρά για την ατομική έκφραση, όπως ο κινηματογράφος; Είναι δυνατόν να ανατραπεί η ιεραρχημένη δομή των κινηματογραφικών ομάδων (ή μήπως απλά συνεργείων;) που έχει τοποθετημένο στην υψηλότερη θέση τον σκηνοθέτη σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή της ιδέας, του ύφους, των χώρων, των ρυθμών και γενικώς όλων αυτών των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν μια πλήρη κινηματογραφική ταινία;
Η προηγούμενη εμπειρία είχε δείξει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στα μουσικά σχήματα, τουλάχιστον σε κάποια συγκεκριμένα είδη μουσικής, όπως η ροκ, η ρεμπέτικη, η παραδοσιακή, και κάποια ηλεκτρονική. Ανάλογες προσπάθειες στο συγκεκριμένο χώρο είχαν γίνει και όσον αφορά τη θεατρική δημιουργία, συχνά με επιτυχία, αλλά συχνότερα όχι (μια άλλη, μεγάλη, κουβέντα). Από την άποψη και μόνο της σπουδής που έγινε στο παραπάνω ερώτημα, η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη δημιουργία του εν λόγω εγχειρήματος, θα ήταν από χρήσιμη έως εξαιρετικά πολύτιμη από την αμιγώς πολιτική της πλευρά.
Από τη δική μου εμπειρία στα συλλογικά πράγματα γνωρίζω τη δυσκολία, το χρόνο, την υπομονή και το πρήξιμο που ενέχουν οι συλλογικές διαδικασίες, πολύ περισσότερο δε όταν προσπαθούν να βγάλουν ένα κοινό αποτέλεσμα έκφρασης (βλ. κείμενο, αφίσα, κτλ) που να εκφρά
ζει τουλάχιστον όλους/ες. Έτσι, ο καλύτερος, από την άποψη της αυξημένης του λειτουργικής δυνατότητας, τρόπος οργάνωσης που μπορώ να φανταστώ για το εν λόγω εγχείρημα θα ήταν ότι μάλλον θα κινήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός ατόμων που στήριξαν συλλογικά την ιδέα κάποιου, ή μιας πολύ μικρής ομάδας που έφερε το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργικής δραστηριότητας, όπως η ιδέα, το κείμενο, η σκηνοθετική ματιά, το ύφος του μοντάζ κτλ. Αυτό θα αποτελούσε και ένα εξαιρετικά αισιόδοξο μοντέλο μιας και θα φανταζόμουν ότι ο ίδιος μηχανισμός, πιο έμπειρος πια, θα μπορούσε να ξανά ενεργοποιηθεί για την υλοποίηση της ιδέας κάποιου άλλου αυτή τη φορά. Ελπίζοντας σε αυτό, θα περιμένω.
Όποιοι κι αν ήταν οι στόχοι λοιπόν, στην πράξη ποιες ήταν οι δυσκολίες που προέκυψαν; Πως αντιμετωπίστηκαν; Πως έγινε αλήθεια; Υπήρχαν ρόλοι που άλλαζαν; Υπήρχαν σταθεροί ρόλοι; Δεν υπήρχαν καθόλου ρόλοι; Δυστυχώς στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να εκμαιευτούν απαντήσεις από τις λιγοστές λεζάντες που προλογίζουν και κλείνουν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, την ταινία, απλά χαρακτηρίζοντάς το ‘μια συλλογική δημιουργία’. Ίσως αυτή η εμπειρία να κατάφερε να φτάσει στους γύρω από τη δημιουργική ομάδα, αλλά σε μένα δεν έφτασε (ακόμα;) και θα συνεχίσω να μιλάω για μένα.
Με αυτά τα λίγα λόγια για το εγχείρημα, είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε μια πιο επικεντρωμένη κριτική της ίδιας της ταινίας, και θα το κάνω χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούσα αν είχα απέναντί μου οποιαδήποτε ταινία. Με τον τρόπο αυτό είναι για μένα περισσότερο από ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα των πράξεων κρίνονται και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλα του είδους τους. Έτσι, την ταινία θα την συγκρίνω με όλες τις άλλες ταινίες, όπως άλλωστε συγκρίνω τη μουσική μιας αναρχικής μπάντας με τις άλλες μπάντες που κάνουν μουσική, άρα με όρους καλής ή κακής μουσικής, όπως άλλωστε φαντάζομαι ότι θα κάνει κανείς με το κείμενό μου, που θα το κρίνει με βάση τα κριτήρια συγγραφής κειμένων που είναι γενικώς αποδεκτά, και θα το συγκρίνει με όλα τα κείμενα που έχει διαβάσει έστω κι αν θα το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Και για μένα αυτό που θα κάνω είναι προς τιμή της ταινίας, όπως η σύγκριση του κειμένου μου με τα άλλα κείμενα, είναι κάτι που μόνο τιμητικά μπορώ να το εκλάβω. Και στην απάντηση ότι για να κρίνω την μουσική μιας μπάντας πρέπει να συνεκτιμήσω την αξία του συνολικού εγχειρήματος που την παρήγαγε, απαντώ ότι αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς και σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε δημιουργία είναι αποτέλεσμα διαδικασίας κάποιου εγχειρήματος. Έτσι, μια ταινία του Hollywood είναι και αυτή το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως: είναι συλλογικό (μάλιστα σε υπερμεγέθη επίπεδα), ιεραρχημένο, εμπορευματοποιημένο, κτλ, κτλ. και όλα αυτά πάντοτε συνεκτιμώνται για τη τελική αξιολόγησή της. Και αν κάποια μου πει ότι μία ταινία του Hollywood δεν είναι δημιουργία αλλά παραγωγή, θα αποφύγω την ατέρμονη αναζήτηση των κατάλληλων ορισμών, θα ξεροβήξω και θα ελιχθώ αναφερόμενος σε πολλαπλές άλλες κινηματογραφικές δημιουργίες, και όχι παραγωγές, που κατακλύζουν ας πούμε το internet - πορνογραφικού ή μη περιεχομένου.
Οπότε, είμαι έτοιμος να περάσω στην κριτική επί της αισθητικής της ταινίας, διαχωρίζοντάς την προς στιγμήν από τη διαδικασία που την παρήγαγε, για την οποία μάλιστα μίλησα ξεχωριστά παραπάνω, ενώ η ίδια η ταινία έγινε για να με πείσει ότι αυτό που πάω να κάνω δεν γίνεται. Άρα, το πρώτο πράγμα που μπορώ σίγουρα να πω είναι ότι αν πράγματι αυτό ήθελε να πει η ταινία τότε εμένα τουλάχιστον δεν με έπεισε. Δεν θα μπορούσα παρόλα αυτά να μην αναφερθώ με μεγάλο σεβασμό στην εξαιρετική ιδέα, να χτιστεί μία ταινία με αυτό το θέμα, αντιστρέφοντας την αρχική συνθήκη από την οποία προέκυψε και για την οποία θέλει να μιλήσει. Αυτό το τελευταίο θα προσπαθήσω να το κάνω πιο ξεκάθαρο.
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας φέρεται να υποστηρίζει με σθένος ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κριτική επί της αισθητικής της ταινίας της Leni Riefenstahl «ο Θρίαμβος της Θέλησης», χωρίς να συνεκτιμάται ο τρόπος παραγωγής της, δηλαδή η πολιτική της στάση που ορίζει άλλωστε και τη διαδικασία παραγωγής της πέραν από το αισθητικό της αποτέλεσμα. Δέχεται επίσης ότι ακόμα και αν θα μπορούσε να γίνει κριτική επί της αισθητικής και μόνο, θα έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα ότι όταν η διαδικασία είναι πολιτικά απαράδεκτη αυτό γίνεται εμφανές και στην ίδια την αισθητική, και μάλιστα μπορεί να αποκαλυφθεί με όρους καθαρά αισθητικούς – ή μάλλον τεχνικούς μιας και στην ταινία ο ήρωας κινείται με το αξίωμα ότι αν βρεθεί ένα τουλάχιστον τεχνικό λάθος στην ταινία, αυτό θα σημάνει την αισθητική της έκπτωση κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά. Ο συλλογικός λοιπόν δημιουργός της εν λόγω ταινίας φαίνεται να κάνει την εξής αντιστροφή: εγώ, φαίνεται να λέει, σε αντίθεση με τη Riefenstahl, θα τηρήσω απόλυτα τις πολιτικές αρχές και τη διαδικασία παραγωγής της ταινίας μου (συλλογική, μη-ιεραρχημένη, αυτό-οργανωμένη, αντι-εμπορευματική, κτλ), και με αυτό θα ξεκινήσω για να μιλήσω για κάτι (ας αφήσουμε προς το παρόν το για ποιο πράγμα ακριβώς θα μιλήσει). Σύμφωνα με το παραπάνω αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται από τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, αφού κρατήθηκαν στο ακέραιο οι πολιτικές αρχές, το αισθητικό αποτέλεσμά της θα είναι εξ’ ορισμού καλό ή υπέρ άνω κριτικής. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα του παραπάνω συλλογισμού, η παρουσία και μόνο αυτής της κριτικής, έρχεται να καταργήσει τις προβλέψεις του συλλογικού δημιουργού της μιας και σύμφωνα με την κριτική που θα ακολουθήσει, η ταινία σαν ταινία είχε αρκετά προβλήματα.
Με όρους καθαρά αισθητικούς ένα από τα βασικότερα προβλήματά της ήταν τα αφηγηματικά της μέσα που ήταν από ελλιπή έως παντελώς απόντα. Ο συλλογικός δημιουργός δεν φαίνεται να απασχολήθηκε καθόλου με τη δραματουργική επεξεργασία του θέματος της ταινίας καταλήγοντας να προτείνει έναν εξαιρετικά πρόχειρο, και αφελή με κινηματογραφικούς όρους, τρόπο με τον οποίο να εξελίσσεται η αφήγηση. Ως βασικό αφηγηματικό μέσο επιλέχθηκε να είναι οι διάλογοι των ηθοποιών και οι μονόλογοι του κεντρικού ήρωα, αλλά τόσο οι κλειστοφοβικές συνεστιάσεις των ηρώων σε κοντινά πλάνα όσο και οι πολύ συχνές βαρύγδουπες ατάκες που συνοδευόντουσαν μέχρι και από βιβλιογραφικές αναφορές έκαναν ακόμα και αυτούς τους διάλογους να θυμίζουν ψευτοκουλτουριάρικη ταινία παλιού ‘νέου ελληνικού κινηματογράφου’. Μοιάζει μάλιστα σε πολλά σημεία περισσότερο με εικονογραφημένο πολιτικό κείμενο με τον ίδιο τρόπο που τα τραγούδια από διάφορες αναρχικές μπάντες μοιάζουν με μελοποιημένες προκηρύξεις, αφού στις περιπτώσεις αυτές κανείς δεν ασχολήθηκε με τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεων αλλά τις διάλεξαν μόνο για το νόημά τους.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι η διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου μέσα από τον ρυθμό που δίνει στην ταινία, ένα ζήτημα που αποτελεί άλλωστε και τον βασικό γρίφο για κάθε κινηματογραφιστή. Το φάσμα ταχυτήτων και ρυθμών που κινήθηκε από ακαδημαϊκούς διάλογους και αναλύσεις σε σαλονάτα αμφιθέατρα και καφέ παρουσιασμένα σε ρεαλιστικό χρόνο, μέχρι βιντεοκλιπίστικες στακάτο ψυχωσικές περιπλανήσεις στην πόλη, και από επικές επικλήσεις urban ψευτοεφέ μέχρι slow motion ποιητικά ματαιόδοξες εικονοπλασίες άκρατου ουμανισμού, είχε σαν αποτέλεσμα επικριτικά κουρασμένα ματοτσίνορα και συχνές επιθέσεις αμφιθυμίας.
Πολύ ενδιαφέρον θα είχε επίσης να δούμε ότι έστω κι αν η ταινία υιοθέτησε μία τελείως διαφορετική διαδικασία παραγωγής της (φυσικά) παρόλα αυτά μίλησε περίπου για το ίδιο θέμα. Αυτό επίσης θα πρέπει να το κάνω πιο ξεκάθαρο. Η Leni Reinfenstahl έκανε τον Θρίαμβο της Θέλησης μετά από μια παραγγελία από τον ίδιο τον Hitler για να αποτελέσει προπαγανδιστικό υλικό για τον Ναζισμό. Στόχος της ήταν η κινηματογραφική αναπαράσταση του ναζιστικού φαντασιακού, για να μπορέσει έτσι να ‘ταυτιστεί’ μαζί του το κάθε υποκείμενο. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε ήδη υπάρχουσες ή εφηύρε νέες τεχνικές με στόχο να παρουσιάσει τους γερμανούς νεολαίους ως αρίους – μία φυλή, ένα έθνος, ένας ηγέτης, κοκ. Τόσο επειδή τα κορμιά που επιλέχθηκαν ήταν τα καλύτερα αθλητικά κορμιά όσο και επειδή τραβήχτηκαν από ειδικά μελετημένες γωνίες, φωτίστηκαν με ειδικό τρόπο, συνοδεύτηκαν από κατάλληλη μουσική και άλλα τέτοια κινηματογραφικά κόλπα, τα κορμιά που δείχθηκαν τελικά στις μεγάλες οθόνες ήταν υπερβατικά και, φυσικά, απείχαν πολύ από το κορμί όχι μόνο του Hitler και του Gebels, αλλά από το κορμί της οποιασδήποτε γερμανίδας. Η απόσταση όμως αυτή είναι που δημιουργεί το φαντασιακή ταύτιση και επειδή η Riefenstahl κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλα τα τεχνικά μέσα που διέθετε για να υπηρετήσει το σκοπό της, γι’ αυτό και η ταινία της θεωρείται από πολλούς αριστούργημα. Σε ότι με αφορά λοιπόν, και για να τοποθετηθώ επιτέλους ως προς το εάν γίνεται να διαχωρίσουμε σε μια κουβέντα το πολιτικό από το αισθητικό θα έλεγα ότι σίγουρα εξαρτάται από την κουβέντα, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Riefenstahl έφτιαξε μια εξαιρετική, φασιστική, ταινία με φασιστική αισθητική και μέσα. Έτσι ακόμα κι αν το διαχωρίσεις καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα.
Αλλά και ο συλλογικός δημιουργός της ταινίας 1:26:54 θέλησε με τον τρόπο του να εκφράσει το συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που εκφράζει. Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα θέλησε να παρουσιάσει το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο και να προσωποποιήσει/εικονοποιήσει τη θέση/στάση του πολιτικού κινήματος. Βάζει τον ήρωά του να δίνει μία μάχη για το νόημα και την αξία της ίδιας της πολιτικής, μία μάχη δύσκολη, επικίνδυνη, προσωπική άρα ολοκληρωτική και συχνά, έως πολύ συχνά, μοναχική. Ο λόγος του κεντρικού ήρωα, όπως άλλωστε κάθε πολιτικός λόγος στην εποχή μας, μοιάζει ξένος, ακαταλαβίστικος, επιθετικός, μη-κανονικός και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί γύρω του έναν τοίχο από άμυνες επιτιθέμενων αντίλογων, λόγων που θέλουν την ησυχία τους ή τη διατήρηση της εξουσίας τους και γι’ αυτό τον απομονώνουν, τον επικρίνουν, τον χαρακτηρίζουν μη-κανονικό, τρελό και τέλος τον καταστέλλουν. Είναι μία μάχη που φυσικά και θα χαθεί, για να ταυτιστεί έτσι μαζί του το κάθε επαναστατικό υποκείμενο στην παρούσα πολιτική συγκυρία.
Μάλιστα και στη συγκεκριμένη ταινία ο φασισμός αποτέλεσε ένα κεντρικό σημείο για πολιτικό σχολιασμό και αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία αλλά εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής σκηνής που συγκροτείται γύρω από τα ζητήματα του (αντι-)φασισμού. Απαντάται με τον τρόπο αυτό το ερώτημα του γιατί σε ένα σκηνοθετικό ντεπούτο επιλέγεται από μια συλλογικότητα να ασχοληθεί εν έτη 2007 στη Θεσσαλονίκη με τον φασισμό, το ναζισμό και τις αναπαραστάσεις του και να το κάνει βασική του θεματική. Η εμμονή του κεντρικού ήρωα με την ταινία της Leni Riefenstahl φέρνει τον κεντρικό ήρωα στην θέση να βιώνει μια ψυχωσική καθημερινότητα στην πόλη του που την αντιλαμβάνεται σαν το Βερολίνο τη δεκαετία του 30’. Στο σημείο αυτό ο συλλογικός δημιουργός αρπάζει την ευκαιρία να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατανοεί και χρησιμοποιεί την έννοια του φασισμού. Έναν τρόπο που σίγουρα τον συμμερίζεται ένα τουλάχιστον μέρος του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού φάσματος στον καθημερινό του λόγο.
Σε ότι με αφορά, θεωρώ αυτή την προσέγγιση της έννοιας του φασισμού να έχει έντονα λαϊκές (folk) αναφορές. Έστω κι αν μπορώ να δεχτώ την ένα προς ένα αντιστοιχία ανάμεσα στις ναζιστικές παρελάσεις με τις αντίστοιχες μαθητικές που βλέπουμε σε κάθε εθνική επέτειο, μου είναι δύσκολο να δω τη σχέση της παρακολούθησης με κάμερες (βλ. περίπτερο), τη χρήση των λαβάρων, των μνημείων ή την εξουσία μιας κυρίαρχης δομής (βλ. ψυχιατρική) με τον φασισμό (ή ναζισμό αν θέλετε, αυτό άλλωστε είναι η μικρότερη σύγχυση). Δυστυχώς, η προσέγγιση της συγκεκριμένης ταινίας δεν βοήθησε καθόλου στο να ξεχωρίσουμε κάποια βασικά πράγματα που συχνά παρουσιάζονται μέσα σε μια εννοιολογική σούπα. Μια σούπα που επιτρέπει τη χρήση του χαρακτηρισμού ομπρέλα «φασισμός» σε καταστάσεις όπως αυτή της επιτήρησης του big brother και της ιατρικής εξουσίας, ή για συμπεριφορές βίαιες, ρατσιστικές ή μιλιταριστικές, όπως αυτές ενός αυταρχικού καθηγητή στο σχολείο, ενός μπάτσου ή ενός φαλλοκράτη. Ένας διαχωρισμός που θα τοποθετούσε τις έννοιες στην ιστορική και πολιτική τους θέση θα ήταν κάποια στιγμή τουλάχιστον απαραίτητος για να αποκτήσουν άλλωστε και την πραγματική πολιτική τους αξία και να μπορούν έτσι να αποτελούν ουσιαστική αναφορά και να μην χάνονται μέσα στη σούπα. Η ταινία δυστυχώς δεν βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση.
Επίσης προβληματικό θεωρώ τον τρόπο με τον οποίο απεικόνισε ο συλλογικός δημιουργός την ίδια την έννοια της εξουσίας που όμως σίγουρα ανταποκρίνεται με μεγάλη πιστότητα στα άδηλα μοντέλα που έχει για αυτή ένα κομμάτι του πολιτικού χώρου με τον οποίο συνομιλεί. Αυτή παρουσιάστηκε ως μία οργανωμένη συνομωσία ανθρώπων, με συγκεκριμένο σχέδιο και με βασικό στόχο την καταστολή του (αναρχικού) πολιτικού λόγου (αυτού που φέρει ο κεντρικός ήρωας) που εμφανίζεται να έχει φτάσει πολύ κοντά στο να την ξεσκεπάσει και έτσι, απλά, να την αποτινάξει. Προσωπικά ανήκω στο άλλο κομμάτι του χώρου που διαθέτει μια μάλλον πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη για την εξουσία, και στο οποίο η παραπάνω εικόνα εμφανίζεται αρκετά απλοϊκή. Η συγκεκριμένη στάση δηλώνει κατά την άποψή μου περιορισμένη ενασχόλησή του συλλογικού δημιουργού με τα πολιτικά νοήματα της ταινίας και την δραματουργική επεξεργασίας τους.
Σε ότι λοιπόν με αφορά, και αυτό είναι μια συνολική κριτική στην ταινία, θεωρώ ότι ο συλλογικός δημιουργός έπεσε στην ίδια παγίδα που είχε στήσει για την Leni Riefenstahl. Επέλεξε να παρουσιάσει αισθητικά επιμελημένες εικόνες, χρησιμοποιώντας τα περιορισμένα μέσα που θα μπορούσε να έχει μια ανάλογη παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση, εις βάρους των πολιτικών νοημάτων με τα οποία ασχολήθηκε και τα οποία παρουσίασε ανεπαρκώς επεξεργασμένα. Προσπάθησε σε μία μικρού μήκους ταινία να προσφέρει άλλη μία μεγάλη αφήγηση δίνοντας βιαστικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που συχνά κακοδιατυπώνονται κάπως έτσι: «ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός;», «ποια η μίζερη και ποια η γλεντζού;», «ποια η άρρωστη και ποια η υγιής;», «ποιος ο επαναστάτης και ποιος ο προσκυνημένος;». Τέλος, ο τρόπος χρήσης των μέσων και οι εικόνες που προέκυψαν δεν φάνηκαν να υπηρετούν τους σκοπούς της ταινίας και για το λόγο αυτό φαίνονται αρκετά ασύνδετες και ξεκρέμαστες τόσο αισθητικά όσο και εννοιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, για τη συγκεκριμένη ταινία είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τον τρόπο παραγωγής της από το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψή μου που εξέφρασα παραπάνω, και να τα εξετάσουμε διαφορετικά.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η ταινία 1:26:54 είναι ένα εγχείρημα που τα κατάφερε να είναι ταινία, αποδεικνύοντας ότι αυτό το πράγμα γίνεται. Γίνεται να βρεθούν τα χρήματα, ο χρόνος, οι διαθέσεις, οι άνθρωποι και οι διαδικασίες που απαιτούνται για να γίνει κάτι που να μπορεί να λέγεται ταινία. Από κει και πέρα, μια κριτική όπως η παραπάνω, προσφέρει μία ανάγνωση της ταινίας που στόχο έχει να συνεχίσει την κουβέντα που τέτοια εγχειρήματα ανοίγουν. Μπορείτε να τη δείτε αφού διατίθεται, χωρίς αντίτιμο, από την ιστοσελίδα http://www.disobey.net/01.26.54
Ένας κριντής
Μια σκέψη που πέρασε εκείνες τις μέρες από το μυαλό μου αφορούσε όλα αυτά τα κείμενα, έντυπα, αφίσες που είχε ετοιμάσει διάφορος κόσμος και ομάδες στη δράση του και τα οποία τα έφαγε η μαρμάγκα γιατί δεν είχαν άμεση σχέση με την εξέγερση. Έτοιμη δουλειά να βγει και να προκαλέσει κουβέντες έμεινε τελικά σε μορφή αρχείου. Μη νομίζετε, αισθάνθηκα τα ρίγη της συντήρησης να διαπερνούν το σώμα μου μόλις έκανα αυτή τη σκέψη και μετά από αυτό έκανα ένα επείγον διάβημα στον γνωστικό μου μηχανισμό, που είναι εξειδικευμένος να φιλτράρει τις σκέψεις μου, κατηγορώντας τον ευθέως ως μη αρκετά εξεγερμένο.
Τις μέρες αυτές η εξέγερση έχει τελειώσει. Τελείωσε η φάση των πρώτων ημερών στην οποία μύριζε βενζίνη και δακρυγόνο, τελείωσε και η δεύτερη φάση που μύριζε τσιγάρο από συνελεύσεις, μελάνι, πέτρες και δακρυγόνο και μπήκε σε μια φάση που μυρίζει κάτι από παλιά αλλά και κάτι από μαιευτήριο. Οι εξεγέρσεις όμως δεν αρχίζουν έτσι εύκολα και ούτε έτσι τελειώνουν. Απλά η μυρωδιά τους δεν γίνεται αντιληπτή πια από χιλιόμετρα.
Θα ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμα άλλων που δειλά δειλά βγάζουν προς τα έξω τα πράγματα που είχαν ετοιμάσει πριν από καιρό. Στη δική μου περίπτωση ανεβάζω το κείμενο που ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά για αρχειακούς λόγους. Με άλλα λόγια, απλά για να υπάρχει κάπου. Αφορά μια πολιτική κριτική για μια ταινία που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό από μια ομαδοποίηση που έγινε για το σκοπό αυτό. Μετά την άρνηση του Black Out να το δημοσιεύσει, για λόγους που δεν μου γνωστοποιήθηκαν ποτέ, αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο blog μου, έστω κι αν έτσι θα ασχοληθεί μαζί του πολύ λιγότερος κόσμος από αυτόν που φαντάζομαι πως τον αφορά. Δημοσιεύεται όπως ακριβώς στάλθηκε στο Black Out.
Τέτοια εγχειρήματα, όπως η κινηματογραφική ταινία «1:26:54», αν δεν είναι μοναδικά, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένα στις πόλεις και στους χώρους μας. Αυτός βέβαια δεν είναι από μόνος του λόγος για να είναι και σημαντικά. Το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί για κάποιο καιρό, δεν γνωρίζω ακριβός πόσο αλλά φαντάζομαι για έναν τουλάχιστον μήνα όσον αφορά στα γυρίσματα και πολλούς ακόμα όσον αφορά το σύνολο της δουλειάς που απαιτεί μια ταινία, αυτά που συνέβησαν στον πυρήνα της δημιουργίας της ή γύρω από αυτόν, ήταν όλα σημαντικά. Πολλοί άνθρωποι κινητοποιήθηκαν, μετακινήθηκαν ακόμα και από τις πόλεις τους για λίγο ή για περισσότερο καιρό, σκέφτηκαν ιδέες, κουβάλησαν μηχανήματα, οργάνωσαν σκηνικά, κράτησαν κάμερες, διάβασαν λόγια, έγραψαν μουσική, τραγούδησαν, έπαιξαν, είδαν, μίλησαν στα πεζούλια για αυτό που είχαν κάνει και γι’ αυτό που έγινε, χόρεψαν, επαναοικειοποιήθηκαν τους δικούς τους χώρους (sic) (βλ. υφανέτ) και τους χώρους τους (βλέπε πλατείες και κινηματογραφικές αίθουσες), δήλωσαν την παρουσία τους στην πόλη και διεκδίκησαν κομμάτια της.
Μια τέτοια εμπειρία, μοιάζει σε μένα τόσο σημαντική, που σίγουρα αδικείται αν αφήνεται να περιγραφεί μόνο από το ελάχιστα δουλεμένο making off που συνοδεύει την ταινία. Ίσως αυτή η εμπειρία να βρει τον τρόπο και τον χώρο να επικοινωνηθεί στο μέλλον και να μπορέσει να αποτελέσει μια παρακαταθήκη για κάθε αναφορά και χρήση. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάει και η ίδια η ταινία, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μου ανάγνωση. Πρόκειται για μια ανάγνωση που την θέλει να τοποθετεί το ερώτημα αν η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία μπορεί να διαχωριστεί από τη διαδικασία, ως στάση, παραγωγής της. Μάλιστα, μπαίνει τόσο κεντρικά αυτό το ερώτημα, που είναι σαν να παίρνει και σαφή θέση ως προς το ‘δεν γίνεται’.
Με ποιον τρόπο το έκανε, ή προσπάθησε να το κάνει αυτό η ταινία; Κεντρικό της θέμα είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει για πολύ καιρό ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που συχνά αποκαλούμε ‘αναρχικού χώρου’, του κομματιού του τουλάχιστον που έβαλε το ζήτημα της έκφρασης και της σχέσης της με την αμιγώς πολιτική δραστηριότητα. Θέματα όπως το παραπάνω τοποθετήθηκαν στην καρδιά των προβληματισμών του αναρχικού κινήματος ειδικά μέσα στο 90’, επηρεάζοντας τους τρόπους και τα είδη των πολιτικών εγχειρημάτων τουλάχιστον στις δύο μεγάλες πόλεις. Ο βασικός προβληματισμός όπως αναπτύχθηκε από τις διάφορες σχετικές ομάδες κινούνταν γύρω από την έννοια και τη χρήση του εμπορεύματος, τη σχέση που αυτό έχει με τη παραγωγή και διαχείριση ιδεών, και ειδικότερα τη σχέση του με την καλλιτεχνική (έστω και αν δεν το λένε έτσι για να διαχωριστούν από την επίσημη χρήση του όρου) έκφραση και δημιουργία.
Η προηγούμενη εμπειρία είχε δείξει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στα μουσικά σχήματα, τουλάχιστον σε κάποια συγκεκριμένα είδη μουσικής, όπως η ροκ, η ρεμπέτικη, η παραδοσιακή, και κάποια ηλεκτρονική. Ανάλογες προσπάθειες στο συγκεκριμένο χώρο είχαν γίνει και όσον αφορά τη θεατρική δημιουργία, συχνά με επιτυχία, αλλά συχνότερα όχι (μια άλλη, μεγάλη, κουβέντα). Από την άποψη και μόνο της σπουδής που έγινε στο παραπάνω ερώτημα, η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη δημιουργία του εν λόγω εγχειρήματος, θα ήταν από χρήσιμη έως εξαιρετικά πολύτιμη από την αμιγώς πολιτική της πλευρά.
Από τη δική μου εμπειρία στα συλλογικά πράγματα γνωρίζω τη δυσκολία, το χρόνο, την υπομονή και το πρήξιμο που ενέχουν οι συλλογικές διαδικασίες, πολύ περισσότερο δε όταν προσπαθούν να βγάλουν ένα κοινό αποτέλεσμα έκφρασης (βλ. κείμενο, αφίσα, κτλ) που να εκφράζει τουλάχιστον όλους/ες. Έτσι, ο καλύτερος, από την άποψη της αυξημένης του λειτουργικής δυνατότητας, τρόπος οργάνωσης που μπορώ να φανταστώ για το εν λόγω εγχείρημα θα ήταν ότι μάλλον θα κινήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός ατόμων που στήριξαν συλλογικά την ιδέα κάποιου, ή μιας πολύ μικρής ομάδας που έφερε το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργικής δραστηριότητας, όπως η ιδέα, το κείμενο, η σκηνοθετική ματιά, το ύφος του μοντάζ κτλ. Αυτό θα αποτελούσε και ένα εξαιρετικά αισιόδοξο μοντέλο μιας και θα φανταζόμουν ότι ο ίδιος μηχανισμός, πιο έμπειρος πια, θα μπορούσε να ξανά ενεργοποιηθεί για την υλοποίηση της ιδέας κάποιου άλλου αυτή τη φορά. Ελπίζοντας σε αυτό, θα περιμένω.
Όποιοι κι αν ήταν οι στόχοι λοιπόν, στην πράξη ποιες ήταν οι δυσκολίες που προέκυψαν; Πως αντιμετωπίστηκαν; Πως έγινε αλήθεια; Υπήρχαν ρόλοι που άλλαζαν; Υπήρχαν σταθεροί ρόλοι; Δεν υπήρχαν καθόλου ρόλοι; Δυστυχώς στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να εκμαιευτούν απαντήσεις από τις λιγοστές λεζάντες που προλογίζουν και κλείνουν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, την ταινία, απλά χαρακτηρίζοντάς το ‘μια συλλογική δημιουργία’. Ίσως αυτή η εμπειρία να κατάφερε να φτάσει στους γύρω από τη δημιουργική ομάδα, αλλά σε μένα δεν έφτασε (ακόμα;) και θα συνεχίσω να μιλάω για μένα.
Με αυτά τα λίγα λόγια για το εγχείρημα, είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε μια πιο επικεντρωμένη κριτική της ίδιας της ταινίας, και θα το κάνω χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούσα αν είχα απέναντί μου οποιαδήποτε ταινία. Με τον τρόπο αυτό είναι για μένα περισσότερο από ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα των πράξεων κρίνονται και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλα του είδους τους. Έτσι, την ταινία θα την συγκρίνω με όλες τις άλλες ταινίες, όπως άλλωστε συγκρίνω τη μουσική μιας αναρχικής μπάντας με τις άλλες μπάντες που κάνουν μουσική, άρα με όρους καλής ή κακής μουσικής, όπως άλλωστε φαντάζομαι ότι θα κάνει κανείς με το κείμενό μου, που θα το κρίνει με βάση τα κριτήρια συγγραφής κειμένων που είναι γενικώς αποδεκτά, και θα το συγκρίνει με όλα τα κείμενα που έχει διαβάσει έστω κι αν θα το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Και για μένα αυτό που θα κάνω είναι προς τιμή της ταινίας, όπως η σύγκριση του κειμένου μου με τα άλλα κείμενα, είναι κάτι που μόνο τιμητικά μπορώ να το εκλάβω. Και στην απάντηση ότι για να κρίνω την μουσική μιας μπάντας πρέπει να συνεκτιμήσω την αξία του συνολικού εγχειρήματος που την παρήγαγε, απαντώ ότι αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς και σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε δημιουργία είναι αποτέλεσμα διαδικασίας κάποιου εγχειρήματος. Έτσι, μια ταινία του Hollywood είναι και αυτή το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως: είναι συλλογικό (μάλιστα σε υπερμεγέθη επίπεδα), ιεραρχημένο, εμπορευματοποιημένο, κτλ, κτλ. και όλα αυτά πάντοτε συνεκτιμώνται για τη τελική αξιολόγησή της. Και αν κάποια μου πει ότι μία ταινία του Hollywood δεν είναι δημιουργία αλλά παραγωγή, θα αποφύγω την ατέρμονη αναζήτηση των κατάλληλων ορισμών, θα ξεροβήξω και θα ελιχθώ αναφερόμενος σε πολλαπλές άλλες κινηματογραφικές δημιουργίες, και όχι παραγωγές, που κατακλύζουν ας πούμε το internet - πορνογραφικού ή μη περιεχομένου.
Οπότε, είμαι έτοιμος να περάσω στην κριτική επί της αισθητικής της ταινίας, διαχωρίζοντάς την προς στιγμήν από τη διαδικασία που την παρήγαγε, για την οποία μάλιστα μίλησα ξεχωριστά παραπάνω, ενώ η ίδια η ταινία έγινε για να με πείσει ότι αυτό που πάω να κάνω δεν γίνεται. Άρα, το πρώτο πράγμα που μπορώ σίγουρα να πω είναι ότι αν πράγματι αυτό ήθελε να πει η ταινία τότε εμένα τουλάχιστον δεν με έπεισε. Δεν θα μπορούσα παρόλα αυτά να μην αναφερθώ με μεγάλο σεβασμό στην εξαιρετική ιδέα, να χτιστεί μία ταινία με αυτό το θέμα, αντιστρέφοντας την αρχική συνθήκη από την οποία προέκυψε και για την οποία θέλει να μιλήσει. Αυτό το τελευταίο θα προσπαθήσω να το κάνω πιο ξεκάθαρο.
Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας φέρεται να υποστηρίζει με σθένος ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κριτική επί της αισθητικής της ταινίας της Leni Riefenstahl «ο Θρίαμβος της Θέλησης», χωρίς να συνεκτιμάται ο τρόπος παραγωγής της, δηλαδή η πολιτική της στάση που ορίζει άλλωστε και τη διαδικασία παραγωγής της πέραν από το αισθητικό της αποτέλεσμα. Δέχεται επίσης ότι ακόμα και αν θα μπορούσε να γίνει κριτική επί της αισθητικής και μόνο, θα έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα ότι όταν η διαδικασία είναι πολιτικά απαράδεκτη αυτό γίνεται εμφανές και στην ίδια την αισθητική, και μάλιστα μπορεί να αποκαλυφθεί με όρους καθαρά αισθητικούς – ή μάλλον τεχνικούς μιας και στην ταινία ο ήρωας κινείται με το αξίωμα ότι αν βρεθεί ένα τουλάχιστον τεχνικό λάθος στην ταινία, αυτό θα σημάνει την αισθητική της έκπτωση κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά. Ο συλλογικός λοιπόν δημιουργός της εν λόγω ταινίας φαίνεται να κάνει την εξής αντιστροφή: εγώ, φαίνεται να λέει, σε αντίθεση με τη Riefenstahl, θα τηρήσω απόλυτα τις πολιτικές αρχές και τη διαδικασία παραγωγής της ταινίας μου (συλλογική, μη-ιεραρχημένη, αυτό-οργανωμένη, αντι-εμπορευματική, κτλ), και με αυτό θα ξεκινήσω για να μιλήσω για κάτι (ας αφήσουμε προς το παρόν το για ποιο πράγμα ακριβώς θα μιλήσει). Σύμφωνα με το παραπάνω αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται από τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, αφού κρατήθηκαν στο ακέραιο οι πολιτικές αρχές, το αισθητικό αποτέλεσμά της θα είναι εξ’ ορισμού καλό ή υπέρ άνω κριτικής. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα του παραπάνω συλλογισμού, η παρουσία και μόνο αυτής της κριτικής, έρχεται να καταργήσει τις προβλέψεις του συλλογικού δημιουργού της μιας και σύμφωνα με την κριτική που θα ακολουθήσει, η ταινία σαν ταινία είχε αρκετά προβλήματα.
Με όρους καθαρά αισθητικούς ένα από τα βασικότερα προβλήματά της ήταν τα αφηγηματικά της μέσα που ήταν από ελλιπή έως παντελώς απόντα. Ο συλλογικός δημιουργός δεν φαίνεται να απασχολήθηκε καθόλου με τη δραματουργική επεξεργασία του θέματος της ταινίας καταλήγοντας να προτείνει έναν εξαιρετικά πρόχειρο, και αφελή με κινηματογραφικούς όρους, τρόπο με τον οποίο να εξελίσσεται η αφήγηση. Ως βασικό αφηγηματικό μέσο επιλέχθηκε να είναι οι διάλογοι των ηθοποιών και οι μονόλογοι του κεντρικού ήρωα, αλλά τόσο οι κλειστοφοβικές συνεστιάσεις των ηρώων σε κοντινά πλάνα όσο και οι πολύ συχνές βαρύγδουπες ατάκες που συνοδευόντουσαν μέχρι και από βιβλιογραφικές αναφορές έκαναν ακόμα και αυτούς τους διάλογους να θυμίζουν ψευτοκουλτουριάρικη ταινία παλιού ‘νέου ελληνικού κινηματογράφου’. Μοιάζει μάλιστα σε πολλά σημεία περισσότερο με εικονογραφημένο πολιτικό κείμενο με τον ίδιο τρόπο που τα τραγούδια από διάφορες αναρχικές μπάντες μοιάζουν με μελοποιημένες προκηρύξεις, αφού στις περιπτώσεις αυτές κανείς δεν ασχολήθηκε με τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεων αλλά τις διάλεξαν μόνο για το νόημά τους.
Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι η διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου μέσα από τον ρυθμό που δίνει στην ταινία, ένα ζήτημα που αποτελεί άλλωστε και τον βασικό γρίφο για κάθε κινηματογραφιστή. Το φάσμα ταχυτήτων και ρυθμών που κινήθηκε από ακαδημαϊκούς διάλογους και αναλύσεις σε σαλονάτα αμφιθέατρα και καφέ παρουσιασμένα σε ρεαλιστικό χρόνο, μέχρι βιντεοκλιπίστικες στακάτο ψυχωσικές περιπλανήσεις στην πόλη, και από επικές επικλήσεις urban ψευτοεφέ μέχρι slow motion ποιητικά ματαιόδοξες εικονοπλασίες άκρατου ουμανισμού, είχε σαν αποτέλεσμα επικριτικά κουρασμένα ματοτσίνορα και συχνές επιθέσεις αμφιθυμίας.
Πολύ ενδιαφέρον θα είχε επίσης να δούμε ότι έστω κι αν η ταινία υιοθέτησε μία τελείως διαφορετική διαδικασία παραγωγής της (φυσικά) παρόλα αυτά μίλησε περίπου για το ίδιο θέμα. Αυτό επίσης θα πρέπει να το κάνω πιο ξεκάθαρο. Η Leni Reinfenstahl έκανε τον Θρίαμβο της Θέλησης μετά από μια παραγγελία από τον ίδιο τον Hitler για να αποτελέσει προπαγανδιστικό υλικό για τον Ναζισμό. Στόχος της ήταν η κινηματογραφική αναπαράσταση του ναζιστικού φαντασιακού, για να μπορέσει έτσι να ‘ταυτιστεί’ μαζί του το κάθε υποκείμενο. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε ήδη υπάρχουσες ή εφηύρε νέες τεχνικές με στόχο να παρουσιάσει τους γερμανούς νεολαίους ως αρίους – μία φυλή, ένα έθνος, ένας ηγέτης, κοκ. Τόσο επειδή τα κορμιά που επιλέχθηκαν ήταν τα καλύτερα αθλητικά κορμιά όσο και επειδή τραβήχτηκαν από ειδικά μελετημένες γωνίες, φωτίστηκαν με ειδικό τρόπο, συνοδεύτηκαν από κατάλληλη μουσική και άλλα τέτοια κινηματογραφικά κόλπα, τα κορμιά που δείχθηκαν τελικά στις μεγάλες οθόνες ήταν υπερβατικά και, φυσικά, απείχαν πολύ από το κορμί όχι μόνο του Hitler και του Gebels, αλλά από το κορμί της οποιασδήποτε γερμανίδας. Η απόσταση όμως αυτή είναι που δημιουργεί το φαντασιακή ταύτιση και επειδή η Riefenstahl κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλα τα τεχνικά μέσα που διέθετε για να υπηρετήσει το σκοπό της, γι’ αυτό και η ταινία της θεωρείται από πολλούς αριστούργημα. Σε ότι με αφορά λοιπόν, και για να τοποθετηθώ επιτέλους ως προς το εάν γίνεται να διαχωρίσουμε σε μια κουβέντα το πολιτικό από το αισθητικό θα έλεγα ότι σίγουρα εξαρτάται από την κουβέντα, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Riefenstahl έφτιαξε μια εξαιρετική, φασιστική, ταινία με φασιστική αισθητική και μέσα. Έτσι ακόμα κι αν το διαχωρίσεις καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα.
Αλλά και ο συλλογικός δημιουργός της ταινίας 1:26:54 θέλησε με τον τρόπο του να εκφράσει το συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που εκφράζει. Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα θέλησε να παρουσιάσει το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο και να προσωποποιήσει/εικονοποιήσει τη θέση/στάση του πολιτικού κινήματος. Βάζει τον ήρωά του να δίνει μία μάχη για το νόημα και την αξία της ίδιας της πολιτικής, μία μάχη δύσκολη, επικίνδυνη, προσωπική άρα ολοκληρωτική και συχνά, έως πολύ συχνά, μοναχική. Ο λόγος του κεντρικού ήρωα, όπως άλλωστε κάθε πολιτικός λόγος στην εποχή μας, μοιάζει ξένος, ακαταλαβίστικος, επιθετικός, μη-κανονικός και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί γύρω του έναν τοίχο από άμυνες επιτιθέμενων αντίλογων, λόγων που θέλουν την ησυχία τους ή τη διατήρηση της εξουσίας τους και γι’ αυτό τον απομονώνουν, τον επικρίνουν, τον χαρακτηρίζουν μη-κανονικό, τρελό και τέλος τον καταστέλλουν. Είναι μία μάχη που φυσικά και θα χαθεί, για να ταυτιστεί έτσι μαζί του το κάθε επαναστατικό υποκείμενο στην παρούσα πολιτική συγκυρία.
Μάλιστα και στη συγκεκριμένη ταινία ο φασισμός αποτέλεσε ένα κεντρικό σημείο για πολιτικό σχολιασμό και αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία αλλά εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής σκηνής που συγκροτείται γύρω από τα ζητήματα του (αντι-)φασισμού. Απαντάται με τον τρόπο αυτό το ερώτημα του γιατί σε ένα σκηνοθετικό ντεπούτο επιλέγεται από μια συλλογικότητα να ασχοληθεί εν έτη 2007 στη Θεσσαλονίκη με τον φασισμό, το ναζισμό και τις αναπαραστάσεις του και να το κάνει βασική του θεματική. Η εμμονή του κεντρικού ήρωα με την ταινία της Leni Riefenstahl φέρνει τον κεντρικό ήρωα στην θέση να βιώνει μια ψυχωσική καθημερινότητα στην πόλη του που την αντιλαμβάνεται σαν το Βερολίνο τη δεκαετία του 30’. Στο σημείο αυτό ο συλλογικός δημιουργός αρπάζει την ευκαιρία να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατανοεί και χρησιμοποιεί την έννοια του φασισμού. Έναν τρόπο που σίγουρα τον συμμερίζεται ένα τουλάχιστον μέρος του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού φάσματος στον καθημερινό του λόγο.
Σε ότι με αφορά, θεωρώ αυτή την προσέγγιση της έννοιας του φασισμού να έχει έντονα λαϊκές (folk) αναφορές. Έστω κι αν μπορώ να δεχτώ την ένα προς ένα αντιστοιχία ανάμεσα στις ναζιστικές παρελάσεις με τις αντίστοιχες μαθητικές που βλέπουμε σε κάθε εθνική επέτειο, μου είναι δύσκολο να δω τη σχέση της παρακολούθησης με κάμερες (βλ. περίπτερο), τη χρήση των λαβάρων, των μνημείων ή την εξουσία μιας κυρίαρχης δομής (βλ. ψυχιατρική) με τον φασισμό (ή ναζισμό αν θέλετε, αυτό άλλωστε είναι η μικρότερη σύγχυση). Δυστυχώς, η προσέγγιση της συγκεκριμένης ταινίας δεν βοήθησε καθόλου στο να ξεχωρίσουμε κάποια βασικά πράγματα που συχνά παρουσιάζονται μέσα σε μια εννοιολογική σούπα. Μια σούπα που επιτρέπει τη χρήση του χαρακτηρισμού ομπρέλα «φασισμός» σε καταστάσεις όπως αυτή της επιτήρησης του big brother και της ιατρικής εξουσίας, ή για συμπεριφορές βίαιες, ρατσιστικές ή μιλιταριστικές, όπως αυτές ενός αυταρχικού καθηγητή στο σχολείο, ενός μπάτσου ή ενός φαλλοκράτη. Ένας διαχωρισμός που θα τοποθετούσε τις έννοιες στην ιστορική και πολιτική τους θέση θα ήταν κάποια στιγμή τουλάχιστον απαραίτητος για να αποκτήσουν άλλωστε και την πραγματική πολιτική τους αξία και να μπορούν έτσι να αποτελούν ουσιαστική αναφορά και να μην χάνονται μέσα στη σούπα. Η ταινία δυστυχώς δεν βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση.
Επίσης προβληματικό θεωρώ τον τρόπο με τον οποίο απεικόνισε ο συλλογικός δημιουργός την ίδια την έννοια της εξουσίας που όμως σίγουρα ανταποκρίνεται με μεγάλη πιστότητα στα άδηλα μοντέλα που έχει για αυτή ένα κομμάτι του πολιτικού χώρου με τον οποίο συνομιλεί. Αυτή παρουσιάστηκε ως μία οργανωμένη συνομωσία ανθρώπων, με συγκεκριμένο σχέδιο και με βασικό στόχο την καταστολή του (αναρχικού) πολιτικού λόγου (αυτού που φέρει ο κεντρικός ήρωας) που εμφανίζεται να έχει φτάσει πολύ κοντά στο να την ξεσκεπάσει και έτσι, απλά, να την αποτινάξει. Προσωπικά ανήκω στο άλλο κομμάτι του χώρου που διαθέτει μια μάλλον πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη για την εξουσία, και στο οποίο η παραπάνω εικόνα εμφανίζεται αρκετά απλοϊκή. Η συγκεκριμένη στάση δηλώνει κατά την άποψή μου περιορισμένη ενασχόλησή του συλλογικού δημιουργού με τα πολιτικά νοήματα της ταινίας και την δραματουργική επεξεργασίας τους.
Σε ότι λοιπόν με αφορά, και αυτό είναι μια συνολική κριτική στην ταινία, θεωρώ ότι ο συλλογικός δημιουργός έπεσε στην ίδια παγίδα που είχε στήσει για την Leni Riefenstahl. Επέλεξε να παρουσιάσει αισθητικά επιμελημένες εικόνες, χρησιμοποιώντας τα περιορισμένα μέσα που θα μπορούσε να έχει μια ανάλογη παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση, εις βάρους των πολιτικών νοημάτων με τα οποία ασχολήθηκε και τα οποία παρουσίασε ανεπαρκώς επεξεργασμένα. Προσπάθησε σε μία μικρού μήκους ταινία να προσφέρει άλλη μία μεγάλη αφήγηση δίνοντας βιαστικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που συχνά κακοδιατυπώνονται κάπως έτσι: «ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός;», «ποια η μίζερη και ποια η γλεντζού;», «ποια η άρρωστη και ποια η υγιής;», «ποιος ο επαναστάτης και ποιος ο προσκυνημένος;». Τέλος, ο τρόπος χρήσης των μέσων και οι εικόνες που προέκυψαν δεν φάνηκαν να υπηρετούν τους σκοπούς της ταινίας και για το λόγο αυτό φαίνονται αρκετά ασύνδετες και ξεκρέμαστες τόσο αισθητικά όσο και εννοιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, για τη συγκεκριμένη ταινία είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τον τρόπο παραγωγής της από το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψή μου που εξέφρασα παραπάνω, και να τα εξετάσουμε διαφορετικά.
Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η ταινία 1:26:54 είναι ένα εγχείρημα που τα κατάφερε να είναι ταινία, αποδεικνύοντας ότι αυτό το πράγμα γίνεται. Γίνεται να βρεθούν τα χρήματα, ο χρόνος, οι διαθέσεις, οι άνθρωποι και οι διαδικασίες που απαιτούνται για να γίνει κάτι που να μπορεί να λέγεται ταινία. Από κει και πέρα, μια κριτική όπως η παραπάνω, προσφέρει μία ανάγνωση της ταινίας που στόχο έχει να συνεχίσει την κουβέντα που τέτοια εγχειρήματα ανοίγουν. Μπορείτε να τη δείτε αφού διατίθεται, χωρίς αντίτιμο, από την ιστοσελίδα http://www.disobey.net/01.26.54
3 comments:
Μπορώ να πω ότι βρίσκω σωστούς τους προβληματισμούς σου. Ίσως όμως μια ακόμα ανάγνωση του κειμένου ή ένα άλλο σχόλιο μπορεί να μου αλλάξει τον τρόπο που το βλέπω.
Στο μόνο που μπορώ να σταθώ σύμφωνος με βεβαιότητα είναι στο παρακάτω
...διαχωρίζοντάς την (την αισθητικής της ταινίας) προς στιγμήν από τη διαδικασία που την παρήγαγε...
Η διαδικασία και η αισθητική είναι, ήταν και θα είναι δυο διαφορετικά πράματα.
Άλλο πράμα του “μου αρέσει” και άλλο “είναι σωστό”.
Αυτό όμως που μου κάνει εντύπωση όμως είναι ότι δεν υπάρχουν άλλα σχόλια, αν και είμαι σίγουρος ότι το κείμενο σου έχει διαβαστεί και από ανθρώπους που έχουν πιο δουλεμένη άποψη, γύρο από το θέμα, από την δικά μου.
thanx
pecos
Έπεσες διάνα στο θέμα "εννοιολογική σούπα" και "απλοϊκός τρόπος αντίληψης της εξουσίας".
Ακριβώς αυτά συνιστούν πανδημία στο χώρο.
Καμιά ιδέα πώς αντιμετωπίζονται, γιατί έχουμε πήξει με τη δημοφιλία που γνωρίζουν, καθώς και από τις παρενέργειές τους;
Post a Comment