Saturday, August 29, 2009

Sparks - This Town Ain't Big Enough For The Both Of Us

http://www.youtube.com/watch?v=dBtj2ShktAU


Zoo time is he and you time
The mammals are your favourite type, and you want him tonight
Heartbeat, increasing heartbeat
You hear the thunder of stampeding rhinos, elephants and tacky tigers
This town ain't big enough for both of us
And it ain't me who's gonna leave

Flying domestic flying
And when the stewardess is near do not show any fear
Heartbeat increasing heartbeat
You are a khaki-coloured bombadier it's Hiroshima that you're nearing
This town ain't big enough for both of us
And it ain't me who's gonna leave

Daily, except for Sunday
You dawdle in to the cafe where you meet her each day
Heartbeat, increasing heartbeat
As twenty cannibals have hold of you, they need their protein just like you do
This town ain't big enough for both of us
And it ain't me who's gonna leave

Shower, another shower
You've got to look your best for him and be clean everywhere
Heartbeat, increasing heartbeat
The rain is pouring on the foreign town, the bullets cannot cut you down
This town ain't big enough for both of us
And it ain't me who's gonna leave

Census, the latest census
There'll be more girls who live in town though not enough to go round
Heartbeat, increasing heartbeat
You know that:
This town isn't big enough,
not big enough for both of us
This town isn't big enough,
not big enough for both of us
And I ain't gonna leave

Thursday, July 16, 2009

Δεν ακούει η κυρία, κύριε

Κάθε Παρασκευή, κατά τις 9 το πρωί με ξυπνάει η φωνή της λαϊκής αγοράς που έχει ξεκινήσει να στήνεται από πολύ πιο νωρίς. Ο τύπος που έχει άλλοτε αχλάδια και μήλα και άλλοτε κεράσια, αν και δε βρίσκεται ακριβώς κάτω από το παράθυρό μου, ακούγεται πιο καθαρά απ' όλους. Ξεκινάει από την πληροφορία “τα αχλάδια είναι τσάμπα – τα μήλα δωρεάν” την οποία επαναλαμβάνει όχι πάνω από 10 φορές. Τις περισσότερες φορές το ενισχύει με το “κυρία” στην αρχή: “κυρία, τα αχλάδια είναι τσάμπα - τα μήλα δωρεάν”. Πολύ σύντομα όμως εγκαταλείπει αυτό το σλόγκαν και έτσι καταλαβαίνει κανείς ότι δεν ήταν παρά το support, για να εισαχθεί στο κυρίως ρεπερτόριο: “Δεν ακούει η κυρία – κύριε” που επαναλαμβάνεται ακριβώς το ίδιο, με συχνότητα 7.5 φορές το λεπτό, μέχρι τις 3:00 το μεσημέρι.
“Κύριε, δεν ακούει η κυρία – κύριε¨.
Κάποιες φορές το σλόγκαν αντιστρέφεται: “κυρία, δεν ακούσει η κύριος – κυρία, ...” Έστω κι αν οι πρώτες πληροφορίες που δίνει ο συγκεκριμένος λαϊκός, δηλαδή ότι τα μήλα είναι τσάμπα και τ' αχλάδια δωρεάν δεν δίνουν πολλά περιθώρια να ασχοληθείς με την πιθανή αλήθεια του κύριου ρεπερτορίου, παρόλα αυτά, σε μια μεγάλη βόλτα με το μηχανάκι και έχοντας ξυπνήσει με τα συγκεκριμένα λόγια να μου τριβελίζουν το μυαλό, ασχολήθηκα λίγο παραπάνω με τα εν λόγω λεγόμενα. “δεν ακούει η κυρία – κύριε, είναι κουφή”.

Κατηγορίες κουφών:
Οι προφήτες
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν εκείνοι οι οποίοι δε θα σε αφήσουν ποτέ να ολοκληρώσεις μια ιστορία γιατί θα σε διακόψουν για να σου πουν αυτοί τη συνέχεια. Έτσι, προτρέχουν το φινάλε της ιστορίας σου και εσύ τις περισσότερες φορές πρέπει να πεις 'όχι' και να συνεχίσεις την ιστορία από εκεί που την άφησες πριν τη διακοπή, μέχρι την επόμενη διακοπή που θα συμβεί πολύ σύντομα και ξανά και ξανά η ίδια ακολουθία που σταματάει αναλόγως με την υπομονή καθενός. Φυσικά, αν επρόκειτο για αστεία ιστορία, το αστείο έχει πεθάνει ήδη από τη δεύτερη διακοπή. Μια πιθανή ολοκλήρωσή της δεν έχει πια να προσφέρει καμία εκτόνωση αφού η ιστορία λέγεται μόνο γιατί υπάρχει η ανάγκη υπεράσπισής της απέναντι σε όλα αυτά τα φινάλε που της προστέθηκαν χωρίς να της ανήκουν.
Μια τέτοια συνομιλία είναι εξαιρετικά επίπονη. Καμία στρατηγική αφήγησης δε φαίνεται να μπορεί να αποτρέψει τη διακοπή της. Είτε παρουσιάσεις την ιστορία βαρετή, είτε ενδιαφέρουσα, είτε μυστηριώδη, είτε οτιδήποτε, ο προφήτης αισθάνεται την ανάγκη να βρει το τέλος και το χειρότερο, να προλάβει να το πει σαν να θέλει να πάρει τα εύσημα: “μπράβο, αγάπη μου, το βρήκες”.
Συναντάται: συνήθως σε επαγγέλματα που έχουν να κάνουν με την προώθηση προϊόντων και η συνήθειά τους ίσως να έχει προκύψει από το δόγμα: “εγώ θα σου πω πως έχουν τα πράγματα”. Συμβουλή: φρόντισε να λες σύντομες ιστορίες αλλιώς θα εξαντληθείς αμέσως. Επίσης, μη τους λες 'έχασες' μόλις σε διακόψουν για να σου πουν ένα άσχετο τέλος της ιστορίας σου γιατί αισθάνονται την ανάγκη να ξαναπροσπαθήσουν στα πλαίσια της ίδιας διακοπής, ενώ αλλιώς απλά θα σε διακόψουν σε λίγο, όταν θα αισθάνονται ότι τώρα έχουν περισσότερα δεδομένα για να ξαμαντέψουν το τέλος.











Οι συνειρμιστές
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αυτοί που επίσης σε διακόπτουν αλλά για να πουν μια δική τους ιστορία που συνδέεται, τουλάχιστον στο δικό τους το μυαλό, με κάποιον τρόπο με κάτι που είπες. Στις περισσότερες περιπτώσεις αρκεί μία λέξη ή ένα επιμέρους νόημα το οποίο θα τους δημιουργήσει έναν συνειρμό τόσο ενδιαφέρον, για αυτούς πάντα, που θα θελήσουν να τον μοιραστούν μαζί σου. Στις καλύτερες περιπτώσεις θυμούνται ότι δεν έχεις ολοκληρώσει την ιστορία σου και σου ζητούν να το κάνεις. Αν ξαναπροσπαθήσεις, απλά θα δημιουργήσεις την προϋπόθεση για έναν νέο και ακόμα πιο ενδιαφέροντα συνειρμό από τη μεριά τους και άρα μία νέα ευκαιρία να σε διακόψουν. Οι ιστορίες με τις οποίες αντικαθιστούν τις δικές σου, συνήθως αφορούν την παιδική τους ηλικία, ή τα τραύματά τους, αλλά επίσης και κάτι ‘πολύ αστείο!’ που τους συνέβηκε και που εσύ ο ανυποψίαστος ενεργοποίησες με την αθώα λεξούλα σου.
Συναντάται: συνήθως σε ανθρώπους που δεν έχουν αδέρφια ή που τα αδέρφια του είναι πολύ πιο φλύαρα.
Συμβουλή: δεν υπάρχει σωτηρία αλλά μια στρατηγική είναι να μιλάς μαζί τους μόνο στο τηλέφωνο όπου έχεις τη δυνατότητα να κάνεις κάτι άλλο ταυτόχρονα. Μην κάνεις το λάθος να ρωτήσεις τι σχέση έχει αυτό με αυτό που έλεγες. Πάντα υπάρχει σχέση, έστω κι αν δεν την δεις ποτέ και στην προσπάθειά σου να καταλάβεις θα χάσεις την ευκαιρία σου να ολοκληρώσεις την ιστορία σου.

Οι σφαιρικοί
Και σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν άτομα που δεν αφήνουν να ολοκληρώσεις την ιστορία σου. Η διαφορά από τους προηγούμενους είναι ότι που αυτοί διακόπτουν για να σε ρωτήσουν λεπτομέρειες που τις περισσότερες φορές δεν προσθέτουν τίποτα στην πλοκή, τουλάχιστον όπως εσύ την είχες οργανωμένη. Για παράδειγμα, αν ξεκινήσεις μια ιστορία για κάποιον, τότε μόλις πεις το όνομά του σε ρωτάνε 'τι κάνει;', 'που τον πέτυχες;', 'τι φορούσε΄' και 'σε ρώτησε για μένα;', κτλ. Αν πάλι πεις μια ιστορία για κάτι που έγινε θα σε ρωτήσουν άμεσα 'που έγινε', ακόμα κι αν δεν έχει καμία σημασία.
Αν επιχειρήσω μια ερμηνεία θα έλεγα ότι φοβούνται ότι μια ιστορία που δεν περιέχει όλες τις λεπτομέρειες δεν αξίζει να λεχθεί. Με τις ερωτήσεις τους απαιτούν μια σφαιρική άποψη, έστω κι αν στην προσπάθειά τους αυτή θα χαθεί το ύφος και άρα το μισό νόημα. Επίσης έχουν την αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτό δείχνουν το τεράστιο ενδιαφέρον τους για αυτό που θα τους πεις, ότι κι αν είναι αυτό, καθώς και τη μεγάλη τους διάθεση για συμμετοχή.
Συναντάται: σε αστυνομικούς και σε κάθε άλλον με το ίδιο επίπεδο κοινωνικής συγκρότησης καθώς και σε όσους διαβάζουν free press για να ενημερωθούν.
Συμβουλή: Μην πάτε μαζί τους σινεμά και αν δεν μπορείτε να το αποφύγετε κεράστε τους σε μεγάλη ποσότητα κάτι για να μασουλάν – ο θόρυβος από το μασούλημα είναι πολύ λιγότερο σπαστικός από τις ερωτήσεις τους προς το σεναριογράφο τις οποίες όμως απευθύνουν σε σένα.

Οι αχαϊστές
Στην κατηγορία αυτή ανήκουν αυτοί που δε σε διακόπτουν και ακούν, ή μάλλον δείχνουν να ακούν, την ιστορία σου με μεγάλο ενδιαφέρον. Συχνά προσθέτουν διάφορα επιφωνήματα όπως αχά,...,αχά, ή 'άντε ρε!'. Μόλις τελειώσει σου λένε μια δική τους ιστορία, εντελώς άσχετη. Ακόμα κι αν τους ρωτήσεις για τη σχέση της μιας ιστορίας με την άλλη θα καταλάβεις ότι δεν το θεωρούν καν προϋπόθεση να συνδέονται αυτές οι ιστορίες, από τη στιγμή που η δική σου είχε άλλωστε τελειώσει. Λανθάνει μια έντονη πεποίθησή τους ότι ιστορία είναι κάτι που πρέπει να ειπωθεί για να σταματήσει να υπάρχει και κάτω από αυτή την προϋπόθεση κάθε ιστορία είναι ίδια.
Συναντάται: σε άτομα που συγκροτούν μια αχυρένια προσωπικότητα ανάλογα με την περίσταση. Δεν έχουν την ηθική, ή απλά την ευφυΐα να συνδυάσουν την ιστορία σου με μία δική τους από την γκάμα που διαθέτουν. Το πιο πιθανό είναι ότι βγαίνοντας από το σπίτι τους, μαζί με κάποια προσωπικά τους αντικείμενα, βουτάνε και κάποιες ιστορίες τις οποίες πρέπει να τις πούνε με όποια σειρά να' ναι γιατί αλλιώς θα αισθάνονται το βάρος να τις επιστρέψουν στο σπίτι.
Συμβουλή: μην παίξετε ποτέ μαζί τους στα χαρτιά “αγωνία”. Θα καταλάβουν πολύ γρήγορα ότι παίζει ένας κάθε φορά, αλλά μέχρι εκεί.

Οι δημιουργικοί
Όση ώρα μιλάς εσύ, οι δημιουργικοί κάνουν κάτι άλλο. Ζωγραφίζουν στη χαρτοπετσέτα ή την κάνουν κομμάτια, και μετά και το υπόλοιπο χάρτινο τραπεζομάντυλο, καθαρίζουν τα αφτιά τους, κάνουν σχέδια στη σαλάτα, ανακατέβουν το πιπέρι με το αλάτι και άλλα τέτοια. Μόλις σταματήσεις να μιλάς σταματούν κι εκείνοι και αρχίζουν μόλις ξαναξεκινήσεις. Δεν έχουν τίποτα να σου πουν και αν τους κάνεις κάποια έξυπνη ερώτηση θα καταλάβεις ότι δεν άκουσαν τίποτα απ' ότι έχεις πει. Αν αισθανθούν την ανάγκη να μιλήσουν θα που κάτι για το διπλανό τραπέζι ή θα επαναλάβουν την αγαπημένη τους φράση: 'τί άλλο;'
Συνηθίζεται: σε ανθρώπους που δουλεύουν με μουσική ή που δεν δουλεύουν.
Συμβουλή: όταν τους μιλάτε πιάστε τους τα χέρια και κοιτάξτε τους στα μάτια. Αν αυτό δεν γίνεται, μη τους μιλάτε.

Οι πνευματικοί
Οι πνευματικοί θα μπορούσες να μπερδευτείς και να νομίσεις ότι ακούνε, στην πραγματικότητα όμως είναι πιο κουφοί από οποιονδήποτε από τους παραπάνω. Τις περισσότερες φορές σε αφήνουν να ολοκληρώσεις, αλλά μόνο μία ιστορία. Τότε έρχεται ο δικός τους ρόλος, να ερμηνεύσουν ή/και να συμβουλέψουν. Οι περισσότερες ερμηνείες/συμβουλές είναι κοινότυπες και ανήκουν στα βασικά τους εργαλεία, δηλαδή χρησιμοποιούνται ίδιες για κάθε περίπτωση. Από αυτό βγαίνει άλλωστε και το συμπέρασμα ότι δεν ακούει η κυρία, κύριε. Συχνά οι ερμηνείες/συμβουλές είναι επικριτικές και σου δημιουργούν ενοχή για κάτι που είπες, στέφτηκες ή έκανες. Τότε αισθάνεσαι την ανάγκη να ξαναπείς την ιστορία λίγο αλλιώς αλλά σίγουρα πολύ πιο απολογητικά, για να αλλάξεις την εντύπωσή τους. Επίσης έχεις την ανάγκη να πεις και άλλες ιστορίες που θα δημιουργήσουν ένα άλλο πλαίσιο ερμηνείας. Είδες; έπεσες ήδη στην παγίδα τους. Αφού ξεπέρασες την απορία σου για την ξαφνική ερμηνεία/συμβουλή που σου ήρθε από το πουθενά, μετά άρχισες μόνος σου να αποζητάς μια άλλη, καλύτερη συμβουλή/ερμηνεία.
Συναντάται: σε γονείς, ή συγγενικά πρόσωπα και άτομα που εμπλέκονται σε new age καταστάσεις όπως yoga, feng sui, και γενικώς εναλλακτικό τρόπο ζωή ή απλά εναλλακτική μουσική.
Συμβουλή: Δεχθείτε τη συμβουλή, δεν έχετε άλλη επιλογή. Αν η συμβουλή εμπεριέχει τη χρήση κάποιου αντικειμένου, π.χ. ενός βοτάνου για να πιείτε ένα ρόφημα που ‘θα σας βοηθήσει πάρα πολύ’ ή μιας ρακέτας για να ξεκινήσετε τένις, μην πείτε ότι δεν το έχετε - θα προσφερθεί να σας το φέρει και θα έχει την ευκαιρία να σας επαναλάβει τις συμβουλές του πολλές ακόμα φορές.
Σημείωση: έχουν πάντα και σε περίσσια αυτό που θεωρούν ότι σας χρειάζεται.

Οι επικοινωνιακοί
Αυτοί όσοι μιλάτε όση ώρα μιλάτε τότε θυμούνται πόσο σημαντική είναι η επικοινωνία με...τους άλλους. Οπότε θυμούνται να τους πάρουν τηλέφωνο, να τους στείλουν μήνυμα ή ακόμα και να φύγουν για να τους συναντήσουν, σα δε ντρέπονται.
Συνηθίζεται: σε δικηγόρους και άλλους καλούς και δημοφιλείς ανθρώπους.
Συμβουλή: αν είστε μαζί τους και πρέπει να τους πείτε κάτι πολύ σημαντικό, πάρτε τους τηλέφωνο, έτσι τουλάχιστον θα το κρατήσετε απασχολημένο.

Οι δραματικοί
Τους συναντάς στο δρόμο και τους μιλάς και δεν κάνουν το κόπο να βγάλουν τα ακουστικά τους ή να χαμηλώσουν τη μουσική τους. Αν τους ρωτήσεις γιατί το κάνουν αυτό θα σου πετάξουν στα μούτρα ένα τεράστιο δράμα για τον άχαρο θόρυβο της πόλης που δεν αντέχεται πια ή ότι η δυνατή μουσική τους βοηθά να κάνουν λιγότερο μαύρες σκέψεις. Δεν είναι κουφοί αυτή τη στιγμή αλλά σε μια εικοσαετία, όπως δείχνουν έρευνες, θα γίνουν και θα κυκλοφορούν με ακουστικά...βαρηκοΐας.
Συναντάται: σε κακομαθημένα πλουσιόπαιδα η σε αντίστοιχα wanna be.
Συμβουλή: όταν θέλετε να τους μιλήσετε μπορείτε απλά να κουνήσετε τα χείλη σας, αυτοί θα καταλάβουν το ίδιο γιατί είναι εκπαιδευμένοι και εσείς θα εξοικονομήσετε ενέργεια που τη χρειάζεστε και εσείς και ο πλανήτης.

Οι κουφοί
Είναι οι πραγματικά κουφοί, οι οποίοι κάνουν τεράστιες προσπάθειες επικοινωνίας και έχουν απίστευτα αποτελέσματα. Ακούν πολύ περισσότερα από αυτά που λέτε.
Συμβουλή: μην τους κάνετε παρέα, θα απογοητευτείτε ακόμα περισσότερο από τους ακούοντες φίλους σας.

Με τα παραπάνω σε καμία περίπτωση δεν ρίχνω την ευθύνη της κακής επικοινωνίας μόνο στους ακούοντες. Και οι ομιλητές έχουν το μερίδιο της ευθύνης τους και μάλιστα θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι είναι η δική τους κακή συμπεριφορά που έχει εκπαιδεύσει τους ακροατές να μην ακούνε. Συχνά οι ομιλητές είναι φλύαροι, ενδιαφέρονται μόνο να πούνε τις ιστορίες τους και να μην ακούσουν τίποτα, λένε βαρετά πράγματα, δίχως καθόλου χιούμορ, φλυαρούν, οι ιστορίες τους είναι τόσο flat που ούτε ηλεκτροσόκ δεν τις ανανύβει, αποζητούν μια ερμηνεία ή μια συμβουλή και όταν την ακούσουν απογοητεύονται και αφού σας δείξουν πόσο τους απογοητεύσατε σας ζητούν μια άλλη, και, τέλος και το χειρότερο, δεν μπαίνουν στη διαδικασία να φτιάξουν μια ιστορία με τρόπο που να είναι έστω και λίγο ενδιαφέρουσα για τον ακροατή. Δεν μπαίνουν στη διαδικασίανα κρίνουν ποια ιστορία είναι πιο κατάλληλη και για ποιον ακροατή και φυσικά δεν προσπαθούν να εντάξουν τον ακροατή με έναν τρόπο που να αισθάνεται έστω και λίγο δημιουργικός σε αυτή τη φάση.
Τέλος, η αγαπημένη μου κατηγορία κουφών είναι οι
Οι ανεπίδεκτοι
Πρόκειται για περιπτώσεις όπου ζητάτε από κάποιον να κάνει κάτι. Αυτοί, ενώ το ακούνε, είναι σα να μην το άκουσαν. Ή δεν κάνουν τίποτα ή κάνουν επιδεικτικά το αντίθετο.
Συνηθίζεται: σε μαθητές των πρώτων θρανίων (είναι μύθος ότι οι μαθητές των τελευταίων θρανίων είναι ατίθασοι, αυτοί πραγματικά δεν ακούνε γιατί κάθονται πολύ μακριά και συνήθως δε χάνουν και τίποτα σπουδαίο)
Συμβουλή: κάντε ότι έκανε και ο Σπυριδάκης στη Γλυκιά Συμμορία μετά την αλησμόνητη ατάκα: "δεν ακούσει ρε μαλάκα είναι και κουφή" (4:00).

Wednesday, March 25, 2009

Νόμιζα πως δε θα έκανα ποτέ κάποιο ίσως τόσο βαρετό post όσο ένα post με στίχους, αλλά αφενός τα νομίσματα στην τράπεζα και αφετέρου τέτοια ώρα τέτοια λόγια.











Σε κάθε βήμα φαίνεται ανοίγονται δυο δρόμοι,
τον έναν δεν τον ξέρω, ο άλλος είναι της φωτιάς.
Κι άμα περάσεις από 'κει είναι σκληροί οι νόμοι,
μαζεύεις τα κομμάτια σου κι ύστερα προχωράς.
Μαζί σου δεν μπορούσα να κρατήσω πισινή,
καλούσα και το πείσμα και την τρέλα μου απ' τα βάθη.
Κι ισορροπούσα πάνω στο δικό σου το σχοινί,
ζητούσα το ρόδο, ζητούσα και τ' αγκάθι.

Θυμάμαι σ' αγαπούσα, τώρα πια δε νιώθω πώς,
κοντά σου ό,τι μ' έφερε αλλού τώρα με πάει.
Τα μαύρα σου τα μάτια γίναν μπλε και είναι αλλιώς,
αλλιώς το νιώθω μέσα μου αυτό που σπαρταράει.
Τώρα έχω στο δισάκι μου τεράστια περιουσία
και περπατώ ξοδεύοντας σε δύσκολη εποχή.
Στου κόσμου τα παράταιρα δε δίνω σημασία,
απ' την αγάπη πέθανα και να 'μαι ζωντανή.

Στο δρόμο της επιστροφής που μέτρησα από σένα
απ' τα σαράντα κύματα πέρασα για να 'ρθω.
Ο κύκλος που άνοιξε πλατιά, έκλεισε και για μένα
και τις καινούργιες θάλασσες μαθαίνω για να βγω.
Με μία τόσο ζόρικη και ωραία ιστορία
το ξέρω πως την πάθανε πολλοί κάποια φορά.
Γυρνώ, βλέπω τις στάχτες της, δεν έχει σημασία,
με τίποτα δε θ' άλλαζα μια τέτοια πυρκαγιά.

Για μένα ήσουν θανατηφόρος πυρετός
που μου 'δωσε όμως χάρη και μ' άφησε να ζήσω.
Και είδα πώς γίνεται απ' τα σκοτάδια φως,
σιγά-σιγά και εγώ ν' ανατέλλω μαζί του.

(Μελίνα Τανάγρη)

Sunday, March 22, 2009


Το παρόν κείμενο γράφτηκε στις αρχές του φθινοπώρου 2008 και θα αποτελούσε το εισαγωγικό κείμενο μιας έντυπης έκδοσης που θα περιλάμβανε κείμενα από αυτό το blog καθώς και άλλα κείμενά μου δημοσιευμένα ή μη. Η ιδέα αυτή αναβλήθηκε λόγω οικονομικής και συναισθηματικής κρίσης

Choose a username -
Ιστορία του ονόματός μου


Δεν μπορώ να θυμηθώ ποια ήταν η στιγμή που άκουσα για πρώτη φορά το όνομά μου, αλλά μπορώ με μεγάλη σιγουριά να πω ποιο ήταν αυτό: Αλέξανδρος. Α-λε-ξαν-δρος. Ολόκληρο. Αυτό το ολόκληρο ήταν που έκανε τη διαφορά και άρα τα πράγματα δύσκολα. Η μάνα μου βλέπετε ήταν κάπως πιο μοντέρνα από την εποχή της. Επέβαλε λοιπόν στην μικρή επαρχιακή πόλη στην οποία ζούσαμε να με φωνάζουν Αλέξανδρο. Ούτε Αλέκο, ούτε Αλέξη, αλλά… «Αλέξανδρο το λένε το παιδί». Σαν να ήξερε ότι σε λίγα χρόνια δε θα υπήρχε κανένα παιδί που να τον λένε Κώστα αλλά Κωνσταντίνο, ούτε Μένιο αλλά Μελπομένη, ούτε Τάσο αλλά Αναστάση, κοκ.

Εγώ μέχρι να πάω στο σχολείο δεν είχα κανένα πρόβλημα με το όνομά μου. Ήταν απλά το όνομά μου, δηλαδή ένα χαρακτηριστικό που με διαφοροποιούσε από τα άλλα άτομα που είχαν διαφορετικά ονόματα. Στο σχολείο όμως τόσο οι άλλοι μαθητές όσο και οι δάσκαλοι γρήγορα μου έδειξαν ότι το όνομά μου με διαφοροποιούσε κι από τα άλλα παιδιά που είχαν το ίδιο όνομα με το δικό μου και αυτό προκαλούσε μια αμηχανία τόσο σε μένα, όσο στους μικρούς αλλά και στους μεγάλους που ερχόταν σε επαφή μαζί μου. Έτσι, κάθε φορά που συστηνόμουνα ως Αλέξανδρος, εκείνοι θεωρούσαν σωστό να με διορθώσουν, αλλάζοντας το όνομά μου σε Αλέκο. Αλέκος βλέπετε ήταν το πιο συνηθισμένο όνομα που μπορούσε να προκύψει από το βαφτιστικό Αλέξανδρος. ‘Αλέκο’ λέγανε και άλλους συμμαθητές μου – Αλέξανδρο μόνο εμένα.

Στην αρχή αισθανόμουν άσχημα ακριβώς τη στιγμή που συνέβαινε η διόρθωση του ονόματός μου αλλά σύντομα αυτό το άσχημο συναίσθημα της ενοχής, της αμηχανίας και της ντροπής έκανε την εμφάνισή του πριν χρειαστεί καν να συστηθώ, αλλά ήδη από τη στιγμή που καταλάβαινα ότι πρόκειται να με ρωτήσουν ποιο είναι το όνομά μου και φανταζόμουνα τη φάτσα που θα έπαιρναν οι άνθρωποι στο άκουσμα της απάντησης. Πρόσφατα, πολύ μεγάλος δηλαδή, κατάλαβα ότι αυτό συνέβαινε γιατί το όνομά μου δήλωνε μια διαφορετικότητα. Και ότι η διαφορετικότητα θέλει ειδική διαχείριση. Και ότι αυτή η διαχείριση είναι δύσκολη. Και ότι συχνά συνοδεύεται από δυσάρεστα συναισθήματα. Και ότι το γεγονός ότι αισθανόμουν άσχημα πριν καν πω το όνομά μου ήταν επειδή η εξουσία του κυρίαρχου στο διαφορετικό είχε πια εσωτερικευτεί.


Η διαφορετικότητα είναι όμως μια αμφίδρομη σχέση – σχέση δύο κατευθύνσεων: το ότι εγώ είμαι διαφορετικός από εσένα σημαίνει αυτόματα ότι κι εσύ είσαι διαφορετικός από εμένα. Με το δεδομένο αυτό, δεν δικαιολογείται μια μονόδρομη άσκηση εξουσίας από κάποιον σε κάποιον άλλο. Με άλλα λόγια, δε φτάνει να είναι κάτι διαφορετικό για να του ασκηθεί εξουσία. Πρέπει πρώτα αυτή η διαφορετικότητα να επενδυθεί με ειδικά νοήματα και συνδηλώσεις που να την τοποθετούν σε συγκεκριμένη θέση στην ιεραρχία. Μπορεί το διαφορετικό να τοποθετηθεί υψηλότερα στη ιεραρχία και μπορεί και χαμηλότερα, εξαρτάται από την κουλτούρα, τις προθέσεις και πολλά άλλα πράγματα. Ας πάρουμε για παράδειγμα τα αυτιστικά παιδιά που επειδή ήταν διαφορετικά από την πλειοψηφία των παιδιών, για τους Ίνκας ήταν ιερά παιδιά που έχαιραν ειδικού σεβασμού και μεταχείρισης ενώ για του Έλληνες του 20ου αιώνα ήταν τα καθυστερημένα που πρέπει να τα κλείσουμε σε ψυχιατρικά ιδρύματα.

Η διαφορετικότητα από μόνη της λοιπόν δε σημαίνει τίποτα, αλλά σπάνια αυτή εμφανίζεται μόνη της χωρίς συνκείμενα και συνδηλώσεις που να δηλώνουν ότι κάποιος είναι ‘καλύτερος’ από τον άλλο, ή τουλάχιστον έτσι να νομίζει. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το όνομα Αλέξανδρος δεν ήταν μόνο διαφορετικό από το Αλέκος, αλλά σήμαινε ότι αυτός που το φέρει είναι φλώρος. Άκου Αλέξανδρος…Δηλαδή τι μας το παίζει, αριστοκράτης; Γιατί δε θέλει να τον λένε Αλέκο σαν όλους τους άλλους; Είναι πιο έξυπνος αυτός από τους άλλους; Είναι πιο μάγκας; Και ποιος είναι αυτός που θα μας βάλει να λέμε όλο αυτό το όνομα κάθε φορά που θέλουμε να τον φωνάξουμε; Έτσι είσαι; Κι αν σε φωνάξουμε Αλέκο δηλαδή τι θα κάνεις; Τσαμπουκά; Κι αν σε φωνάξουμε Αλεξίπτωτο;

Αν αδράξω της ευκαιρίας που μου δίνεται τώρα, έστω κι αργά, για να μιλήσω για τα πράγματα από τη δική μου σκοπιά, θα ήθελα να σας πω ρε παιδιά ότι, αλήθεια, εγώ δεν είχα καμία πρόθεση να υπονοήσω τίποτα από όλα αυτά. Πραγματικά. Δεν είμαι πολύ φλώρος αλλά ούτε θέλω τσαμπουκά. Να μωρέ, είναι απλά το όνομά μου. Ούτε καν το διάλεξα μόνος μου. Αν με ρωτήσετε μάλιστα, ούτε εμένα μου αρέσει. Δεν θα έλεγα σε κανένα να βγάλει το παιδί του Αλέξανδρο. Αλλά τώρα τι μπορούμε να κάνουμε; Επίσης, ήθελα να σας πω ότι το αλεξίπτωτο δεν είναι όνομα.

Μάλλον αντίστοιχες σκέψεις έκανα από τότε, ή μπορεί και να μην ήταν σκέψεις αλλά απλά ασυνείδητα αντανακλαστικά, γιατί θυμάμαι καλά να έχω τόσο κουραστεί μ’ αυτό το θέμα που στην πέμπτη δημοτικού έκανα την επανάστασή μου προς την κατεύθυνση της κανονικοποίησης και αποφάσισα να συστήνομαι ποια ως Αλέκος για να τελειώνουμε. Έτσι απλά θα γινόμουνα κι εγώ ‘παιδί της γειτονιάς’ και όχι ‘των σαλονιών’, θα ήμουν πιο μάτσο, ένα κανονικό παιδί σαν όλα τα άλλα, ένα παιδί που να μπορείς να εμπιστευτείς.
Αλλά δεν ήταν και τόσο εύκολο εν τέλει, όχι γιατί δεν το υιοθετούσε ο κόσμος, κάθε άλλο, όσο πιο κανονικό είναι κάτι τόσο πιο εύκολα αφομοιώσιμο, αλλά να μωρέ, αυτό το όνομα δεν επιτελούσε πάνω μου τη βασική λειτουργία που έχουν τα ονόματα: όταν ακούγονται να καταλαβαίνεις ότι αναφέρονται σε σένα και να γυρίζεις. Για μένα αυτό ήταν ένα ξένο όνομα. Ήταν σχεδόν σαν να με φωνάζουν Δημήτρη. Έτσι το ‘κοψαν κι αυτοί - το ‘κοψα κι εγώ.
Συνέχισα λοιπόν με το όνομά μου ολόκληρο μέχρι το τέλος του λυκείου. Δεν μπορώ να πω - έχει και τα θετικά του. Είναι ολόιδιο με το όνομα που γράφει η ταυτότητα και με το όνομα που λένε οι καθηγητές στο σχολείο και άρα με το όνομα που υιοθετούν οι νέοι συμμαθητές, οπότε δεν χρειάζεται να τους ζητάς να το αλλάξουν. Μου φαινόταν άλλωστε τεράστια μιζέρια για κάποιον να διορθώνει μόνος του το όνομά του. Να βγαίνουν οι συμμαθητές στο πρώτο διάλειμμα και να παίζεται ο διάλογος:
- Γειά σου Αλεξάνδρα.
- Βασικά Σάντυ με λένε!

Συνολικά πάντως θεωρώ τώρα πως το όνομά μου ήταν αρκετά αποδυναμωμένο σε κοινωνικό επίπεδο και αυτό είναι μάλλον φυσιολογικό αν σκεφτεί κανείς ότι ούτε καν εγώ δεν το υποστήριζα. Κάτι τέτοιο γινόταν ξεκάθαρο από το γεγονός ότι αυτή η λανθάνουσα κατάσταση ανάμεσα στο κανονικό και το διαφορετικό, που εγώ είχα μεν πάνω μου κάτι διαφορετικό αλλά που δεν το υποστήριζα αφού ήθελα να είναι κανονικό κτλ., είχε αφήσει δίπλα του πολύ χώρο για τη δημιουργία άλλων ονομάτων, δηλαδή παρατσούκλια. Έτσι, από πολύ νωρίς στη ζωή μου οι κοντινοί μου άνθρωποι με φώναζαν με διάφορα παρατσούκλια που εκείνοι έφτιαχναν ή που έπαιρναν έτοιμα από άλλους. Είχα, λοιπόν, πάντα παρατσούκλια, αμέτρητα παρατσούκλια. Παρατσούκλια όπως ‘χωριάτης’, ‘βλάχος’, ‘βοσκός’, ‘αυστριακός’, που αναφέρονται στη δυσμενή καταγωγή μου, άλλα όπως Ράινερ, που αναφέρονται στην αδυναμία μου να προφέρω το ‘ρο’ αλλά και με καμία απολύτως αναφορά όπως ας πούμε Θωμάς, Τάκης, Λάκης, που δεν είχα ιδέα πως είχαν προκύψει και ούτε γιατί λειτουργούσαν, αλλά λειτουργούσαν ίσως λόγω οικειότητας της φωνής που τα συνόδευε - δεν ξέρω.

Κάποια στιγμή, φοιτητής ήμουνα θυμάμαι, όταν μετά από μια μεγάλη περίοδο όπου το όνομά μου ήταν Έψας, από τις γνωστές πορτοκαλάδες, ή Γαλαγάλας από μια αστεία επωνυμία της περιοχής απ’ όπου κατάγομαι, κάποιος πάνω στη μαλακία με είπε Αλέξη. Και αφού γελάσαμε για κάνα δυο μέρες με αυτό και τις αναφορές του στο γνωστό κρυόκωλο άσμα του γνωστού Πασχάλη (όνομα κι αυτό!), το όνομά μου έγινε Άλεξ, κι έμεινε έτσι για πολλά χρόνια. Αυτό το όνομα με χαρακτήρισε στον πολιτικό μου χώρο και η υιοθέτησή του τοποθέτησε πιο επιτακτικά κάποια κριτήρια οικειότητας. Έτσι, όποιος με έλεγε Αλέξανδρο ανήκε στην οικογένεια, στο , στο γραφείο ή στους παλιούς γνωστούς και όποιος με έλεγε Άλεξ ανήκε στους φίλους και τους συντρόφους.

Και κάπου τότε, κάπως αργά είναι η αλήθεια, άρχισαν τα χρόνια της μεγάλης διαφοροποίησης. Αποφάσισα να μην προσπαθώ άλλο να είμαι κανονικός κανονικός και να γίνω αυτό που ήμουν από πάντα: κανονικός πούστης. Για να γίνει αυτό έπρεπε να κάνω μία στάση στο Άμστερνταμ, όπου το όνομά μου έγινε κάτι μη αναγνωρίσιμο ακόμα κι από μένα αλλά ευτυχώς ήταν μικρό – μικρό το όνομα, μικρό το κακό, όπως άλλωστε είχα μάθει από μικρός. Με την επιστροφή μου στη ελληνική μητρόπολη κινήθηκα σε μέρη που έβλεπα για πρώτη φορά. Σε υπόγεια μαγαζιά, στενούς δρόμους και σκοτεινά πάρκα, μέρη όπου το οπτικό πεδίο ήταν πολύ μικρό και συνεχώς μίκραινε καταλήγοντας συχνά να περιορίζεται σε μια μικρή περιοχή έντονης τριχοφυΐας. Στα μέρη αυτά έπρεπε συχνά να συστηθώ, έτσι, για να σπάσει ο πάγος. Το όνομά μου τις περισσότερες φορές ξεχνιόταν πολύ γρήγορα και για αυτό είχε άλλη λειτουργία από τη συνηθισμένη. Ένα όνομα έπρεπε απλά να είναι καβλωτικό, να μπορεί να αποτελέσει την απαρχή μιας φαντασίωσης. Με αυτή τη συνθήκη πειραματίστηκα αρκετά. Έμαθα πως περίπου είναι να σε λένε Νίκο, Αντρέα, Γετόν, Μάκη, Λεωνίδα, Αντρέ.

Εκείνοι καύλωναν κι εγώ είχα μια αίσθηση ότι με τον τρόπο αυτόν δεν θα "σπιλώσω" με τις πράξεις μου το δικό μου όνομα αλλά ένα άλλο όνομα, κι άρα ένα άλλο υποκείμενο. Έτσι είχα και την αίσθηση μιας μικρής άφεσης, ότι δεν τα κάνω εγώ όλα αυτά αλλά κάποιος άλλος. Ήταν τόσο απλό, σαν ένα μαγικό, που μπορεί να σε ξεγελάσει έστω και για λίγο. Θα μπορούσα να μην είμαι ο Αλέξανδρος ο γιος της μάνας μου, ο μαθητής του 16, ο αδερφός της Νάντιας, αλλά ένα απλό πουστράκι χωρίς ιστορία, ένας αλβανός ή ένας μάτσο γαμιάς.

Φυσικά το όνομα από μόνο του δε θα αρκούσε σε καμιά περίπτωση, αλλά ήταν μια καλή αρχή. Μάλιστα θυμάμαι μια φορά αποφάσισα να μιλήσω σε έναν υπέρκαυβλο σε ένα μπαρ και όντας άβγαλτος ξεκίνησα την κουβέντα λέγοντας: «Γεια, με λένε Αλέξη». Ο τύπος λοιπόν απευθείας μου απάντησε: «Δε παίζει φίλε» κι εγώ είπα «οκ!». Μετά όμως αισθανόμουν χάλια τόσο για τη χυλόπιτα όσο και για την απίστευτη κρυοκωλιά με την οποία πήγα να αρχίσω την κουβέντα και αποφάσισα ότι χειρότερα δεν μπορώ να τα κάνω οπότε ξαναπήγα και του λέω: «Γεια, με λένε Γιώργο, καλύτερο;». Αρχίσαμε να γελάμε και δε θα το πιστέψετε…γαμηθήκαμε!

Στις πιο κυριλέ αντίστοιχες καταστάσεις, λοιπόν, που το όνομά μου δεν ήθελα να ξεχαστεί τόσο εύκολα, είδα τον εαυτό μου να συστήνεται ως Αλέξης. Ήταν ένα άλλο όνομα, που το είχα επιλέξει εγώ, που ήταν κοντινό στο βαφτιστικό μου αλλά δεν έφερε το βάρος του παρελθόντος μου, ήταν πιο ανάλαφρο, πιο εύκολο να το πει κανείς και το πιο σημαντικό: ήταν για μένα καινούριο. Το γεγονός ότι ήταν ένα νέο, άλλο όνομα με βοηθούσε στη νέα περφόρμανς που ήθελα να δώσω ως η νέα περσόνα που ήθελα να κατασκευάσω. Ήταν σαν το όνομα που επιλέγει μια αρτίστα για να την υποστηρίξει στη παρουσία της στη σκηνή. Ήταν μια συνθήκη να χτίσω τον εαυτό μου σαν από την αρχή. Και ήταν ένα ακόμα διακριτικό για τις σχέσεις οικειότητας. Με τον τρόπο αυτό και για λίγο καιρό θα χωρίζονταν οι φίλοι και σύντροφοι από τους εραστές.


Κάποιες φορές σκέφτομαι πως με μια τέτοια ιστορία πίσω μου τοποθετούμαι κάπως πιο κοντά στο να καταλαβαίνω γιατί είναι τόσο δύσκολο αλλά και τόσο σημαντικό για την Γιώργο να την λέμε από δω και στο εξής Μαίρη, για τον Φιλαρέτη να τον λέμε μόνο Αχιλλέα. Καταλαβαίνω ακόμα γιατί στην ορθόδοξη εκκλησία που ο μοναχισμός είναι αναχωρητικός, όποιος δηλαδή φεύγει δεν ξαναγυρίζει στα κοσμικά, επιβάλει στον Προκόπη να μετονομαστεί σε αδελφό Θεόκλητο, με μια νέα τελετή βάπτισης. Και πιστέψτε με κάνω προσπάθεια να καταλάβω κι αυτούς της show biz που αλλάζουν ξαφνικά το όνομά τους γιατί ψωνίστηκαν διαφορετικά αλλά και για να βρω πως εγώ είμαι διαφορετικός από όσους το αλλάζουν γιατί απλά κάθεται καλύτερα στα εξώφυλλα των περιοδικών. Και σίγουρα καταλαβαίνω τη βία που ασκείται σε καθένα από αυτά τα άτομα όταν κάποιος άλλος αποφασίζει να προβεί στην απαραίτητη διόρθωση του ονόματος, γιατί την έχει δει όργανο της αστυνομίας του κανονικού.

Ότι ένα νέο όνομα μπορεί να αποτελέσει μια πρώτη συνθήκη δημιουργίας μιας νέας υποκειμενικότητας φυσικά δεν το ανακάλυψα εγώ. Όλο το δίκτυο των αγγελιών, από τις παραδοσιακές αγγελίες στις εφημερίδες μέχρι τις σύγχρονες μηχανές προξενιού (βλ gaydar, gayromeo, κτλ.) σε αυτό βασίζονται. Το username είναι μια κατάσταση που κανείς έχει τη δυνατότητα να επιλέξει το όνομα που θα τον εκπροσωπήσει σε μια φανταστική κοινότητα. Ξεκινώντας από αυτό ως το πρώτο στοιχείο που πρέπει να δηλώσει κανείς, χτίζεται ένα προφίλ μιας υποκειμενικότητας που δεν υπήρχε πριν – δεν έχει παρελθόν και η συνθήκη αυτή είναι που θα καθορίσει το παρόν και το μέλλον της. Από το όνομα που διαλέγει κανείς σε αυτή τη συνθήκη μπορείς να πάρεις μια ιδέα του ανθρώπου που κρύβεται από πίσω, ή τουλάχιστον της φαντασίωσής του. Σε κάποιες περιπτώσεις το όνομα θέλει να δώσει τη μέγιστη δυνατή πληροφορία μέσα σε σύντομο χώρο και έτσι προκύπτούν ονόματα όπως αυτό του Gym34top4real. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις στόχος είναι να θολώσουν τα νερά όπως στην περίπτωση του Eros407. Ο Panos7 θέλει μάλλον να πείσει ότι είναι το αγόρι της διπλανής πόρτας, μεσοτοιχία με τον Pano6 ενώ ο Psolaras σίγουρα δεν φαίνεται να αποζητά κουβέντα για την εμπορευματοποίηση της έκφρασης.

Είναι πάντως πολύ ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς τι όνομα επιλέγει κανείς για τον εαυτό του όταν έχει αυτή τη δυνατότητα. Τώρα μου ήρθε και η απίστευτη ιστορία μιας κυρίας που τα χρόνια της δικτατορίας κατέβηκε στην Αθήνα από το χωριό της κάπου στην ήπειρο με σκοπό να αλλάξει το επίθετό της. Βλέπετε, για κακή της τύχη είχε παντρευτεί τον κύριο Βλάχο και θεωρώντας τον εαυτό της άτυχο που υπέπεσε στη θέση να λέγετε κα. Βλάχου, κίνησε γη και ουρανό για να το αλλάξει και τα κατάφερε. Μπορείτε να καταλάβετε φαντάζομαι πόσο δύσκολο θα ήταν αυτό ειδικά μέσα στη δικτατορία. Όταν τη ρώτησαν πώς θέλει να είναι το καινούριο της όνομα εκείνη, με τα σωστά της, απάντησε ‘Βλαχομήτρου’. Έτσι κι έγινε.

Όσον αφορά έμενα και πάλι, τη στιγμή που σας γράφω είμαι ακόμα πολύ μπερδεμένος με την ποικιλία των ονομάτων που με χαρακτηρίζουν. Στη δουλειά μου και στους νέους μου γνωστούς συστήνομαι ακόμα ως Αλέξανδρος. Αυτό έχω μάθει να κάνω και σίγουρα μου είναι πολύ χαζό να συστηθώ με το παρατσούκλι μου, Άλεξ. Αυτό το αφήνω να το μάθουν όσοι πιστοί ανακαλύψουν την πηγή της οικειότητας μόνοι τους. Έχω δει πως αναφέρομαι στον εαυτό μου χρησιμοποιώντας και τα τρία μου ονόματα: Αλέξανδρος, Αλέξης και Άλεξ. Τώρα ποια δεν έχω ανάγκη να συστήνομαι στα κωλόμπαρα με το πούστικο όνομά μου (Αλέξης) αφού έχω βρει τη σύνδεση με το παρελθόν μου παραμένοντας το ίδιο άτομο. Έτσι μπορώ να με φανταστώ ως πούστη και Αλέξανδρο μαζί (sic?). Το όνομα αυτό έχει πια διασυρθεί από τους αμέτρητους Κωνσταντίνους, Κλεομένες, Θανάσηδες κτλ και δεν ακούγεται πια διαφορετικό αλλά μάλλον τρέντι κάτι που με κάνει και πάλι να αισθάνομαι ντροπή κι αμηχανία όταν το χρησιμοποιώ, αν και για άλλους λόγους απ’ ότι παλιά. Είναι όμως ακόμα το όνομά μου. Το όνομα της τρυφερότητας και της σκληράδας κι αυτό το κάνει πολύ πραγματικό. Από την άλλη έχω και το Αλέξης, το όνομα της νέας μου συγκρότησης που με έχει κάνει αναγνωρίσιμο, φίλο και γκόμενο.

Μετά από αυτή τη μακρά βιογραφία του ονόματός μου υπάρχουν στιγμές που αισθάνομαι κουρασμένος να αλλάζω, να μαθαίνω να αναγνωρίζω τον εαυτό μου σε τόσους διαφορετικούς ήχους και έχω μια διάθεση να φέρω κοντά τους συντρόφους με τους εραστές, τους συναδέλφους με τους φίλους σε μια συνθήκη που να μην μοιάζει με τον πύργο της Βαβέλ. Από την άλλη όμως μου έχει μείνει ακόμα και η συνήθεια του παράνομου, να ψάχνω νέα ονόματα, να κάνω νέα προφίλ, να απαντάω προβοκατόρικα στα blogs, να υπογράφω τα κείμενά μου με διαφορετικά ονόματα. Άλλωστε δεν μπορώ να επιλέξω ένα όνομα κι ούτε νομίζω ότι χρειάζεται. Αισθάνομαι ότι έχω καταφέρει να δημιουργήσω ένα φάσμα ονομάτων και μια συνθήκη που ο κάθε άνθρωπος που έρχεται κάποια στιγμή κοντά μου να μπορεί να επιλέξει αυτός τον τρόπο με τον οποίο θα με φωνάζει, ακόμα και να εισάγει ένα νέο παρατσούκλι για μένα, και αυτό μου αρέσει γιατί δίνει στις σχέσεις μου μια άλλη δυναμική (παιδί;).

Αν με ρωτήσετε τι θα ήθελα να είμαι θα σας απαντούσα θα ήθελα να είμαι απ΄ αυτούς που βγάζουν παρατσούκλια, γιατί αυτή την ικανότητα δεν την έχουν όλοι και δεν νομίζω ότι την έχω εγώ. Θα ήθελα όμως να μπορώ να ονομάζω ξανά τους ανθρώπους και τα ονόματα αυτά να υιοθετούνται από αυτούς κι από τους φίλους τους. Κι αν με ρωτήσετε που θα ήθελα να ζω θα σας απαντούσα σε ένα μέρος που θα είχαμε όλοι παρατσούκλια, που το όνομα της ταυτότητας δε θα σήμαινε απολύτως τίποτα για μας και για τις σχέσεις μας. Που δεν θα αρκούσε να σου πω εγώ πως με λένε για να μάθεις το όνομα μου αλλά που θα έπρεπε να μάθεις πως με λένε οι άλλοι. Κι αλήθεια δεν πιστεύω πως υπάρχουν κακά παρατσούκλια, μόνο αληθινά.


Till Better
(τα ονόματα και τα παρατσούκλια που αναφέρονται παραπάνω είναι ψεύτικα και ειδικά κατασκευασμένα για να υπηρετήσουν τις πραγματικές καταστάσεις στις οποίες αναφέρονται αλλά και το θέμα του κειμένου)

Sunday, January 18, 2009

1:26:54, μία κριτική για την αισθητική και την πολιτική

Πέρασε πολύς καιρός από το τελευταίο κείμενό μου, αλήθεια. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλά πράγματα για κάποια από τα οποία έγραψα κάτι ενώ για τα περισσότερα όχι. Είμαι από τους λίγους που γνωρίζω που δεν έγραψε τίποτα για την εξέγερση παρά κάποια μικρά, εργαλειακά, κείμενα. Ίσως γιατί ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω εκείνες τις μέρες πολύ περισσότερο να συγκροτήσω την εμπειρία μου σε γραπτές σκέψεις. Φαντάζομαι θα γίνει κι αυτό εν καιρώ.

Μια σκέψη που πέρασε εκείνες τις μέρες από το μυαλό μου αφορούσε όλα αυτά τα κείμενα, έντυπα, αφίσες που είχε ετοιμάσει διάφορος κόσμος και ομάδες στη δράση του και τα οποία τα έφαγε η μαρμάγκα γιατί δεν είχαν άμεση σχέση με την εξέγερση. Έτοιμη δουλειά να βγει και να προκαλέσει κουβέντες έμεινε τελικά σε μορφή αρχείου. Μη νομίζετε, αισθάνθηκα τα ρίγη της συντήρησης να διαπερνούν το σώμα μου μόλις έκανα αυτή τη σκέψη και μετά από αυτό έκανα ένα επείγον διάβημα στον γνωστικό μου μηχανισμό, που είναι εξειδικευμένος να φιλτράρει τις σκέψεις μου, κατηγορώντας τον ευθέως ως μη αρκετά εξεγερμένο.

Τις μέρες αυτές η εξέγερση έχει τελειώσει. Τελείωσε η φάση των πρώτων ημερών στην οποία μύριζε βενζίνη και δακρυγόνο, τελείωσε και η δεύτερη φάση που μύριζε τσιγάρο από συνελεύσεις, μελάνι, πέτρες και δακρυγόνο και μπήκε σε μια φάση που μυρίζει κάτι από παλιά αλλά και κάτι από μαιευτήριο. Οι εξεγέρσεις όμως δεν αρχίζουν έτσι εύκολα και ούτε έτσι τελειώνουν. Απλά η μυρωδιά τους δεν γίνεται αντιληπτή πια από χιλιόμετρα.

Θα ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμα άλλων που δειλά δειλά βγάζουν προς τα έξω τα πράγματα που είχαν ετοιμάσει πριν από καιρό. Στη δική μου περίπτωση ανεβάζω το κείμενο που ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά για αρχειακούς λόγους. Με άλλα λόγια, απλά για να υπάρχει κάπου. Αφορά μια πολιτική κριτική για μια ταινία που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό από μια ομαδοποίηση που έγινε για το σκοπό αυτό. Μετά την άρνηση του Black Out να το δημοσιεύσει, για λόγους που δεν μου γνωστοποιήθηκαν ποτέ, αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο blog μου, έστω κι αν έτσι θα ασχοληθεί μαζί του πολύ λιγότερος κόσμος από αυτόν που φαντάζομαι πως τον αφορά. Δημοσιεύεται όπως ακριβώς στάλθηκε στο Black Out.


1:26:54, μία κριτική για την αισθητική και την πολιτική


Ξεκινώντας μία κριτική για το κινηματογραφικό εγχείρημα 1:26:54 θα ξεκινήσω αντίστροφα από τη σειρά των λέξεων που το χαρακτηρίζουν: πρώτα θα πω λίγα λόγια για το εγχείρημα και μετά για την κινηματογραφική του αξία, έστω και αν, όπως θα δείτε στη συνέχεια, ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν έγινε αρχικά από μένα και σε ότι με αφορά δε ξέρω σε τελική ανάλυση και ποια αναγκαιότητα εξυπηρετεί.


Τέτοια εγχειρήματα, όπως η κινηματογραφική ταινία «1:26:54», αν δεν είναι μοναδικά, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένα στις πόλεις και στους χώρους μας. Αυτός βέβαια δεν είναι από μόνος του λόγος για να είναι και σημαντικά. Το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί για κάποιο καιρό, δεν γνωρίζω ακριβός πόσο αλλά φαντάζομαι για έναν τουλάχιστον μήνα όσον αφορά στα γυρίσματα και πολλούς ακόμα όσον αφορά το σύνολο της δουλειάς που απαιτεί μια ταινία, αυτά που συνέβησαν στον πυρήνα της δημιουργίας της ή γύρω από αυτόν, ήταν όλα σημαντικά. Πολλοί άνθρωποι κινητοποιήθηκαν, μετακινήθηκαν ακόμα και από τις πόλεις τους για λίγο ή για περισσότερο καιρό, σκέφτηκαν ιδέες, κουβάλησαν μηχανήματα, οργάνωσαν σκηνικά, κράτησαν κάμερες, διάβασαν λόγια, έγραψαν μουσική, τραγούδησαν, έπαιξαν, είδαν, μίλησαν στα πεζούλια για αυτό που είχαν κάνει και γι’ αυτό που έγινε, χόρεψαν, επαναοικειοποιήθηκαν τους δικούς τους χώρους (sic) (βλ. υφανέτ) και τους χώρους τους (βλέπε πλατείες και κινηματογραφικές αίθουσες), δήλωσαν την παρουσία τους στην πόλη και διεκδίκησαν κομμάτια της.


Μια τέτοια εμπειρία, μοιάζει σε μένα τόσο σημαντική, που σίγουρα αδικείται αν αφήνεται να περιγραφεί μόνο από το ελάχιστα δουλεμένο making off που συνοδεύει την ταινία. Ίσως αυτή η εμπειρία να βρει τον τρόπο και τον χώρο να επικοινωνηθεί στο μέλλον και να μπορέσει να αποτελέσει μια παρακαταθήκη για κάθε αναφορά και χρήση. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάει και η ίδια η ταινία, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μου ανάγνωση. Πρόκειται για μια ανάγνωση που την θέλει να τοποθετεί το ερώτημα αν η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία μπορεί να διαχωριστεί από τη διαδικασία, ως στάση, παραγωγής της. Μάλιστα, μπαίνει τόσο κεντρικά αυτό το ερώτημα, που είναι σαν να παίρνει και σαφή θέση ως προς το ‘δεν γίνεται’.


Με ποιον τρόπο το έκανε, ή προσπάθησε να το κάνει αυτό η ταινία; Κεντρικό της θέμα είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει για πολύ καιρό ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που συχνά αποκαλούμε ‘αναρχικού χώρου’, του κομματιού του τουλάχιστον που έβαλε το ζήτημα της έκφρασης και της σχέσης της με την αμιγώς πολιτική δραστηριότητα. Θέματα όπως το παραπάνω τοποθετήθηκαν στην καρδιά των προβληματισμών του αναρχικού κινήματος ειδικά μέσα στο 90’, επηρεάζοντας τους τρόπους και τα είδη των πολιτικών εγχειρημάτων τουλάχιστον στις δύο μεγάλες πόλεις. Ο βασικός προβληματισμός όπως αναπτύχθηκε από τις διάφορες σχετικές ομάδες κινούνταν γύρω από την έννοια και τη χρήση του εμπορεύματος, τη σχέση που αυτό έχει με τη παραγωγή και διαχείριση ιδεών, και ειδικότερα τη σχέση του με την καλλιτεχνική (έστω και αν δεν το λένε έτσι για να διαχωριστούν από την επίσημη χρήση του όρου) έκφραση και δημιουργία.


Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, συμπαθούντες της αντιεμπορευματικής λογικής, ή καλύτερα ηθικής, αποφασίσανε να τοποθετήσουν στους εαυτούς τους και στους χώρους τους ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα από αυτά που είχαν δουλέψει το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Το ερώτημα ήταν: μπορεί να υπάρξει συλλογική δημιουργία με τη χρήση εκφραστικών μέσων που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν αυστηρά για την ατομική έκφραση, όπως ο κινηματογράφος; Είναι δυνατόν να ανατραπεί η ιεραρχημένη δομή των κινηματογραφικών ομάδων (ή μήπως απλά συνεργείων;) που έχει τοποθετημένο στην υψηλότερη θέση τον σκηνοθέτη σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή της ιδέας, του ύφους, των χώρων, των ρυθμών και γενικώς όλων αυτών των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν μια πλήρη κινηματογραφική ταινία;


Η προηγούμενη εμπειρία είχε δείξει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στα μουσικά σχήματα, τουλάχιστον σε κάποια συγκεκριμένα είδη μουσικής, όπως η ροκ, η ρεμπέτικη, η παραδοσιακή, και κάποια ηλεκτρονική. Ανάλογες προσπάθειες στο συγκεκριμένο χώρο είχαν γίνει και όσον αφορά τη θεατρική δημιουργία, συχνά με επιτυχία, αλλά συχνότερα όχι (μια άλλη, μεγάλη, κουβέντα). Από την άποψη και μόνο της σπουδής που έγινε στο παραπάνω ερώτημα, η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη δημιουργία του εν λόγω εγχειρήματος, θα ήταν από χρήσιμη έως εξαιρετικά πολύτιμη από την αμιγώς πολιτική της πλευρά.


Από τη δική μου εμπειρία στα συλλογικά πράγματα γνωρίζω τη δυσκολία, το χρόνο, την υπομονή και το πρήξιμο που ενέχουν οι συλλογικές διαδικασίες, πολύ περισσότερο δε όταν προσπαθούν να βγάλουν ένα κοινό αποτέλεσμα έκφρασης (βλ. κείμενο, αφίσα, κτλ) που να εκφρά

ζει τουλάχιστον όλους/ες. Έτσι, ο καλύτερος, από την άποψη της αυξημένης του λειτουργικής δυνατότητας, τρόπος οργάνωσης που μπορώ να φανταστώ για το εν λόγω εγχείρημα θα ήταν ότι μάλλον θα κινήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός ατόμων που στήριξαν συλλογικά την ιδέα κάποιου, ή μιας πολύ μικρής ομάδας που έφερε το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργικής δραστηριότητας, όπως η ιδέα, το κείμενο, η σκηνοθετική ματιά, το ύφος του μοντάζ κτλ. Αυτό θα αποτελούσε και ένα εξαιρετικά αισιόδοξο μοντέλο μιας και θα φανταζόμουν ότι ο ίδιος μηχανισμός, πιο έμπειρος πια, θα μπορούσε να ξανά ενεργοποιηθεί για την υλοποίηση της ιδέας κάποιου άλλου αυτή τη φορά. Ελπίζοντας σε αυτό, θα περιμένω.


Όποιοι κι αν ήταν οι στόχοι λοιπόν, στην πράξη ποιες ήταν οι δυσκολίες που προέκυψαν; Πως αντιμετωπίστηκαν; Πως έγινε αλήθεια; Υπήρχαν ρόλοι που άλλαζαν; Υπήρχαν σταθεροί ρόλοι; Δεν υπήρχαν καθόλου ρόλοι; Δυστυχώς στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να εκμαιευτούν απαντήσεις από τις λιγοστές λεζάντες που προλογίζουν και κλείνουν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, την ταινία, απλά χαρακτηρίζοντάς το ‘μια συλλογική δημιουργία’. Ίσως αυτή η εμπειρία να κατάφερε να φτάσει στους γύρω από τη δημιουργική ομάδα, αλλά σε μένα δεν έφτασε (ακόμα;) και θα συνεχίσω να μιλάω για μένα.

Με αυτά τα λίγα λόγια για το εγχείρημα, είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε μια πιο επικεντρωμένη κριτική της ίδιας της ταινίας, και θα το κάνω χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούσα αν είχα απέναντί μου οποιαδήποτε ταινία. Με τον τρόπο αυτό είναι για μένα περισσότερο από ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα των πράξεων κρίνονται και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλα του είδους τους. Έτσι, την ταινία θα την συγκρίνω με όλες τις άλλες ταινίες, όπως άλλωστε συγκρίνω τη μουσική μιας αναρχικής μπάντας με τις άλλες μπάντες που κάνουν μουσική, άρα με όρους καλής ή κακής μουσικής, όπως άλλωστε φαντάζομαι ότι θα κάνει κανείς με το κείμενό μου, που θα το κρίνει με βάση τα κριτήρια συγγραφής κειμένων που είναι γενικώς αποδεκτά, και θα το συγκρίνει με όλα τα κείμενα που έχει διαβάσει έστω κι αν θα το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Και για μένα αυτό που θα κάνω είναι προς τιμή της ταινίας, όπως η σύγκριση του κειμένου μου με τα άλλα κείμενα, είναι κάτι που μόνο τιμητικά μπορώ να το εκλάβω. Και στην απάντηση ότι για να κρίνω την μουσική μιας μπάντας πρέπει να συνεκτιμήσω την αξία του συνολικού εγχειρήματος που την παρήγαγε, απαντώ ότι αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς και σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε δημιουργία είναι αποτέλεσμα διαδικασίας κάποιου εγχειρήματος. Έτσι, μια ταινία του Hollywood είναι και αυτή το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως: είναι συλλογικό (μάλιστα σε υπερμεγέθη επίπεδα), ιεραρχημένο, εμπορευματοποιημένο, κτλ, κτλ. και όλα αυτά πάντοτε συνεκτιμώνται για τη τελική αξιολόγησή της. Και αν κάποια μου πει ότι μία ταινία του Hollywood δεν είναι δημιουργία αλλά παραγωγή, θα αποφύγω την ατέρμονη αναζήτηση των κατάλληλων ορισμών, θα ξεροβήξω και θα ελιχθώ αναφερόμενος σε πολλαπλές άλλες κινηματογραφικές δημιουργίες, και όχι παραγωγές, που κατακλύζουν ας πούμε το internet - πορνογραφικού ή μη περιεχομένου.


Οπότε, είμαι έτοιμος να περάσω στην κριτική επί της αισθητικής της ταινίας, διαχωρίζοντάς την προς στιγμήν από τη διαδικασία που την παρήγαγε, για την οποία μάλιστα μίλησα ξεχωριστά παραπάνω, ενώ η ίδια η ταινία έγινε για να με πείσει ότι αυτό που πάω να κάνω δεν γίνεται. Άρα, το πρώτο πράγμα που μπορώ σίγουρα να πω είναι ότι αν πράγματι αυτό ήθελε να πει η ταινία τότε εμένα τουλάχιστον δεν με έπεισε. Δεν θα μπορούσα παρόλα αυτά να μην αναφερθώ με μεγάλο σεβασμό στην εξαιρετική ιδέα, να χτιστεί μία ταινία με αυτό το θέμα, αντιστρέφοντας την αρχική συνθήκη από την οποία προέκυψε και για την οποία θέλει να μιλήσει. Αυτό το τελευταίο θα προσπαθήσω να το κάνω πιο ξεκάθαρο.


Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας φέρεται να υποστηρίζει με σθένος ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κριτική επί της αισθητικής της ταινίας της Leni Riefenstahl «ο Θρίαμβος της Θέλησης», χωρίς να συνεκτιμάται ο τρόπος παραγωγής της, δηλαδή η πολιτική της στάση που ορίζει άλλωστε και τη διαδικασία παραγωγής της πέραν από το αισθητικό της αποτέλεσμα. Δέχεται επίσης ότι ακόμα και αν θα μπορούσε να γίνει κριτική επί της αισθητικής και μόνο, θα έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα ότι όταν η διαδικασία είναι πολιτικά απαράδεκτη αυτό γίνεται εμφανές και στην ίδια την αισθητική, και μάλιστα μπορεί να αποκαλυφθεί με όρους καθαρά αισθητικούς – ή μάλλον τεχνικούς μιας και στην ταινία ο ήρωας κινείται με το αξίωμα ότι αν βρεθεί ένα τουλάχιστον τεχνικό λάθος στην ταινία, αυτό θα σημάνει την αισθητική της έκπτωση κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά. Ο συλλογικός λοιπόν δημιουργός της εν λόγω ταινίας φαίνεται να κάνει την εξής αντιστροφή: εγώ, φαίνεται να λέει, σε αντίθεση με τη Riefenstahl, θα τηρήσω απόλυτα τις πολιτικές αρχές και τη διαδικασία παραγωγής της ταινίας μου (συλλογική, μη-ιεραρχημένη, αυτό-οργανωμένη, αντι-εμπορευματική, κτλ), και με αυτό θα ξεκινήσω για να μιλήσω για κάτι (ας αφήσουμε προς το παρόν το για ποιο πράγμα ακριβώς θα μιλήσει). Σύμφωνα με το παραπάνω αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται από τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, αφού κρατήθηκαν στο ακέραιο οι πολιτικές αρχές, το αισθητικό αποτέλεσμά της θα είναι εξ’ ορισμού καλό ή υπέρ άνω κριτικής. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα του παραπάνω συλλογισμού, η παρουσία και μόνο αυτής της κριτικής, έρχεται να καταργήσει τις προβλέψεις του συλλογικού δημιουργού της μιας και σύμφωνα με την κριτική που θα ακολουθήσει, η ταινία σαν ταινία είχε αρκετά προβλήματα.


Με όρους καθαρά αισθητικούς ένα από τα βασικότερα προβλήματά της ήταν τα αφηγηματικά της μέσα που ήταν από ελλιπή έως παντελώς απόντα. Ο συλλογικός δημιουργός δεν φαίνεται να απασχολήθηκε καθόλου με τη δραματουργική επεξεργασία του θέματος της ταινίας καταλήγοντας να προτείνει έναν εξαιρετικά πρόχειρο, και αφελή με κινηματογραφικούς όρους, τρόπο με τον οποίο να εξελίσσεται η αφήγηση. Ως βασικό αφηγηματικό μέσο επιλέχθηκε να είναι οι διάλογοι των ηθοποιών και οι μονόλογοι του κεντρικού ήρωα, αλλά τόσο οι κλειστοφοβικές συνεστιάσεις των ηρώων σε κοντινά πλάνα όσο και οι πολύ συχνές βαρύγδουπες ατάκες που συνοδευόντουσαν μέχρι και από βιβλιογραφικές αναφορές έκαναν ακόμα και αυτούς τους διάλογους να θυμίζουν ψευτοκουλτουριάρικη ταινία παλιού ‘νέου ελληνικού κινηματογράφου’. Μοιάζει μάλιστα σε πολλά σημεία περισσότερο με εικονογραφημένο πολιτικό κείμενο με τον ίδιο τρόπο που τα τραγούδια από διάφορες αναρχικές μπάντες μοιάζουν με μελοποιημένες προκηρύξεις, αφού στις περιπτώσεις αυτές κανείς δεν ασχολήθηκε με τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεων αλλά τις διάλεξαν μόνο για το νόημά τους.


Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι η διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου μέσα από τον ρυθμό που δίνει στην ταινία, ένα ζήτημα που αποτελεί άλλωστε και τον βασικό γρίφο για κάθε κινηματογραφιστή. Το φάσμα ταχυτήτων και ρυθμών που κινήθηκε από ακαδημαϊκούς διάλογους και αναλύσεις σε σαλονάτα αμφιθέατρα και καφέ παρουσιασμένα σε ρεαλιστικό χρόνο, μέχρι βιντεοκλιπίστικες στακάτο ψυχωσικές περιπλανήσεις στην πόλη, και από επικές επικλήσεις urban ψευτοεφέ μέχρι slow motion ποιητικά ματαιόδοξες εικονοπλασίες άκρατου ουμανισμού, είχε σαν αποτέλεσμα επικριτικά κουρασμένα ματοτσίνορα και συχνές επιθέσεις αμφιθυμίας.


Πολύ ενδιαφέρον θα είχε επίσης να δούμε ότι έστω κι αν η ταινία υιοθέτησε μία τελείως διαφορετική διαδικασία παραγωγής της (φυσικά) παρόλα αυτά μίλησε περίπου για το ίδιο θέμα. Αυτό επίσης θα πρέπει να το κάνω πιο ξεκάθαρο. Η Leni Reinfenstahl έκανε τον Θρίαμβο της Θέλησης μετά από μια παραγγελία από τον ίδιο τον Hitler για να αποτελέσει προπαγανδιστικό υλικό για τον Ναζισμό. Στόχος της ήταν η κινηματογραφική αναπαράσταση του ναζιστικού φαντασιακού, για να μπορέσει έτσι να ‘ταυτιστεί’ μαζί του το κάθε υποκείμενο. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε ήδη υπάρχουσες ή εφηύρε νέες τεχνικές με στόχο να παρουσιάσει τους γερμανούς νεολαίους ως αρίους – μία φυλή, ένα έθνος, ένας ηγέτης, κοκ. Τόσο επειδή τα κορμιά που επιλέχθηκαν ήταν τα καλύτερα αθλητικά κορμιά όσο και επειδή τραβήχτηκαν από ειδικά μελετημένες γωνίες, φωτίστηκαν με ειδικό τρόπο, συνοδεύτηκαν από κατάλληλη μουσική και άλλα τέτοια κινηματογραφικά κόλπα, τα κορμιά που δείχθηκαν τελικά στις μεγάλες οθόνες ήταν υπερβατικά και, φυσικά, απείχαν πολύ από το κορμί όχι μόνο του Hitler και του Gebels, αλλά από το κορμί της οποιασδήποτε γερμανίδας. Η απόσταση όμως αυτή είναι που δημιουργεί το φαντασιακή ταύτιση και επειδή η Riefenstahl κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλα τα τεχνικά μέσα που διέθετε για να υπηρετήσει το σκοπό της, γι’ αυτό και η ταινία της θεωρείται από πολλούς αριστούργημα. Σε ότι με αφορά λοιπόν, και για να τοποθετηθώ επιτέλους ως προς το εάν γίνεται να διαχωρίσουμε σε μια κουβέντα το πολιτικό από το αισθητικό θα έλεγα ότι σίγουρα εξαρτάται από την κουβέντα, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Riefenstahl έφτιαξε μια εξαιρετική, φασιστική, ταινία με φασιστική αισθητική και μέσα. Έτσι ακόμα κι αν το διαχωρίσεις καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα.


Αλλά και ο συλλογικός δημιουργός της ταινίας 1:26:54 θέλησε με τον τρόπο του να εκφράσει το συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που εκφράζει. Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα θέλησε να παρουσιάσει το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο και να προσωποποιήσει/εικονοποιήσει τη θέση/στάση του πολιτικού κινήματος. Βάζει τον ήρωά του να δίνει μία μάχη για το νόημα και την αξία της ίδιας της πολιτικής, μία μάχη δύσκολη, επικίνδυνη, προσωπική άρα ολοκληρωτική και συχνά, έως πολύ συχνά, μοναχική. Ο λόγος του κεντρικού ήρωα, όπως άλλωστε κάθε πολιτικός λόγος στην εποχή μας, μοιάζει ξένος, ακαταλαβίστικος, επιθετικός, μη-κανονικός και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί γύρω του έναν τοίχο από άμυνες επιτιθέμενων αντίλογων, λόγων που θέλουν την ησυχία τους ή τη διατήρηση της εξουσίας τους και γι’ αυτό τον απομονώνουν, τον επικρίνουν, τον χαρακτηρίζουν μη-κανονικό, τρελό και τέλος τον καταστέλλουν. Είναι μία μάχη που φυσικά και θα χαθεί, για να ταυτιστεί έτσι μαζί του το κάθε επαναστατικό υποκείμενο στην παρούσα πολιτική συγκυρία.


Μάλιστα και στη συγκεκριμένη ταινία ο φασισμός αποτέλεσε ένα κεντρικό σημείο για πολιτικό σχολιασμό και αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία αλλά εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής σκηνής που συγκροτείται γύρω από τα ζητήματα του (αντι-)φασισμού. Απαντάται με τον τρόπο αυτό το ερώτημα του γιατί σε ένα σκηνοθετικό ντεπούτο επιλέγεται από μια συλλογικότητα να ασχοληθεί εν έτη 2007 στη Θεσσαλονίκη με τον φασισμό, το ναζισμό και τις αναπαραστάσεις του και να το κάνει βασική του θεματική. Η εμμονή του κεντρικού ήρωα με την ταινία της Leni Riefenstahl φέρνει τον κεντρικό ήρωα στην θέση να βιώνει μια ψυχωσική καθημερινότητα στην πόλη του που την αντιλαμβάνεται σαν το Βερολίνο τη δεκαετία του 30’. Στο σημείο αυτό ο συλλογικός δημιουργός αρπάζει την ευκαιρία να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατανοεί και χρησιμοποιεί την έννοια του φασισμού. Έναν τρόπο που σίγουρα τον συμμερίζεται ένα τουλάχιστον μέρος του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού φάσματος στον καθημερινό του λόγο.


Σε ότι με αφορά, θεωρώ αυτή την προσέγγιση της έννοιας του φασισμού να έχει έντονα λαϊκές (folk) αναφορές. Έστω κι αν μπορώ να δεχτώ την ένα προς ένα αντιστοιχία ανάμεσα στις ναζιστικές παρελάσεις με τις αντίστοιχες μαθητικές που βλέπουμε σε κάθε εθνική επέτειο, μου είναι δύσκολο να δω τη σχέση της παρακολούθησης με κάμερες (βλ. περίπτερο), τη χρήση των λαβάρων, των μνημείων ή την εξουσία μιας κυρίαρχης δομής (βλ. ψυχιατρική) με τον φασισμό (ή ναζισμό αν θέλετε, αυτό άλλωστε είναι η μικρότερη σύγχυση). Δυστυχώς, η προσέγγιση της συγκεκριμένης ταινίας δεν βοήθησε καθόλου στο να ξεχωρίσουμε κάποια βασικά πράγματα που συχνά παρουσιάζονται μέσα σε μια εννοιολογική σούπα. Μια σούπα που επιτρέπει τη χρήση του χαρακτηρισμού ομπρέλα «φασισμός» σε καταστάσεις όπως αυτή της επιτήρησης του big brother και της ιατρικής εξουσίας, ή για συμπεριφορές βίαιες, ρατσιστικές ή μιλιταριστικές, όπως αυτές ενός αυταρχικού καθηγητή στο σχολείο, ενός μπάτσου ή ενός φαλλοκράτη. Ένας διαχωρισμός που θα τοποθετούσε τις έννοιες στην ιστορική και πολιτική τους θέση θα ήταν κάποια στιγμή τουλάχιστον απαραίτητος για να αποκτήσουν άλλωστε και την πραγματική πολιτική τους αξία και να μπορούν έτσι να αποτελούν ουσιαστική αναφορά και να μην χάνονται μέσα στη σούπα. Η ταινία δυστυχώς δεν βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση.


Επίσης προβληματικό θεωρώ τον τρόπο με τον οποίο απεικόνισε ο συλλογικός δημιουργός την ίδια την έννοια της εξουσίας που όμως σίγουρα ανταποκρίνεται με μεγάλη πιστότητα στα άδηλα μοντέλα που έχει για αυτή ένα κομμάτι του πολιτικού χώρου με τον οποίο συνομιλεί. Αυτή παρουσιάστηκε ως μία οργανωμένη συνομωσία ανθρώπων, με συγκεκριμένο σχέδιο και με βασικό στόχο την καταστολή του (αναρχικού) πολιτικού λόγου (αυτού που φέρει ο κεντρικός ήρωας) που εμφανίζεται να έχει φτάσει πολύ κοντά στο να την ξεσκεπάσει και έτσι, απλά, να την αποτινάξει. Προσωπικά ανήκω στο άλλο κομμάτι του χώρου που διαθέτει μια μάλλον πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη για την εξουσία, και στο οποίο η παραπάνω εικόνα εμφανίζεται αρκετά απλοϊκή. Η συγκεκριμένη στάση δηλώνει κατά την άποψή μου περιορισμένη ενασχόλησή του συλλογικού δημιουργού με τα πολιτικά νοήματα της ταινίας και την δραματουργική επεξεργασίας τους.


Σε ότι λοιπόν με αφορά, και αυτό είναι μια συνολική κριτική στην ταινία, θεωρώ ότι ο συλλογικός δημιουργός έπεσε στην ίδια παγίδα που είχε στήσει για την Leni Riefenstahl. Επέλεξε να παρουσιάσει αισθητικά επιμελημένες εικόνες, χρησιμοποιώντας τα περιορισμένα μέσα που θα μπορούσε να έχει μια ανάλογη παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση, εις βάρους των πολιτικών νοημάτων με τα οποία ασχολήθηκε και τα οποία παρουσίασε ανεπαρκώς επεξεργασμένα. Προσπάθησε σε μία μικρού μήκους ταινία να προσφέρει άλλη μία μεγάλη αφήγηση δίνοντας βιαστικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που συχνά κακοδιατυπώνονται κάπως έτσι: «ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός;», «ποια η μίζερη και ποια η γλεντζού;», «ποια η άρρωστη και ποια η υγιής;», «ποιος ο επαναστάτης και ποιος ο προσκυνημένος;». Τέλος, ο τρόπος χρήσης των μέσων και οι εικόνες που προέκυψαν δεν φάνηκαν να υπηρετούν τους σκοπούς της ταινίας και για το λόγο αυτό φαίνονται αρκετά ασύνδετες και ξεκρέμαστες τόσο αισθητικά όσο και εννοιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, για τη συγκεκριμένη ταινία είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τον τρόπο παραγωγής της από το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψή μου που εξέφρασα παραπάνω, και να τα εξετάσουμε διαφορετικά.


Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η ταινία 1:26:54 είναι ένα εγχείρημα που τα κατάφερε να είναι ταινία, αποδεικνύοντας ότι αυτό το πράγμα γίνεται. Γίνεται να βρεθούν τα χρήματα, ο χρόνος, οι διαθέσεις, οι άνθρωποι και οι διαδικασίες που απαιτούνται για να γίνει κάτι που να μπορεί να λέγεται ταινία. Από κει και πέρα, μια κριτική όπως η παραπάνω, προσφέρει μία ανάγνωση της ταινίας που στόχο έχει να συνεχίσει την κουβέντα που τέτοια εγχειρήματα ανοίγουν. Μπορείτε να τη δείτε αφού διατίθεται, χωρίς αντίτιμο, από την ιστοσελίδα http://www.disobey.net/01.26.54

Ένας κριντής



Πέρασε πολύς καιρός από το τελευταίο κείμενό μου, αλήθεια. Στο διάστημα αυτό έγιναν πολλά πράγματα για κάποια από τα οποία έγραψα κάτι ενώ για τα περισσότερα όχι. Είμαι από τους λίγους που γνωρίζω που δεν έγραψε τίποτα για την εξέγερση παρά κάποια μικρά, εργαλειακά, κείμενα. Ίσως γιατί ακόμα δεν μπορώ να κατανοήσω εκείνες τις μέρες πολύ περισσότερο να συγκροτήσω την εμπειρία μου σε γραπτές σκέψεις. Φαντάζομαι θα γίνει κι αυτό εν καιρώ.
Μια σκέψη που πέρασε εκείνες τις μέρες από το μυαλό μου αφορούσε όλα αυτά τα κείμενα, έντυπα, αφίσες που είχε ετοιμάσει διάφορος κόσμος και ομάδες στη δράση του και τα οποία τα έφαγε η μαρμάγκα γιατί δεν είχαν άμεση σχέση με την εξέγερση. Έτοιμη δουλειά να βγει και να προκαλέσει κουβέντες έμεινε τελικά σε μορφή αρχείου. Μη νομίζετε, αισθάνθηκα τα ρίγη της συντήρησης να διαπερνούν το σώμα μου μόλις έκανα αυτή τη σκέψη και μετά από αυτό έκανα ένα επείγον διάβημα στον γνωστικό μου μηχανισμό, που είναι εξειδικευμένος να φιλτράρει τις σκέψεις μου, κατηγορώντας τον ευθέως ως μη αρκετά εξεγερμένο.
Τις μέρες αυτές η εξέγερση έχει τελειώσει. Τελείωσε η φάση των πρώτων ημερών στην οποία μύριζε βενζίνη και δακρυγόνο, τελείωσε και η δεύτερη φάση που μύριζε τσιγάρο από συνελεύσεις, μελάνι, πέτρες και δακρυγόνο και μπήκε σε μια φάση που μυρίζει κάτι από παλιά αλλά και κάτι από μαιευτήριο. Οι εξεγέρσεις όμως δεν αρχίζουν έτσι εύκολα και ούτε έτσι τελειώνουν. Απλά η μυρωδιά τους δεν γίνεται αντιληπτή πια από χιλιόμετρα.
Θα ακολουθήσω κι εγώ το παράδειγμα άλλων που δειλά δειλά βγάζουν προς τα έξω τα πράγματα που είχαν ετοιμάσει πριν από καιρό. Στη δική μου περίπτωση ανεβάζω το κείμενο που ακολουθεί σχεδόν αποκλειστικά για αρχειακούς λόγους. Με άλλα λόγια, απλά για να υπάρχει κάπου. Αφορά μια πολιτική κριτική για μια ταινία που γυρίστηκε στη Θεσσαλονίκη πριν λίγο καιρό από μια ομαδοποίηση που έγινε για το σκοπό αυτό. Μετά την άρνηση του Black Out να το δημοσιεύσει, για λόγους που δεν μου γνωστοποιήθηκαν ποτέ, αποφάσισα να το δημοσιεύσω στο blog μου, έστω κι αν έτσι θα ασχοληθεί μαζί του πολύ λιγότερος κόσμος από αυτόν που φαντάζομαι πως τον αφορά. Δημοσιεύεται όπως ακριβώς στάλθηκε στο Black Out.

1:26:54, μία κριτική για την αισθητική και την πολιτική
Ξεκινώντας μία κριτική για το κινηματογραφικό εγχείρημα 1:26:54 θα ξεκινήσω αντίστροφα από τη σειρά των λέξεων που το χαρακτηρίζουν: πρώτα θα πω λίγα λόγια για το εγχείρημα και μετά για την κινηματογραφική του αξία, έστω και αν, όπως θα δείτε στη συνέχεια, ένας τέτοιος διαχωρισμός δεν έγινε αρχικά από μένα και σε ότι με αφορά δε ξέρω σε τελική ανάλυση και ποια αναγκαιότητα εξυπηρετεί.

Τέτοια εγχειρήματα, όπως η κινηματογραφική ταινία «1:26:54», αν δεν είναι μοναδικά, σίγουρα δεν είναι συνηθισμένα στις πόλεις και στους χώρους μας. Αυτός βέβαια δεν είναι από μόνος του λόγος για να είναι και σημαντικά. Το συγκεκριμένο εγχείρημα ήταν εξαιρετικά σημαντικό γιατί για κάποιο καιρό, δεν γνωρίζω ακριβός πόσο αλλά φαντάζομαι για έναν τουλάχιστον μήνα όσον αφορά στα γυρίσματα και πολλούς ακόμα όσον αφορά το σύνολο της δουλειάς που απαιτεί μια ταινία, αυτά που συνέβησαν στον πυρήνα της δημιουργίας της ή γύρω από αυτόν, ήταν όλα σημαντικά. Πολλοί άνθρωποι κινητοποιήθηκαν, μετακινήθηκαν ακόμα και από τις πόλεις τους για λίγο ή για περισσότερο καιρό, σκέφτηκαν ιδέες, κουβάλησαν μηχανήματα, οργάνωσαν σκηνικά, κράτησαν κάμερες, διάβασαν λόγια, έγραψαν μουσική, τραγούδησαν, έπαιξαν, είδαν, μίλησαν στα πεζούλια για αυτό που είχαν κάνει και γι’ αυτό που έγινε, χόρεψαν, επαναοικειοποιήθηκαν τους δικούς τους χώρους (sic) (βλ. υφανέτ) και τους χώρους τους (βλέπε πλατείες και κινηματογραφικές αίθουσες), δήλωσαν την παρουσία τους στην πόλη και διεκδίκησαν κομμάτια της.

Μια τέτοια εμπειρία, μοιάζει σε μένα τόσο σημαντική, που σίγουρα αδικείται αν αφήνεται να περιγραφεί μόνο από το ελάχιστα δουλεμένο making off που συνοδεύει την ταινία. Ίσως αυτή η εμπειρία να βρει τον τρόπο και τον χώρο να επικοινωνηθεί στο μέλλον και να μπορέσει να αποτελέσει μια παρακαταθήκη για κάθε αναφορά και χρήση. Αυτό είναι άλλωστε ένα από τα πράγματα για τα οποία μιλάει και η ίδια η ταινία, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μου ανάγνωση. Πρόκειται για μια ανάγνωση που την θέλει να τοποθετεί το ερώτημα αν η καλλιτεχνική έκφραση και δημιουργία μπορεί να διαχωριστεί από τη διαδικασία, ως στάση, παραγωγής της. Μάλιστα, μπαίνει τόσο κεντρικά αυτό το ερώτημα, που είναι σαν να παίρνει και σαφή θέση ως προς το ‘δεν γίνεται’.

Με ποιον τρόπο το έκανε, ή προσπάθησε να το κάνει αυτό η ταινία; Κεντρικό της θέμα είναι ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει για πολύ καιρό ένα μεγάλο κομμάτι αυτού που συχνά αποκαλούμε ‘αναρχικού χώρου’, του κομματιού του τουλάχιστον που έβαλε το ζήτημα της έκφρασης και της σχέσης της με την αμιγώς πολιτική δραστηριότητα. Θέματα όπως το παραπάνω τοποθετήθηκαν στην καρδιά των προβληματισμών του αναρχικού κινήματος ειδικά μέσα στο 90’, επηρεάζοντας τους τρόπους και τα είδη των πολιτικών εγχειρημάτων τουλάχιστον στις δύο μεγάλες πόλεις. Ο βασικός προβληματισμός όπως αναπτύχθηκε από τις διάφορες σχετικές ομάδες κινούνταν γύρω από την έννοια και τη χρήση του εμπορεύματος, τη σχέση που αυτό έχει με τη παραγωγή και διαχείριση ιδεών, και ειδικότερα τη σχέση του με την καλλιτεχνική (έστω και αν δεν το λένε έτσι για να διαχωριστούν από την επίσημη χρήση του όρου) έκφραση και δημιουργία.

Μέσα σε αυτή τη συνθήκη, συμπαθούντες της αντιεμπορευματικής λογικής, ή καλύτερα ηθικής, αποφασίσανε να τοποθετήσουν στους εαυτούς τους και στους χώρους τους ένα ακόμα πιο δύσκολο ερώτημα από αυτά που είχαν δουλέψει το αμέσως προηγούμενο διάστημα. Το ερώτημα ήταν: μπορεί να υπάρξει συλλογική δημιουργία με τη χρήση εκφραστικών μέσων που παραδοσιακά χρησιμοποιούνταν αυστηρά για την ατομική έκφραση, όπως ο κινηματογράφος; Είναι δυνατόν να ανατραπεί η ιεραρχημένη δομή των κινηματογραφικών ομάδων (ή μήπως απλά συνεργείων;) που έχει τοποθετημένο στην υψηλότερη θέση τον σκηνοθέτη σε ρόλο απόλυτου ρυθμιστή της ιδέας, του ύφους, των χώρων, των ρυθμών και γενικώς όλων αυτών των επιμέρους στοιχείων που συνθέτουν μια πλήρη κινηματογραφική ταινία;

Η προηγούμενη εμπειρία είχε δείξει ότι κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει στα μουσικά σχήματα, τουλάχιστον σε κάποια συγκεκριμένα είδη μουσικής, όπως η ροκ, η ρεμπέτικη, η παραδοσιακή, και κάποια ηλεκτρονική. Ανάλογες προσπάθειες στο συγκεκριμένο χώρο είχαν γίνει και όσον αφορά τη θεατρική δημιουργία, συχνά με επιτυχία, αλλά συχνότερα όχι (μια άλλη, μεγάλη, κουβέντα). Από την άποψη και μόνο της σπουδής που έγινε στο παραπάνω ερώτημα, η εμπειρία που αποκτήθηκε κατά τη δημιουργία του εν λόγω εγχειρήματος, θα ήταν από χρήσιμη έως εξαιρετικά πολύτιμη από την αμιγώς πολιτική της πλευρά.

Από τη δική μου εμπειρία στα συλλογικά πράγματα γνωρίζω τη δυσκολία, το χρόνο, την υπομονή και το πρήξιμο που ενέχουν οι συλλογικές διαδικασίες, πολύ περισσότερο δε όταν προσπαθούν να βγάλουν ένα κοινό αποτέλεσμα έκφρασης (βλ. κείμενο, αφίσα, κτλ) που να εκφράζει τουλάχιστον όλους/ες. Έτσι, ο καλύτερος, από την άποψη της αυξημένης του λειτουργικής δυνατότητας, τρόπος οργάνωσης που μπορώ να φανταστώ για το εν λόγω εγχείρημα θα ήταν ότι μάλλον θα κινήθηκε ένας ολόκληρος μηχανισμός ατόμων που στήριξαν συλλογικά την ιδέα κάποιου, ή μιας πολύ μικρής ομάδας που έφερε το μεγαλύτερο κομμάτι της δημιουργικής δραστηριότητας, όπως η ιδέα, το κείμενο, η σκηνοθετική ματιά, το ύφος του μοντάζ κτλ. Αυτό θα αποτελούσε και ένα εξαιρετικά αισιόδοξο μοντέλο μιας και θα φανταζόμουν ότι ο ίδιος μηχανισμός, πιο έμπειρος πια, θα μπορούσε να ξανά ενεργοποιηθεί για την υλοποίηση της ιδέας κάποιου άλλου αυτή τη φορά. Ελπίζοντας σε αυτό, θα περιμένω.

Όποιοι κι αν ήταν οι στόχοι λοιπόν, στην πράξη ποιες ήταν οι δυσκολίες που προέκυψαν; Πως αντιμετωπίστηκαν; Πως έγινε αλήθεια; Υπήρχαν ρόλοι που άλλαζαν; Υπήρχαν σταθεροί ρόλοι; Δεν υπήρχαν καθόλου ρόλοι; Δυστυχώς στα ερωτήματα αυτά δεν μπορούν να εκμαιευτούν απαντήσεις από τις λιγοστές λεζάντες που προλογίζουν και κλείνουν το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας, την ταινία, απλά χαρακτηρίζοντάς το ‘μια συλλογική δημιουργία’. Ίσως αυτή η εμπειρία να κατάφερε να φτάσει στους γύρω από τη δημιουργική ομάδα, αλλά σε μένα δεν έφτασε (ακόμα;) και θα συνεχίσω να μιλάω για μένα.

Με αυτά τα λίγα λόγια για το εγχείρημα, είμαι έτοιμος να προχωρήσω σε μια πιο επικεντρωμένη κριτική της ίδιας της ταινίας, και θα το κάνω χρησιμοποιώντας τα κριτήρια που θα χρησιμοποιούσα αν είχα απέναντί μου οποιαδήποτε ταινία. Με τον τρόπο αυτό είναι για μένα περισσότερο από ξεκάθαρο ότι τα αποτελέσματα των πράξεων κρίνονται και συγκρίνονται με τα αντίστοιχα άλλα του είδους τους. Έτσι, την ταινία θα την συγκρίνω με όλες τις άλλες ταινίες, όπως άλλωστε συγκρίνω τη μουσική μιας αναρχικής μπάντας με τις άλλες μπάντες που κάνουν μουσική, άρα με όρους καλής ή κακής μουσικής, όπως άλλωστε φαντάζομαι ότι θα κάνει κανείς με το κείμενό μου, που θα το κρίνει με βάση τα κριτήρια συγγραφής κειμένων που είναι γενικώς αποδεκτά, και θα το συγκρίνει με όλα τα κείμενα που έχει διαβάσει έστω κι αν θα το κάνει συνειδητά ή ασυνείδητα. Και για μένα αυτό που θα κάνω είναι προς τιμή της ταινίας, όπως η σύγκριση του κειμένου μου με τα άλλα κείμενα, είναι κάτι που μόνο τιμητικά μπορώ να το εκλάβω. Και στην απάντηση ότι για να κρίνω την μουσική μιας μπάντας πρέπει να συνεκτιμήσω την αξία του συνολικού εγχειρήματος που την παρήγαγε, απαντώ ότι αυτό γίνεται έτσι κι αλλιώς και σε κάθε περίπτωση, αφού κάθε δημιουργία είναι αποτέλεσμα διαδικασίας κάποιου εγχειρήματος. Έτσι, μια ταινία του Hollywood είναι και αυτή το αποτέλεσμα ενός εγχειρήματος με πολύ συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, όπως: είναι συλλογικό (μάλιστα σε υπερμεγέθη επίπεδα), ιεραρχημένο, εμπορευματοποιημένο, κτλ, κτλ. και όλα αυτά πάντοτε συνεκτιμώνται για τη τελική αξιολόγησή της. Και αν κάποια μου πει ότι μία ταινία του Hollywood δεν είναι δημιουργία αλλά παραγωγή, θα αποφύγω την ατέρμονη αναζήτηση των κατάλληλων ορισμών, θα ξεροβήξω και θα ελιχθώ αναφερόμενος σε πολλαπλές άλλες κινηματογραφικές δημιουργίες, και όχι παραγωγές, που κατακλύζουν ας πούμε το internet - πορνογραφικού ή μη περιεχομένου.

Οπότε, είμαι έτοιμος να περάσω στην κριτική επί της αισθητικής της ταινίας, διαχωρίζοντάς την προς στιγμήν από τη διαδικασία που την παρήγαγε, για την οποία μάλιστα μίλησα ξεχωριστά παραπάνω, ενώ η ίδια η ταινία έγινε για να με πείσει ότι αυτό που πάω να κάνω δεν γίνεται. Άρα, το πρώτο πράγμα που μπορώ σίγουρα να πω είναι ότι αν πράγματι αυτό ήθελε να πει η ταινία τότε εμένα τουλάχιστον δεν με έπεισε. Δεν θα μπορούσα παρόλα αυτά να μην αναφερθώ με μεγάλο σεβασμό στην εξαιρετική ιδέα, να χτιστεί μία ταινία με αυτό το θέμα, αντιστρέφοντας την αρχική συνθήκη από την οποία προέκυψε και για την οποία θέλει να μιλήσει. Αυτό το τελευταίο θα προσπαθήσω να το κάνω πιο ξεκάθαρο.


Ο κεντρικός ήρωας της ταινίας φέρεται να υποστηρίζει με σθένος ότι δεν είναι δυνατόν να γίνει κριτική επί της αισθητικής της ταινίας της Leni Riefenstahl «ο Θρίαμβος της Θέλησης», χωρίς να συνεκτιμάται ο τρόπος παραγωγής της, δηλαδή η πολιτική της στάση που ορίζει άλλωστε και τη διαδικασία παραγωγής της πέραν από το αισθητικό της αποτέλεσμα. Δέχεται επίσης ότι ακόμα και αν θα μπορούσε να γίνει κριτική επί της αισθητικής και μόνο, θα έβγαινε εύκολα το συμπέρασμα ότι όταν η διαδικασία είναι πολιτικά απαράδεκτη αυτό γίνεται εμφανές και στην ίδια την αισθητική, και μάλιστα μπορεί να αποκαλυφθεί με όρους καθαρά αισθητικούς – ή μάλλον τεχνικούς μιας και στην ταινία ο ήρωας κινείται με το αξίωμα ότι αν βρεθεί ένα τουλάχιστον τεχνικό λάθος στην ταινία, αυτό θα σημάνει την αισθητική της έκπτωση κάτι που δεν προκύπτει από πουθενά. Ο συλλογικός λοιπόν δημιουργός της εν λόγω ταινίας φαίνεται να κάνει την εξής αντιστροφή: εγώ, φαίνεται να λέει, σε αντίθεση με τη Riefenstahl, θα τηρήσω απόλυτα τις πολιτικές αρχές και τη διαδικασία παραγωγής της ταινίας μου (συλλογική, μη-ιεραρχημένη, αυτό-οργανωμένη, αντι-εμπορευματική, κτλ), και με αυτό θα ξεκινήσω για να μιλήσω για κάτι (ας αφήσουμε προς το παρόν το για ποιο πράγμα ακριβώς θα μιλήσει). Σύμφωνα με το παραπάνω αξίωμα, όπως αυτό εκφράζεται από τον κεντρικό ήρωα της ταινίας, αφού κρατήθηκαν στο ακέραιο οι πολιτικές αρχές, το αισθητικό αποτέλεσμά της θα είναι εξ’ ορισμού καλό ή υπέρ άνω κριτικής. Με βάση αυτό το αποτέλεσμα του παραπάνω συλλογισμού, η παρουσία και μόνο αυτής της κριτικής, έρχεται να καταργήσει τις προβλέψεις του συλλογικού δημιουργού της μιας και σύμφωνα με την κριτική που θα ακολουθήσει, η ταινία σαν ταινία είχε αρκετά προβλήματα.
Με όρους καθαρά αισθητικούς ένα από τα βασικότερα προβλήματά της ήταν τα αφηγηματικά της μέσα που ήταν από ελλιπή έως παντελώς απόντα. Ο συλλογικός δημιουργός δεν φαίνεται να απασχολήθηκε καθόλου με τη δραματουργική επεξεργασία του θέματος της ταινίας καταλήγοντας να προτείνει έναν εξαιρετικά πρόχειρο, και αφελή με κινηματογραφικούς όρους, τρόπο με τον οποίο να εξελίσσεται η αφήγηση. Ως βασικό αφηγηματικό μέσο επιλέχθηκε να είναι οι διάλογοι των ηθοποιών και οι μονόλογοι του κεντρικού ήρωα, αλλά τόσο οι κλειστοφοβικές συνεστιάσεις των ηρώων σε κοντινά πλάνα όσο και οι πολύ συχνές βαρύγδουπες ατάκες που συνοδευόντουσαν μέχρι και από βιβλιογραφικές αναφορές έκαναν ακόμα και αυτούς τους διάλογους να θυμίζουν ψευτοκουλτουριάρικη ταινία παλιού ‘νέου ελληνικού κινηματογράφου’. Μοιάζει μάλιστα σε πολλά σημεία περισσότερο με εικονογραφημένο πολιτικό κείμενο με τον ίδιο τρόπο που τα τραγούδια από διάφορες αναρχικές μπάντες μοιάζουν με μελοποιημένες προκηρύξεις, αφού στις περιπτώσεις αυτές κανείς δεν ασχολήθηκε με τη μουσικότητα των ίδιων των λέξεων αλλά τις διάλεξαν μόνο για το νόημά τους.


Ένα άλλο μεγάλο πρόβλημα της ταινίας είναι η διαχείριση του κινηματογραφικού χρόνου μέσα από τον ρυθμό που δίνει στην ταινία, ένα ζήτημα που αποτελεί άλλωστε και τον βασικό γρίφο για κάθε κινηματογραφιστή. Το φάσμα ταχυτήτων και ρυθμών που κινήθηκε από ακαδημαϊκούς διάλογους και αναλύσεις σε σαλονάτα αμφιθέατρα και καφέ παρουσιασμένα σε ρεαλιστικό χρόνο, μέχρι βιντεοκλιπίστικες στακάτο ψυχωσικές περιπλανήσεις στην πόλη, και από επικές επικλήσεις urban ψευτοεφέ μέχρι slow motion ποιητικά ματαιόδοξες εικονοπλασίες άκρατου ουμανισμού, είχε σαν αποτέλεσμα επικριτικά κουρασμένα ματοτσίνορα και συχνές επιθέσεις αμφιθυμίας.

Πολύ ενδιαφέρον θα είχε επίσης να δούμε ότι έστω κι αν η ταινία υιοθέτησε μία τελείως διαφορετική διαδικασία παραγωγής της (φυσικά) παρόλα αυτά μίλησε περίπου για το ίδιο θέμα. Αυτό επίσης θα πρέπει να το κάνω πιο ξεκάθαρο. Η Leni Reinfenstahl έκανε τον Θρίαμβο της Θέλησης μετά από μια παραγγελία από τον ίδιο τον Hitler για να αποτελέσει προπαγανδιστικό υλικό για τον Ναζισμό. Στόχος της ήταν η κινηματογραφική αναπαράσταση του ναζιστικού φαντασιακού, για να μπορέσει έτσι να ‘ταυτιστεί’ μαζί του το κάθε υποκείμενο. Για να το πετύχει αυτό, χρησιμοποίησε ήδη υπάρχουσες ή εφηύρε νέες τεχνικές με στόχο να παρουσιάσει τους γερμανούς νεολαίους ως αρίους – μία φυλή, ένα έθνος, ένας ηγέτης, κοκ. Τόσο επειδή τα κορμιά που επιλέχθηκαν ήταν τα καλύτερα αθλητικά κορμιά όσο και επειδή τραβήχτηκαν από ειδικά μελετημένες γωνίες, φωτίστηκαν με ειδικό τρόπο, συνοδεύτηκαν από κατάλληλη μουσική και άλλα τέτοια κινηματογραφικά κόλπα, τα κορμιά που δείχθηκαν τελικά στις μεγάλες οθόνες ήταν υπερβατικά και, φυσικά, απείχαν πολύ από το κορμί όχι μόνο του Hitler και του Gebels, αλλά από το κορμί της οποιασδήποτε γερμανίδας. Η απόσταση όμως αυτή είναι που δημιουργεί το φαντασιακή ταύτιση και επειδή η Riefenstahl κατάφερε να χρησιμοποιήσει όλα τα τεχνικά μέσα που διέθετε για να υπηρετήσει το σκοπό της, γι’ αυτό και η ταινία της θεωρείται από πολλούς αριστούργημα. Σε ότι με αφορά λοιπόν, και για να τοποθετηθώ επιτέλους ως προς το εάν γίνεται να διαχωρίσουμε σε μια κουβέντα το πολιτικό από το αισθητικό θα έλεγα ότι σίγουρα εξαρτάται από την κουβέντα, αλλά για τη συγκεκριμένη περίπτωση, η Riefenstahl έφτιαξε μια εξαιρετική, φασιστική, ταινία με φασιστική αισθητική και μέσα. Έτσι ακόμα κι αν το διαχωρίσεις καταλήγεις στο ίδιο αποτέλεσμα.

Αλλά και ο συλλογικός δημιουργός της ταινίας 1:26:54 θέλησε με τον τρόπο του να εκφράσει το συλλογικό φαντασιακό της κοινότητας που εκφράζει. Στο πρόσωπο του κεντρικού ήρωα θέλησε να παρουσιάσει το ίδιο το επαναστατικό υποκείμενο και να προσωποποιήσει/εικονοποιήσει τη θέση/στάση του πολιτικού κινήματος. Βάζει τον ήρωά του να δίνει μία μάχη για το νόημα και την αξία της ίδιας της πολιτικής, μία μάχη δύσκολη, επικίνδυνη, προσωπική άρα ολοκληρωτική και συχνά, έως πολύ συχνά, μοναχική. Ο λόγος του κεντρικού ήρωα, όπως άλλωστε κάθε πολιτικός λόγος στην εποχή μας, μοιάζει ξένος, ακαταλαβίστικος, επιθετικός, μη-κανονικός και αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να δημιουργεί γύρω του έναν τοίχο από άμυνες επιτιθέμενων αντίλογων, λόγων που θέλουν την ησυχία τους ή τη διατήρηση της εξουσίας τους και γι’ αυτό τον απομονώνουν, τον επικρίνουν, τον χαρακτηρίζουν μη-κανονικό, τρελό και τέλος τον καταστέλλουν. Είναι μία μάχη που φυσικά και θα χαθεί, για να ταυτιστεί έτσι μαζί του το κάθε επαναστατικό υποκείμενο στην παρούσα πολιτική συγκυρία.

Μάλιστα και στη συγκεκριμένη ταινία ο φασισμός αποτέλεσε ένα κεντρικό σημείο για πολιτικό σχολιασμό και αυτή η επιλογή δεν είναι τυχαία αλλά εκφράζει ένα μεγάλο κομμάτι της πολιτικής σκηνής που συγκροτείται γύρω από τα ζητήματα του (αντι-)φασισμού. Απαντάται με τον τρόπο αυτό το ερώτημα του γιατί σε ένα σκηνοθετικό ντεπούτο επιλέγεται από μια συλλογικότητα να ασχοληθεί εν έτη 2007 στη Θεσσαλονίκη με τον φασισμό, το ναζισμό και τις αναπαραστάσεις του και να το κάνει βασική του θεματική. Η εμμονή του κεντρικού ήρωα με την ταινία της Leni Riefenstahl φέρνει τον κεντρικό ήρωα στην θέση να βιώνει μια ψυχωσική καθημερινότητα στην πόλη του που την αντιλαμβάνεται σαν το Βερολίνο τη δεκαετία του 30’. Στο σημείο αυτό ο συλλογικός δημιουργός αρπάζει την ευκαιρία να εκφράσει τον τρόπο με τον οποίο ο ίδιος κατανοεί και χρησιμοποιεί την έννοια του φασισμού. Έναν τρόπο που σίγουρα τον συμμερίζεται ένα τουλάχιστον μέρος του ευρύτερου κοινωνικού και πολιτικού φάσματος στον καθημερινό του λόγο.

Σε ότι με αφορά, θεωρώ αυτή την προσέγγιση της έννοιας του φασισμού να έχει έντονα λαϊκές (folk) αναφορές. Έστω κι αν μπορώ να δεχτώ την ένα προς ένα αντιστοιχία ανάμεσα στις ναζιστικές παρελάσεις με τις αντίστοιχες μαθητικές που βλέπουμε σε κάθε εθνική επέτειο, μου είναι δύσκολο να δω τη σχέση της παρακολούθησης με κάμερες (βλ. περίπτερο), τη χρήση των λαβάρων, των μνημείων ή την εξουσία μιας κυρίαρχης δομής (βλ. ψυχιατρική) με τον φασισμό (ή ναζισμό αν θέλετε, αυτό άλλωστε είναι η μικρότερη σύγχυση). Δυστυχώς, η προσέγγιση της συγκεκριμένης ταινίας δεν βοήθησε καθόλου στο να ξεχωρίσουμε κάποια βασικά πράγματα που συχνά παρουσιάζονται μέσα σε μια εννοιολογική σούπα. Μια σούπα που επιτρέπει τη χρήση του χαρακτηρισμού ομπρέλα «φασισμός» σε καταστάσεις όπως αυτή της επιτήρησης του big brother και της ιατρικής εξουσίας, ή για συμπεριφορές βίαιες, ρατσιστικές ή μιλιταριστικές, όπως αυτές ενός αυταρχικού καθηγητή στο σχολείο, ενός μπάτσου ή ενός φαλλοκράτη. Ένας διαχωρισμός που θα τοποθετούσε τις έννοιες στην ιστορική και πολιτική τους θέση θα ήταν κάποια στιγμή τουλάχιστον απαραίτητος για να αποκτήσουν άλλωστε και την πραγματική πολιτική τους αξία και να μπορούν έτσι να αποτελούν ουσιαστική αναφορά και να μην χάνονται μέσα στη σούπα. Η ταινία δυστυχώς δεν βοήθησε προς αυτή την κατεύθυνση.

Επίσης προβληματικό θεωρώ τον τρόπο με τον οποίο απεικόνισε ο συλλογικός δημιουργός την ίδια την έννοια της εξουσίας που όμως σίγουρα ανταποκρίνεται με μεγάλη πιστότητα στα άδηλα μοντέλα που έχει για αυτή ένα κομμάτι του πολιτικού χώρου με τον οποίο συνομιλεί. Αυτή παρουσιάστηκε ως μία οργανωμένη συνομωσία ανθρώπων, με συγκεκριμένο σχέδιο και με βασικό στόχο την καταστολή του (αναρχικού) πολιτικού λόγου (αυτού που φέρει ο κεντρικός ήρωας) που εμφανίζεται να έχει φτάσει πολύ κοντά στο να την ξεσκεπάσει και έτσι, απλά, να την αποτινάξει. Προσωπικά ανήκω στο άλλο κομμάτι του χώρου που διαθέτει μια μάλλον πιο εκλεπτυσμένη αντίληψη για την εξουσία, και στο οποίο η παραπάνω εικόνα εμφανίζεται αρκετά απλοϊκή. Η συγκεκριμένη στάση δηλώνει κατά την άποψή μου περιορισμένη ενασχόλησή του συλλογικού δημιουργού με τα πολιτικά νοήματα της ταινίας και την δραματουργική επεξεργασίας τους.

Σε ότι λοιπόν με αφορά, και αυτό είναι μια συνολική κριτική στην ταινία, θεωρώ ότι ο συλλογικός δημιουργός έπεσε στην ίδια παγίδα που είχε στήσει για την Leni Riefenstahl. Επέλεξε να παρουσιάσει αισθητικά επιμελημένες εικόνες, χρησιμοποιώντας τα περιορισμένα μέσα που θα μπορούσε να έχει μια ανάλογη παραγωγή προς αυτήν την κατεύθυνση, εις βάρους των πολιτικών νοημάτων με τα οποία ασχολήθηκε και τα οποία παρουσίασε ανεπαρκώς επεξεργασμένα. Προσπάθησε σε μία μικρού μήκους ταινία να προσφέρει άλλη μία μεγάλη αφήγηση δίνοντας βιαστικές απαντήσεις στα μεγάλα ερωτήματα που συχνά κακοδιατυπώνονται κάπως έτσι: «ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός;», «ποια η μίζερη και ποια η γλεντζού;», «ποια η άρρωστη και ποια η υγιής;», «ποιος ο επαναστάτης και ποιος ο προσκυνημένος;». Τέλος, ο τρόπος χρήσης των μέσων και οι εικόνες που προέκυψαν δεν φάνηκαν να υπηρετούν τους σκοπούς της ταινίας και για το λόγο αυτό φαίνονται αρκετά ασύνδετες και ξεκρέμαστες τόσο αισθητικά όσο και εννοιολογικά. Με τον τρόπο αυτό, για τη συγκεκριμένη ταινία είναι δυνατόν να διαχωρίσουμε τον τρόπο παραγωγής της από το αποτέλεσμα, σύμφωνα με την άποψή μου που εξέφρασα παραπάνω, και να τα εξετάσουμε διαφορετικά.

Κλείνοντας, θα έλεγα ότι η ταινία 1:26:54 είναι ένα εγχείρημα που τα κατάφερε να είναι ταινία, αποδεικνύοντας ότι αυτό το πράγμα γίνεται. Γίνεται να βρεθούν τα χρήματα, ο χρόνος, οι διαθέσεις, οι άνθρωποι και οι διαδικασίες που απαιτούνται για να γίνει κάτι που να μπορεί να λέγεται ταινία. Από κει και πέρα, μια κριτική όπως η παραπάνω, προσφέρει μία ανάγνωση της ταινίας που στόχο έχει να συνεχίσει την κουβέντα που τέτοια εγχειρήματα ανοίγουν. Μπορείτε να τη δείτε αφού διατίθεται, χωρίς αντίτιμο, από την ιστοσελίδα http://www.disobey.net/01.26.54
Ένας κριντής