Sunday, March 22, 2009


Το παρόν κείμενο γράφτηκε στις αρχές του φθινοπώρου 2008 και θα αποτελούσε το εισαγωγικό κείμενο μιας έντυπης έκδοσης που θα περιλάμβανε κείμενα από αυτό το blog καθώς και άλλα κείμενά μου δημοσιευμένα ή μη. Η ιδέα αυτή αναβλήθηκε λόγω οικονομικής και συναισθηματικής κρίσης

Choose a username -
Ιστορία του ονόματός μου


Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά το όνομά μου, αλλά μπορώ με μεγάλη σιγουριά να πω ποιο ήταν αυτό: Αλέξανδρος. Α-λε-ξαν-δρος. Ολόκληρο. Αυτό το ολόκληρο ήταν που έκανε τη διαφορά και άρα τα πράγματα δύσκολα. Η μάνα μου βλέπετε ήταν κάπως πιο μοντέρνα από την εποχή της. Επέβαλε λοιπόν στην μικρή επαρχιακή πόλη στην οποία ζούσαμε να με φωνάζουν Αλέξανδρο. Ούτε Αλέκο, ούτε Αλέξη, αλλά… «Αλέξανδρο το λένε το παιδί». Σαν να ήξερε ότι σε λίγα χρόνια δε θα υπήρχε κανένα παιδί που να τον λένε Κώστα αλλά Κωνσταντίνο, ούτε Μένιο αλλά Μελπομένη, ούτε Τάσο αλλά Αναστάση, κοκ.

Εγώ μέχρι να πάω στο σχολείο δεν είχα κανένα πρόβλημα με το όνομά μου. Ήταν απλά το όνομά μου, δηλαδή ένα χαρακτηριστικό που με διαφοροποιούσε από τα άλλα άτομα που είχαν διαφορετικά ονόματα. Στο σχολείο όμως τόσο οι άλλοι μαθητές όσο και οι δάσκαλοι γρήγορα μου έδειξαν ότι το όνομά μου με διαφοροποιούσε κι από τα άλλα παιδιά που είχαν το ίδιο όνομα με το δικό μου και αυτό προκαλούσε μια αμηχανία τόσο σε μένα, όσο στους μικρούς αλλά και στους μεγάλους που ερχόταν σε επαφή μαζί μου. Έτσι, κάθε φορά που συστηνόμουνα ως Αλέξανδρος, εκείνοι θεωρούσαν σωστό να με διορθώσουν, αλλάζοντας το όνομά μου σε Αλέκο. Αλέκος βλέπετε ήταν το πιο συνηθισμένο όνομα που μπορούσε να προκύψει από το βαφτιστικό Αλέξανδρος. ‘Αλέκο’ λέγανε και άλλους συμμαθητές μου – Αλέξανδρο μόνο εμένα.

Στην αρχή αισθανόμουν άσχημα ακριβώς τη στιγμή που συνέβαινε η διόρθωση του ονόματός μου αλλά σύντομα αυτό το άσχημο συναίσθημα της ενοχής, της αμηχανίας και της ντροπής έκανε την εμφάνισή του πριν χρειαστεί καν να συστηθώ, αλλά ήδη από τη στιγμή που καταλάβαινα ότι πρόκειται να με ρωτήσουν ποιο είναι το όνομά μου και φανταζόμουνα τη φάτσα που θα έπαιρναν οι άνθρωποι στο άκουσμα της απάντησης. Πρόσφατα, πολύ μεγάλος δηλαδή, κατάλαβα ότι αυτό συνέβαινε γιατί το όνομά μου δήλωνε μια διαφορετικότητα. Και ότι η διαφορετικότητα θέλει ειδική διαχείριση. Και ότι αυτή η διαχείριση είναι δύσκολη. Και ότι συχνά συνοδεύεται από δυσάρεστα συναισθήματα. Και ότι το γεγονός ότι αισθανόμουν άσχημα πριν καν πω το όνομά μου ήταν επειδή η εξουσία του κυρίαρχου στο διαφορετικό είχε πια εσωτερικευτεί.


Η διαφορετικότητα είναι όμως μια αμφίδρομη σχέση – σχέση δύο κατευθύνσεων: το ότι εγώ είμαι διαφορετικός από εσένα σημαίνει αυτόματα ότι κι εσύ είσαι διαφορετικός από εμένα. Με το δεδομένο αυτό, δεν δικαιολογείται μια μονόδρομη άσκηση εξουσίας από κάποιον σε κάποιον άλλο. Με άλλα λόγια, δε φτάνει να είναι κάτι διαφορετικό για να του ασκηθεί εξουσία. Πρέπει πρώτα αυτή η διαφορετικότητα να επενδυθεί με ειδικά νοήματα και συνδηλώσεις που να την τοποθετούν σε συγκεκριμένη θέση στην ιεραρχία. Μπορεί το διαφορετικό να τοποθετηθεί υψηλότερα στη ιεραρχία και μπορεί και χαμηλότερα, εξαρτάται από την κουλτούρα, τις προθέσεις και πολλά άλλα πράγματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα αυτιστικά παιδιά που επειδή ήταν διαφορετικά από την πλειοψηφία των παιδιών, για τους Ίνκας ήταν ιερά παιδιά που έχαιραν ειδικού σεβασμού και μεταχείρισης ενώ για του Έλληνες του 20ου αιώνα ήταν τα καθυστερημένα που πρέπει να τα κλείσουμε σε ψυχιατρικά ιδρύματα.

Η διαφορετικότητα από μόνη της λοιπόν δε σημαίνει τίποτα, αλλά σπάνια αυτή εμφανίζεται μόνη της χωρίς συνκείμενα και συνδηλώσεις που να δηλώνουν ότι κάποιος είναι ‘καλύτερος’ από τον άλλο, ή τουλάχιστον έτσι να νομίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το όνομα Αλέξανδρος δεν ήταν μόνο διαφορετικό από το Αλέκος, αλλά σήμαινε ότι αυτός που το φέρει είναι φλώρος. Άκου Αλέξανδρος…Δηλαδή τι μας το παίζει, αριστοκράτης; Γιατί δε θέλει να τον λένε Αλέκο σαν όλους τους άλλους; Είναι πιο έξυπνος αυτός από τους άλλους; Είναι πιο μάγκας; Και ποιος είναι αυτός που θα μας βάλει να λέμε όλο αυτό το όνομα κάθε φορά που θέλουμε να τον φωνάξουμε; Έτσι είσαι; Κι αν σε φωνάξουμε Αλέκο δηλαδή τι θα κάνεις; Τσαμπουκά; Κι αν σε φωνάξουμε Αλεξίπτωτο;

Αν αδράξω της ευκαιρίας που μου δίνεται τώρα, έστω κι αργά, για να μιλήσω για τα πράγματα από τη δική μου σκοπιά, θα ήθελα να σας πω ρε παιδιά ότι, αλήθεια, εγώ δεν είχα καμία πρόθεση να υπονοήσω τίποτα από όλα αυτά. Πραγματικά. Δεν είμαι πολύ φλώρος αλλά ούτε θέλω τσαμπουκά. Να μωρέ, είναι απλά το όνομά μου. Ούτε καν το διάλεξα μόνος μου. Αν με ρωτήσετε μάλιστα, ούτε εμένα μου αρέσει. Δεν θα έλεγα σε κανένα να βγάλει το παιδί του Αλέξανδρο. Αλλά τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Επίσης, ήθελα να σας πω ότι το αλεξίπτωτο δεν είναι όνομα.

Μάλλον αντίστοιχες σκέψεις έκανα από τότε, ή μπορεί και να μην ήταν σκέψεις αλλά απλά ασυνείδητα αντανακλαστικά, γιατί θυμάμαι καλά να έχω τόσο κουραστεί μ’ αυτό το θέμα που στην πέμπτη δημοτικού έκανα την επανάστασή μου προς την κατεύθυνση της κανονικοποίησης και αποφάσισα να συστήνομαι ποια ως Αλέκος για να τελειώνουμε. Έτσι απλά θα γινόμουνα κι εγώ ‘παιδί της γειτονιάς’ και όχι ‘των σαλονιών’, θα ήμουν πιο μάτσο, ένα κανονικό παιδί σαν όλα τα άλλα, ένα παιδί που να μπορείς να εμπιστευτείς.
Αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο εν τέλει, όχι γιατί δεν το υιοθετούσε ο κόσμος, κάθε άλλο, όσο πιο κανονικό είναι κάτι τόσο πιο εύκολα αφομοιώσιμο, αλλά να μωρέ, αυτό το όνομα δεν επιτελούσε πάνω μου τη βασική λειτουργία που έχουν τα ονόματα: όταν ακούγονται να καταλαβαίνεις ότι αναφέρονται σε σένα και να γυρίζεις. Για μένα αυτό ήταν ένα ξένο όνομα. Ήταν σχεδόν σαν να με φωνάζουν Δημήτρη. Έτσι το ‘κοψαν κι αυτοί - το ‘κοψα κι εγώ.
Συνέχισα λοιπόν με το όνομά μου ολόκληρο μέχρι το τέλος του λυκείου. Δεν μπορώ να πω - έχει και τα θετικά του. Είναι ολόιδιο με το όνομα που γράφει η ταυτότητα και με το όνομα που λένε οι καθηγητές στο σχολείο και άρα με το όνομα που υιοθετούν οι νέοι συμμαθητές, οπότε δεν χρειάζεται να τους ζητάς να το αλλάξουν. Μου φαινόταν άλλωστε τεράστια μιζέρια για κάποιον να διορθώνει μόνος του το όνομά του. Να βγαίνουν οι συμμαθητές στο πρώτο διάλειμμα και να παίζεται ο διάλογος:
- Γειά σου Αλεξάνδρα.
- Βασικά Σάντυ με λένε!

Συνολικά πάντως θεωρώ τώρα πως το όνομά μου ήταν αρκετά αποδυναμωμένο σε κοινωνικό επίπεδο και αυτό είναι μάλλον φυσιολογικό αν σκεφτεί κανείς ότι ούτε καν εγώ δεν το υποστήριζα. Κάτι τέτοιο γινόταν ξεκάθαρο από το γεγονός ότι αυτή η λανθάνουσα κατάσταση ανάμεσα στο κανονικό και το διαφορετικό, που εγώ είχα μεν πάνω μου κάτι διαφορετικό αλλά που δεν το υποστήριζα αφού ήθελα να είναι κανονικό κτλ., είχε αφήσει δίπλα του πολύ χώρο για τη δημιουργία άλλων ονομάτων, δηλαδή παρατσούκλια. Έτσι, από πολύ νωρίς στη ζωή μου οι κοντινοί μου άνθρωποι με φώναζαν με διάφορα παρατσούκλια που εκείνοι έφτιαχναν ή που έπαιρναν έτοιμα από άλλους. Είχα, λοιπόν, πάντα παρατσούκλια, αμέτρητα παρατσούκλια. Παρατσούκλια όπως ‘χωριάτης’, ‘βλάχος’, ‘βοσκός’, ‘αυστριακός’, που αναφέρονται στη δυσμενή καταγωγή μου, άλλα όπως Ράινερ, που αναφέρονται στην αδυναμία μου να προφέρω το ‘ρο’ αλλά και με καμία απολύτως αναφορά όπως ας πούμε Θωμάς, Τάκης, Λάκης, που δεν είχα ιδέα πως είχαν προκύψει και ούτε γιατί λειτουργούσαν, αλλά λειτουργούσαν ίσως λόγω οικειότητας της φωνής που τα συνόδευε - δεν ξέρω.

Κάποια στιγμή, φοιτητής ήμουνα θυμάμαι, όταν μετά από μια μεγάλη περίοδο όπου το όνομά μου ήταν Έψας, από τις γνωστές πορτοκαλάδες, ή Γαλαγάλας από μια αστεία επωνυμία της περιοχής απ’ όπου κατάγομαι, κάποιος πάνω στη μαλακία με είπε Αλέξη. Και αφού γελάσαμε για κάνα δυο μέρες με αυτό και τις αναφορές του στο γνωστό κρυόκωλο άσμα του γνωστού Πασχάλη (όνομα κι αυτό!), το όνομά μου έγινε Άλεξ, κι έμεινε έτσι για πολλά χρόνια. Αυτό το όνομα με χαρακτήρισε στον πολιτικό μου χώρο και η υιοθέτησή του τοποθέτησε πιο επιτακτικά κάποια κριτήρια οικειότητας. Έτσι, όποιος με έλεγε Αλέξανδρο ανήκε στην οικογένεια, στο , στο γραφείο ή στους παλιούς γνωστούς και όποιος με έλεγε Άλεξ ανήκε στους φίλους και τους συντρόφους.

Και κάπου τότε, κάπως αργά είναι η αλήθεια, άρχισαν τα χρόνια της μεγάλης διαφοροποίησης. Αποφάσισα να μην προσπαθώ άλλο να είμαι κανονικός κανονικός και να γίνω αυτό που ήμουν από πάντα: κανονικός πούστης. Για να γίνει αυτό έπρεπε να κάνω μία στάση στο Άμστερνταμ, όπου το όνομά μου έγινε κάτι μη αναγνωρίσιμο ακόμα κι από μένα αλλά ευτυχώς ήταν μικρό – μικρό το όνομα, μικρό το κακό, όπως άλλωστε είχα μάθει από μικρός. Με την επιστροφή μου στη ελληνική μητρόπολη κινήθηκα σε μέρη που έβλεπα για πρώτη φορά. Σε υπόγεια μαγαζιά, στενούς δρόμους και σκοτεινά πάρκα, μέρη όπου το οπτικό πεδίο ήταν πολύ μικρό και συνεχώς μίκραινε καταλήγοντας συχνά να περιορίζεται σε μια μικρή περιοχή έντονης τριχοφυΐας. Στα μέρη αυτά έπρεπε συχνά να συστηθώ, έτσι, για να σπάσει ο πάγος. Το όνομά μου τις περισσότερες φορές ξεχνιόταν πολύ γρήγορα και για αυτό είχε άλλη λειτουργία από τη συνηθισμένη. Ένα όνομα έπρεπε απλά να είναι καβλωτικό, να μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας φαντασίωσης. Με αυτή τη συνθήκη πειραματίστηκα αρκετά. Έμαθα πως περίπου είναι να σε λένε Νίκο, Αντρέα, Γετόν, Μάκη, Λεωνίδα, Αντρέ.

Εκείνοι καύλωναν κι εγώ είχα μια αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτόν δεν θα "σπιλώσω" με τις πράξεις μου το δικό μου όνομα αλλά ένα άλλο όνομα, κι άρα ένα άλλο υποκείμενο. Έτσι είχα και την αίσθηση μιας μικρής άφεσης, ότι δεν τα κάνω εγώ όλα αυτά αλλά κάποιος άλλος. Ήταν τόσο απλό, σαν ένα μαγικό, που μπορεί να σε ξεγελάσει έστω και για λίγο. Θα μπορούσα να μην είμαι ο Αλέξανδρος ο γιος της μάνας μου, ο μαθητής του 16, ο αδερφός της Νάντιας, αλλά ένα απλό πουστράκι χωρίς ιστορία, ένας αλβανός ή ένας μάτσο γαμιάς.

Φυσικά το όνομα από μόνο του δε θα αρκούσε σε καμιά περίπτωση, αλλά ήταν μια καλή αρχή. Μάλιστα θυμάμαι μια φορά αποφάσισα να μιλήσω σε έναν υπέρκαυβλο σε ένα μπαρ και όντας άβγαλτος ξεκίνησα την κουβέντα λέγοντας: «Γεια, με λένε Αλέξη». Ο τύπος λοιπόν απευθείας μου απάντησε: «Δε παίζει φίλε» κι εγώ είπα «οκ!». Μετά όμως αισθανόμουν χάλια τόσο για τη χυλόπιτα όσο και για την απίστευτη κρυοκωλιά με την οποία πήγα να αρχίσω την κουβέντα και αποφάσισα ότι χειρότερα δεν μπορώ να τα κάνω οπότε ξαναπήγα και του λέω: «Γεια, με λένε Γιώργο, καλύτερο;». Αρχίσαμε να γελάμε και δε θα το πιστέψετε…γαμηθήκαμε!

Στις πιο κυριλέ αντίστοιχες καταστάσεις, λοιπόν, που το όνομά μου δεν ήθελα να ξεχαστεί τόσο εύκολα, είδα τον εαυτό μου να συστήνεται ως Αλέξης. Ήταν ένα άλλο όνομα, που το είχα επιλέξει εγώ, που ήταν κοντινό στο βαφτιστικό μου αλλά δεν έφερε το βάρος του παρελθόντος μου, ήταν πιο ανάλαφρο, πιο εύκολο να το πει κανείς και το πιο σημαντικό: ήταν για μένα καινούριο. Το γεγονός ότι ήταν ένα νέο, άλλο όνομα με βοηθούσε στη νέα περφόρμανς που ήθελα να δώσω ως η νέα περσόνα που ήθελα να κατασκευάσω. Ήταν σαν το όνομα που επιλέγει μια αρτίστα για να την υποστηρίξει στη παρουσία της στη σκηνή. Ήταν μια συνθήκη να χτίσω τον εαυτό μου σαν από την αρχή. Και ήταν ένα ακόμα διακριτικό για τις σχέσεις οικειότητας. Με τον τρόπο αυτό και για λίγο καιρό θα χωρίζονταν οι φίλοι και σύντροφοι από τους εραστές.


Κάποιες φορές σκέφτομαι πως με μια τέτοια ιστορία πίσω μου τοποθετούμαι κάπως πιο κοντά στο να καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο δύσκολο αλλά και τόσο σημαντικό για την Γιώργο να την λέμε από δω και στο εξής Μαίρη, για τον Φιλαρέτη να τον λέμε μόνο Αχιλλέα. Καταλαβαίνω ακόμα γιατί στην ορθόδοξη εκκλησία που ο μοναχισμός είναι αναχωρητικός, όποιος δηλαδή φεύγει δεν ξαναγυρίζει στα κοσμικά, επιβάλει στον Προκόπη να μετονομαστεί σε αδελφό Θεόκλητο, με μια νέα τελετή βάπτισης. Και πιστέψτε με κάνω προσπάθεια να καταλάβω κι αυτούς της show biz που αλλάζουν ξαφνικά το όνομά τους γιατί ψωνίστηκαν διαφορετικά αλλά και για να βρω πως εγώ είμαι διαφορετικός από όσους το αλλάζουν γιατί απλά κάθεται καλύτερα στα εξώφυλλα των περιοδικών. Και σίγουρα καταλαβαίνω τη βία που ασκείται σε καθένα από αυτά τα άτομα όταν κάποιος άλλος αποφασίζει να προβεί στην απαραίτητη διόρθωση του ονόματος, γιατί την έχει δει όργανο της αστυνομίας του κανονικού.

Ότι ένα νέο όνομα μπορεί να αποτελέσει μια πρώτη συνθήκη δημιουργίας μιας νέας υποκειμενικότητας φυσικά δεν το ανακάλυψα εγώ. Όλο το δίκτυο των αγγελιών, από τις παραδοσιακές αγγελίες στις εφημερίδες μέχρι τις σύγχρονες μηχανές προξενιού (βλ gaydar, gayromeo, κτλ.) σε αυτό βασίζονται. Το username είναι μια κατάσταση που κανείς έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το όνομα που θα τον εκπροσωπήσει σε μια φανταστική κοινότητα. Ξεκινώντας από αυτό ως το πρώτο στοιχείο που πρέπει να δηλώσει κανείς, χτίζεται ένα προφίλ μιας υποκειμενικότητας που δεν υπήρχε πριν – δεν έχει παρελθόν και η συνθήκη αυτή είναι που θα καθορίσει το παρόν και το μέλλον της. Από το όνομα που διαλέγει κανείς σε αυτή τη συνθήκη μπορείς να πάρεις μια ιδέα του ανθρώπου που κρύβεται από πίσω, ή τουλάχιστον της φαντασίωσής του. Σε κάποιες περιπτώσεις το όνομα θέλει να δώσει τη μέγιστη δυνατή πληροφορία μέσα σε σύντομο χώρο και έτσι προκύπτούν ονόματα όπως αυτό του Gym34top4real. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις στόχος είναι να θολώσουν τα νερά όπως στην περίπτωση του Eros407. Ο Panos7 θέλει μάλλον να πείσει ότι είναι το αγόρι της διπλανής πόρτας, μεσοτοιχία με τον Pano6 ενώ ο Psolaras σίγουρα δεν φαίνεται να αποζητά κουβέντα για την εμπορευματοποίηση της έκφρασης.

Είναι πάντως πολύ ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τι όνομα επιλέγει κανείς για τον εαυτό του όταν έχει αυτή τη δυνατότητα. Τώρα μου ήρθε και η απίστευτη ιστορία μιας κυρίας που τα χρόνια της δικτατορίας κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό της κάπου στην ήπειρο με σκοπό να αλλάξει το επίθετό της. Βλέπετε, για κακή της τύχη είχε παντρευτεί τον κύριο Βλάχο και θεωρώντας τον εαυτό της άτυχο που υπέπεσε στη θέση να λέγετε κα. Βλάχου, κίνησε γη και ουρανό για να το αλλάξει και τα κατάφερε. Μπορείτε να καταλάβετε φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό ειδικά μέσα στη δικτατορία. Όταν τη ρώτησαν πώς θέλει να είναι το καινούριο της όνομα εκείνη, με τα σωστά της, απάντησε ‘Βλαχομήτρου’. Έτσι κι έγινε.

Όσον αφορά έμενα και πάλι, τη στιγμή που σας γράφω είμαι ακόμα πολύ μπερδεμένος με την ποικιλία των ονομάτων που με χαρακτηρίζουν. Στη δουλειά μου και στους νέους μου γνωστούς συστήνομαι ακόμα ως Αλέξανδρος. Αυτό έχω μάθει να κάνω και σίγουρα μου είναι πολύ χαζό να συστηθώ με το παρατσούκλι μου, Άλεξ. Αυτό το αφήνω να το μάθουν όσοι πιστοί ανακαλύψουν την πηγή της οικειότητας μόνοι τους. Έχω δει πως αναφέρομαι στον εαυτό μου χρησιμοποιώντας και τα τρία μου ονόματα: Αλέξανδρος, Αλέξης και Άλεξ. Τώρα ποια δεν έχω ανάγκη να συστήνομαι στα κωλόμπαρα με το πούστικο όνομά μου (Αλέξης) αφού έχω βρει τη σύνδεση με το παρελθόν μου παραμένοντας το ίδιο άτομο. Έτσι μπορώ να με φανταστώ ως πούστη και Αλέξανδρο μαζί (sic?). Το όνομα αυτό έχει πια διασυρθεί από τους αμέτρητους Κωνσταντίνους, Κλεομένες, Θανάσηδες κτλ και δεν ακούγεται πια διαφορετικό αλλά μάλλον τρέντι κάτι που με κάνει και πάλι να αισθάνομαι ντροπή κι αμηχανία όταν το χρησιμοποιώ, αν και για άλλους λόγους απ’ ότι παλιά. Είναι όμως ακόμα το όνομά μου. Το όνομα της τρυφερότητας και της σκληράδας κι αυτό το κάνει πολύ πραγματικό. Από την άλλη έχω και το Αλέξης, το όνομα της νέας μου συγκρότησης που με έχει κάνει αναγνωρίσιμο, φίλο και γκόμενο.

Μετά από αυτή τη μακρά βιογραφία του ονόματός μου υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι κουρασμένος να αλλάζω, να μαθαίνω να αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε τόσους διαφορετικούς ήχους και έχω μια διάθεση να φέρω κοντά τους συντρόφους με τους εραστές, τους συναδέλφους με τους φίλους σε μια συνθήκη που να μην μοιάζει με τον πύργο της Βαβέλ. Από την άλλη όμως μου έχει μείνει ακόμα και η συνήθεια του παράνομου, να ψάχνω νέα ονόματα, να κάνω νέα προφίλ, να απαντάω προβοκατόρικα στα blogs, να υπογράφω τα κείμενά μου με διαφορετικά ονόματα. Άλλωστε δεν μπορώ να επιλέξω ένα όνομα κι ούτε νομίζω ότι χρειάζεται. Αισθάνομαι ότι έχω καταφέρει να δημιουργήσω ένα φάσμα ονομάτων και μια συνθήκη που ο κάθε άνθρωπος που έρχεται κάποια στιγμή κοντά μου να μπορεί να επιλέξει αυτός τον τρόπο με τον οποίο θα με φωνάζει, ακόμα και να εισάγει ένα νέο παρατσούκλι για μένα, και αυτό μου αρέσει γιατί δίνει στις σχέσεις μου μια άλλη δυναμική (παιδί;).

Αν με ρωτήσετε τι θα ήθελα να είμαι θα σας απαντούσα θα ήθελα να είμαι απ΄ αυτούς που βγάζουν παρατσούκλια, γιατί αυτή την ικανότητα δεν την έχουν όλοι και δεν νομίζω ότι την έχω εγώ. Θα ήθελα όμως να μπορώ να ονομάζω ξανά τους ανθρώπους και τα ονόματα αυτά να υιοθετούνται από αυτούς κι από τους φίλους τους. Κι αν με ρωτήσετε που θα ήθελα να ζω θα σας απαντούσα σε ένα μέρος που θα είχαμε όλοι παρατσούκλια, που το όνομα της ταυτότητας δε θα σήμαινε απολύτως τίποτα για μας και για τις σχέσεις μας. Που δεν θα αρκούσε να σου πω εγώ πως με λένε για να μάθεις το όνομα μου αλλά που θα έπρεπε να μάθεις πως με λένε οι άλλοι. Κι αλήθεια δεν πιστεύω πως υπάρχουν κακά παρατσούκλια, μόνο αληθινά.


Till Better
(τα ονόματα και τα παρατσούκλια που αναφέρονται παραπάνω είναι ψεύτικα και ειδικά κατασκευασμένα για να υπηρετήσουν τις πραγματικές καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται αλλά και το θέμα του κειμένου)

2 comments:

Dis said...

polu oraio keimeno. oso to diavazw toso m'aresei

les_boi said...

xaxa, ta blogs psofhsan oi papades tous einai nekroi