Saturday, October 07, 2006


Άλλη μία μέρα τελείωσε. Τελευταίο κουδούνι και όλο τα προαύλιο ξαφνικά γέμισε και ξαφνικά άδειασε. Πώς πέρασε το καλοκαίρι. Πότε ήταν η πρώτη μέρα που ήρθαν στο σχολείο τα παιδιά. Πότε μπήκαμε στις τάξεις. Θα περάσει κι αυτός ο χειμώνας, κι αυτή η χρονιά. Αυτά σκεφτόμουν λίγο πριν φύγω κι εγώ με τη σειρά μου για το σπίτι. Ήταν μεσημέρι και πεινούσα. Στεκόμουν δίπλα στη σχολική τουαλέτα και περίμενα τη κυρία Ελένη να τελειώσει με το σφουγγάρισμα για να πάω να κατουρήσω.
Η κυρία Ελένη ήταν μια μεσόκοπη γυναίκα που δε μιλούσε καλά ελληνικά. Ίσως δεν είναι από δω. Εμένα Ελένη μου είπε ότι την λένε, Ελένη την λέω.
- Πώς πάει δάσκαλε; ρώτησε η κυρία Ελένη με τα σπαστά της ελληνικά. Καλά όλα;
- Ας τα λέμε καλά. απάντησα εγώ προσπαθώντας να περιορίσω τη ξινίλα που επιβάλλεται από την ταξική μας διαφορά και από την κούραση που επιφέρει η πνευματική εργασία και οι ευθύνες του λειτουργήματος που μόλις πριν από λίγι λειτουργούσα.
- Πάντα καλά δάσκαλε. Και ποια τάξη έχεις φέτος δάσκαλε; ξαναρώτησε η κα Ελένη δίνοντας μου την εντύπωση πως απλά προσπαθεί να σπάσει την αμηχανία της στιγμής.
- Την έκτη, απαντάω εγώ. Αλλά ντράπηκα να είμαι μονολεκτικός και συνέχισα σε ύφος μπλαζέ όπως ήταν και οι αρχικές μου σκέψεις. Τα έχω πάρει αυτά τα παιδιά από την Τετάρτη. Το ξέρω δα μέχρι το τελευταίο. Τί καταλαβαίνουν, τί όχι, πόσο διαβάζουν.
- Και πόσα είναι; αυτό δα δε χρειάζεται καν να το σκεφτώ.
- 17 αγόρια και 11 κορίτσια. απαντάω με σιγουριά. Όπως πέρσι. - Όσα ήταν είναι; Καμία διαφορά; Είσαι σίγουρος δάσκαλε; Γιατί κάποια παιδιά αλλάζουν σ΄αυτές τις ηλικίες, είπε η κυρία Ελένη και έφυγε.
Εγώ δεν κατάλαβα τί ήθελε να πει. Μάλλον θα ήταν κακή απόδοση στα ελληνικά κάποιας έκφρασης που υπάρχει στη φυσική της γλώσσα, σκέφτηκα καθώς πήγα να κατουρήσω. Εκεί λοιπόν που κατουρούσα και διάβαζα τα διάφορα που ήταν γραμμένα στους τοίχους, το μάτι μου έπεσε πάνω σε κάτι που γυάλιζε, σε μία τρύπα που είχε δημιουργήσει ένα παλιό φρεάτιο, στη γωνία της τουαλέτας. Αφού τελείωσα με το κατούρημα πλησίασα το κεφάλι μου να δω από κοντά τί είναι αυτό που γυαλίζει. Προς μεγάλη μου έκπληξη συνειδητοποίησα ότι ήταν ένα κοριτσίστικο κοκαλάκι για τα μαλλιά. Ήταν στο χρώμα του χρυσού με ένα πλαστικό σαν διαμαντάκι κολλημένο από πάνω. Περίεργο, είπα από μέσα μου, είμαι στην τουαλέτα των αγοριών. Κι όμως, μέσα στη τρύπα αυτή που δημιουργούσε ένα παλιό φρεάτιο υπήρχε ένα κοριτσίστικο κοκαλάκι. Αλλά όχι, δεν ήταν μόνο ένα, υπάρχει κι άλλο εδώ μέσα, ένα ροζ με τον ροζ πάνθηρα, ένα μοβ με μία πασχαλίτσα, ένα κίτρινο, ένα πράσινο λίγο πιο μικρό, ένα ασημένιο χτενάκι και μία σπασμένη κόκκινη στέκα. Εφτά κοριτσίστικα κοκαλάκια για τα μαλλιά είναι πεταμένα στις τουαλέτες των αγοριών. Ε, και; Τα άφησα εκεί που τα βρήκα, τράβηξα το καζανάκι και έφυγα για το σπίτι. Αλλόκοτο, είπα μέσα μου. Ήταν η έβδομη μέρα στο σχολείο. Σκέφτηκα.

Friday, September 08, 2006



Απάντηση

Αγαπητοί μου φίλοι
Η πρόσκλησή σας με βρίσκει να χαίρω άκρας υγείας και ελπίζω και το γράμμα μου να βρίσκει και σας καλά. Αποφάσισα να σας γράφω αυτό το γράμμα για να σας εξηγήσω τους λόγους που δε θα μου επιτρέψουν να παρευρεθώ στο γάμο σας. Προτίμησα αυτό τον τρόπο για να μην υπάρξει καμία παρεξήγηση και κανένα κενό που πιθανά θα δημιουργούσε μια προφορική απάντηση μέσω τηλεφώνου.

Καταρχήν θα ήθελα να ξεκινήσω λέγοντας πως κατανοώ πλήρως τους λόγους που σας οδήγησαν στην απόφαση να παντρευτείτε. Δεν θα μπω στη διαδικασία να κρίνω αν πίσω από το γεγονός κρύβεται αγάπη και αν αυτός ο γάμος αποτελεί την ολοκλήρωσή της, μιας και η επιλογή κάποιου να παντρευτεί είναι για μένα παραπάνω από κατανοητή, ως απολύτως λογική, ακόμα και αν αγάπη δεν υπήρξε ποτέ. Το κατανοώ και από κοινωνικής και από οικονομικής απόψεως. Για να γίνω πιο σαφής θα ξεκινήσω από τους οικονομικούς λόγους που καθιστούν την απόφασή σας, μια πολύ ‘λογική απόφαση’. Οι μηνιαίες σας απολαβές θα ανέβουν καθώς ο μισθός σας θα ενισχυθεί από τα επιδόματα, οι μέρες άδειας σε ετήσια βάση θα αυξηθούν, ειδικά αν αποκτήσετε απογόνους, θα έχετε προτεραιότητα να κανονίζετε τις άδειές σας σε σχέση με τους ανύπαντρους, θα πάρετε ο ένας τη σύνταξη του άλλου στην περίπτωση που 1, θα εισπράξετε τα χρήματα της ασφαλιστικής της άλλης στην περίπτωση που 2, θα έχετε πρόσβαση στην εντατική ως συγγενής πρώτου βαθμού στην περίπτωση που 3, θα μπορείτε να υιοθετήσετε ένα (τουλάχιστον) παιδί στην περίπτωση που 4, θα έχετε δικαιώματα διατροφής και μέρος στην κοινή περιουσία στην περίπτωση που 5 και για πολλούς άλλους τέτοιους λόγου, που προϋποθέτουν ανάλογους τέτοιους αριθμούς, και που είμαι σίγουρος ότι ακόμα και αν εσείς οι ίδιοι δεν τα βάλατε κάτω να τα υπολογίσετε και να τα ζυγιάσετε, εμπιστευτήκατε τους άλλους πριν από εσάς που το έκαναν γι’ αυτούς αλλά και για σας, και καλά κάνανε, και αυτοί, αλλά και εσείς που τους εμπιστευτήκατε, γιατί με επένδυση σε γάμο κανείς ποτέ δεν έχασε.

Ο θρησκευτικός μάλιστα γάμος (για την ελλάδα μιλάμε πάντα), έχει ένα τεράστιο ποσοστό καθαρού κέρδους, δυσανάλογα μεγαλύτερο του πολιτικού. Αν δε πραγματοποιείται στην επαρχία, τόσο το καλύτερο. Για να μην σας τα λέω όμως σαν να θέλω να σας πουλήσω πιστωτική κάρτα, θα σας επισημάνω και κάποια αρνητικά, αφού ένας γάμος σίγουρα έχει τα έξοδό του, τα οποία στην επαρχία πολλαπλασιάζονται και είναι δυσανάλογα μεγαλύτερα σε περίπτωση θρησκευτικού από πολιτικό γάμο καθώς και τη μετέπειτα υποχρέωσή σας να πάτε και εσείς με τη σειρά σας, καλοντυμένοι, και με ένα αξιοπρεπές δώρο ανάλογο αυτού που σας έφεραν, σε όλους αυτούς που παρευρέθηκαν με το δωράκι τους ανά χειρός στον δικό σας γάμο. Αυτοί είναι όμως οι άγραφοι νόμοι λειτουργίας κάθε σιναφιού. Αλλά τι να σας τα λέω – εσείς, ως μέλη αυτού του σιναφιού, τα ξέρετε καλύτερα.

Και μετά τους οικονομικούς λόγους, οι οποίοι φαντάζομαι πως ήταν παραπάνω από κατανοητοί, θα επεκταθώ, όπως άλλωστε υποσχέθηκα, στους κοινωνικούς λόγους για τους οποίους κατανοώ απόλυτα την επιλογή σας να παντρευτείτε. Εκεί γύρω στα άντα που είμαστε και σεις και εγώ, εδώ που τα λέμε, είναι δύσκολο να μην είσαι παντρεμένος. Σε μια κοινωνία όπου κυρίαρχο είναι το μοντέλο του παντρεμένου αντάρη με την επίσης παντρεμένη αντάρα (αντάρα στα βλάχικα είναι η σκόνη – άσχετο) όντας ανύπαντρη βρίσκεσαι σε θέση μη-κανονική, και ξέρετε καλά πόσο μπορώ εγώ να συμπάσχω με έναν μη-κανονικό, διαφορετικό αν θέλετε, σε μία κοινωνία κανονικοτήτων. Καταλαβαίνω, πιστέψτε με, πόσο δύσκολο θα ήταν για σας παιδιά να αντιπαλέψετε αυτή την έλλειψη κανονικότητας από τη στιγμή που δεν το έχετε κάνει ποτέ ξανά στη ζωή σας μιας και ήσασταν και οι δυο βουτηγμένοι στην κολυμπήθρα της κανονικότητας από μωρά, τα χρυσά μου.

Κατανοώ λοιπόν πλήρως τις αιτίες που σας οδηγούν μπρος στην εκκλησιά, ίσως και καλύτερα ακόμα και από σας μιας και όλοι μας για κάποιες επιλογές που κάναμε ή που συνεχίζουμε να κάνουμε, δεν είχαμε καν το χρόνο να σκεφτούμε, και ακολουθήσαμε αυτοματικά την πεπατημένη, αλλά, ακόμα και όταν κάποια στιγμή θυμόμαστε να ξεκινάμε να οργανώνουμε μία σκέψη που φάνηκε να κινείται σε αντίθεση με αυτό κάναμε τόσο καιρό, τρομάξαμε, για τη θέση μας, για τη σχέση μας, για το παρελθών και το μέλλον μας, αλλά πολύ περισσότερο για ένα παρόν που είναι τόσο ενοχικό, τόσο ανασφαλές και τόσο ά-πειρο που δεν μπορεί να μας παράσχει στοιχειώδη βοήθεια ή τουλάχιστον λίγη συμπαράσταση για να μπορέσουμε να συνεχίσουμε να σκεφτόμαστε εμείς για εμάς.

Και αφού κατανοώ τόσο πολύ τους λόγους και τις αιτίες που σχεδόν συμπάσχω, το γιατί σας γράφω αυτήν την απορριπτική επιστολή, είναι σίγουρα ένα ερώτημα που εύλογα ανακύπτει. Γιατί, αυτό που αδυνατώ να κατανοήσω, και παρακαλώ όταν βρείτε λίγο χρόνο, πιθανά μετά το ταξίδι του μέλιτος, να μου το εξηγήσετε, είναι το από ποια απύθμενη δεξαμενή αργού εγωκεντρισμού αντλήσατε το θράσος να με καλέσετε κι όλας σ’ αυτή την παπαριά. Πώς μπορέσατε να σκεφτείτε ότι θα άφηνα τον εαυτό μου να έχω την οποιαδήποτε συμμετοχή, και την παρεύρεσή μου εκεί την αντιλαμβάνομαι ως μέγιστη συμμετοχή, σε ένα τέτοιο γεγονός, που μόνο εχθρικά μπορώ να το αντιληφθώ. Αλήθεια, είστε τόσο αφελής ώστε να πιστεύετε ότι η επιλογή σας να παντρευτείτε είναι κάτι που αρχίζει από εσάς και τελειώνει σε σας; Ότι η δική σας και η των καλεσμένων σας συμμετοχή δεν έχει καμία κοινωνική επίπτωση σε όλους τους άλλους; Εδώ μια πεταλούδα κουνά τα φτερά της στην Ιαπωνία και γίνεται σεισμός στην Αμερική και εσείς το παίζετε τελείως αθώοι; Ε αν είστε τόσο ηλίθιοι θα σας εξηγήσω εγώ τις τεράστιες ευθύνες και το ρόλο που έχετε στον καθημερινό και όλο και πιο βίαιο πόλεμο που γίνεται στα χαρακώματα που έχουν υψωθεί σε κάθε ελληνικό νοικοκυριό με θύματα ολοένα και πιο αθώα και ανυποψίαστα παιδιά και με μοναδική αιτία και αφορμή το γάμο – κάθε γάμο.

Ξέρετε, και πολύ καλά μάλιστα, πόσες φορές την ημέρα πρέπει να απαντάμε στην ηλικία μας για το αν θα παντρευτούμε, αν θα μείνουμε στο ράφι, αν θα βγούμε από το ντουλάπι, πότε ακούσαμε τελευταία φορά το βιολογικό μας ρολόι να χτυπά και μήπως το κλείσαμε κατά λάθος στον ύπνο μας. Και εμένα, όπως και όλους του άλλους και τις άλλες σαν εμένα, μας πρήζουν κάθε φορά που πάνε, που έρχονται, που είδαν , που άκουσαν, που ξύπνησαν από τις κόρνες, που έφαγαν, που χόρεψαν, σε έναν από αυτούς τους γάμους σας, που παρεμπιπτόντως είναι και όλοι εμετικά ίδιοι. Και με πρήζουν γιατί δεν θέλω να παντρευτώ, και αυτό όπως και να το κάνουμε φαίνεται. Αλλά και να ήθελα να παντρευτώ, στην περίπτωσή μου δεν γίνεται, γιατί είμαι πούστης και ευτυχώς δε γίνεται να παντρευτώ, και λέω ευτυχώς γιατί ικανή την είχα τη μάνα μου να με πρήζει και γι’ αυτό παρασυρμένη από την υπόλοιπη γειτονιά. Αλλά τη μόλις 16χρονη ξαδέρφη μου που έχει μία δυσμορφία εκ γενετής, δεν την πρήζουν να παντρευτεί. Μάλιστα κάτι τέτοιο δε θα ξεφύγει σε κανένα και σε καμία μπροστά της. Και ξέρετε γιατί; Γιατί όλοι την λυπούνται. Όχι για τη δυσμορφία, αλλά γιατί δε θα παντρευτεί ποτέ. Και αυτή δεν έχει μάλλον τι άλλο να κάνει και ξέρετε τι κάνει; Λυπάται κι αυτή, που δε θα παντρευτεί. Και θα λυπάται για όλη της τη ζωή. Αχ μωρέ, το ξέχασα ότι έχουμε γάμο και δεν πρέπει να λέω τέτοια στενάχωρα πράματα. Σκεφτείτε τα θετικά, όχι τα προνόμια, αυτά τα είπαμε, σκεφτείτε ότι εσάς κανένας δε θα σας λυπάται πια. Άντε το πολύ πολύ να σας λυπάμαι μόνο εγώ.

Αλλά τι λέω, αφού γι ‘αυτό και παντρεύεστε. Γιατί μια χαρά ξέρατε για τον πόλεμο που σας λέω. Ήσασταν θύματά του. Αλλά από το να είσαστε θύματα επιλέξατε να γίνετε θύτες. Γιατί δυστυχώς σ’ αυτά τα πράγματα δεν υπάρχουν άλλες θέσεις. Και δικά σας θύματα θα είναι αυτοί που δεν μπορούν, ή δεν γουστάρουν βρε αδερφή, να παντρευτούν. Όπως η Κ με τον Α γιατί ο Α είναι λαθρομετανάστης, η Μ με την Δ γιατί είναι λεσβίες, η Ου με τον Νι γιατί ο Νι είναι μαθητής της Ου στο σχολείο και ο Κ με την Ντου γιατί αν και θέλει η νύφη κι ο γαμπρός δεν πληρώνει ο πεθερός. Από αυτούς θα παίρνετε τα επιδόματα, τις καλύτερες άδειες και τα δώρα γάμου με τη μέγιστη υπεραξία.

Καλά, η αλήθεια είναι ότι δεν περίμενα και καμιά πολιτική συγκρότηση ούτε πολιτικές επιλογές από τη μεριά σας. Παρέα σας έκανα γιατί ξέρατε τον Chateaux Blanch κάτι που διαφεύγει από πολλούς ‘πολιτικά ευαισθητοποιημένους’. Αλλά, εδώ είδα αναρχικούς να φοράν μαυρο-κόκκινο κοστούμι και να παντρεύονται στην εκκλησία του Χριστού και από γύρω τα συντρόφια να πετάνε ρύζι χωρίς στουπί. Και κανείς να μη λέει τίποτα. Τίποτα ρε πούστη μου. Μόνο αν ακούσουν κανένα gay ακτιβιστή να ζητάει γάμο ξέρουν να του την πούνε για ‘αστικά δικαιώματα’, ‘προνόμια’, ‘νομιμοποίηση του κράτους’, ‘συντηρητικές διεκδικήσεις’ και άλλες τέτοιες ελαφρότητες. Αλλά τώρα τι σας νοιάζουν αυτά, εσείς έχετε τις χαρές σας.

Τα παραπάνω τα ανέφερα ως τις αμιγώς πολιτικές μου αρχές που μου απαγορεύουν να παρευρεθώ σε αυτό το γεγονός. Κάτι πιο προσωπικό τώρα: Μου λέτε να παρευρεθώ στη ευτυχισμένη αυτή στιγμή της ζωή σας. Θέλω να σας πω ότι θυμάμαι κάμποσες ευτυχισμένες στιγμές της ζωής σας, και τις θυμάμαι γιατί ήμουν εκεί, καθώς και θυμάμαι να είμαι εκεί και σε δυστυχισμένες στιγμές σας, που για κάποιους είναι πιο σημαντικές, όχι για μένα, και που δεν είχε χρειαστεί να έχω ψάξει να βρω και να βάλω ‘καλά’ ρούχα, ούτε να στηθώ σε μια εκκλησία, μιας και στους ‘προοδευτικούς’ χώρους στους οποίους κινούμαι ακόμα και τα δημαρχεία που ήταν πολιτικές κατακτήσεις προηγούμενων συντρόφων σπανίζουν, κρατώντας στο ένα μου χέρι ένα ατμοσίδερο, και στο άλλο, το ιδρωμένο, μια χούφτα ρύζι, σαν όλους τους άλλους τους ηλίθιους που θα έρθουν εκεί, για τους δικούς τους πάντα οικονομικούς, κοινωνικούς, και άλλους λόγους, που είναι πιο έντονοι στην επαρχία και εμφανίζονται σε δυσανάλογα μεγαλύτερο βαθμό στον θρησκευτικό παρά στον πολιτικό γάμο, και που επίσης θεωρούν τους εαυτούς τους από αθώους έως θύματα και σε καμία περίπτωση θύτες στον κοινωνικό πόλεμο που μαίνεται γύρω από το γάμο.

Υς. Αν επιμείνετε να έρθω και χρησιμοποιήσετε ψυχολογικές μεθόδους για να με πείσετε, σας υπόσχομαι ότι θα το κάνω γιατί είμαι ευαίσθητο παιδί, αλλά την ώρα που χορεύετε το βαλς θα πάρω το μικρόφωνο και θα διαβάσω δυνατά το παραπάνω γράμμα – και ξέρετε ότι θα το κάνω.

Φιλιά
Ο φίλος σας Ντης 6.


Sunday, August 06, 2006

Συγχώρεσε αυτόν

Οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές. Αυτό μου έδωσαν ως απάντηση στο σχόλιό μου ότι οι γυναίκες είναι αυτές που κάνουν την κηδεία από την αρχή μέχρι το τέλος - και ότι οι άντρες είναι φοβισμένοι και κρυμμένοι πίσω από τις γυναίκες.

Στην επαρχία ακόμα ξενυχτάνε τον νεκρό στο σπίτι του και τον κλαίνε. Στις μεγάλες πόλεις δεν υπάρχει καν η χωροταξική δυνατότητα για κάτι τέτοιο μιας και ο κανονισμός της πολυκατοικία έχει πολλαπλές ισορροπίες να διατηρήσει. Οι πιο τραγικές στιγμές σε μια παραδοσιακή κηδεία είναι η στιγμή που φέρνουν το νεκρό στο σπίτι του, και είναι αυτό το ρήμα που κάνει τη στιγμή τραγική και γι’ αυτό οι γυναίκες το επαναλαμβάνουν συνεχώς ουρλιάζοντας για να κλάψουν και έτσι να εκτονωθούν, και η στιγμή που ο νεκρός μπαίνει στο χώμα. Όταν ο νεκρός ήρθε στο σπίτι οι γυναίκες ήταν έτοιμες να τον υποδεχτούν στην πόρτα. Ήτανε όλες πιασμένες έτσι που νόμιζες ότι δε θα μπορούσε με τίποτα να πέσει κάποια γιατί καθεμιά τους στηριζόταν σε δεκαπλάσια πόδια από τα δικά της. Οι γυναίκες ήταν έτοιμες από πριν. Καθόντουσαν μέσα στο σπίτι, δίπλα δίπλα και διατηρούσαν συνεχώς σωματική επαφή. Κάθε καινούρια γυναίκα που έμπαινε στο χώρο γινόταν αυτόματα μέλος αυτής της μακάβριας κοινότητας και το περιβάλλον ήταν έτσι φτιαγμένο για κάθε μία από αυτές να κλάψει και να κλάψει με ασφάλεια.
Από την άλλη μεριά οι άντρες είχαν λουφάξει στους εξωτερικούς χώρους του σπιτιού. Καπνίζανε και κουβεντιάζανε για άσχετα πράγματα και καμιά φορά και για τον νεκρό. Κοινότητα δεν υπήρχε και όποιος ήθελε να κλάψει έπρεπε να το κάνει κάπου μόνος του, κρυφά, για να μην φέρει τους άλλους άντρες στη δύσκολη θέση να μην ξέρουν πώς να φερθούν και να αναγκαστούν στο τέλος να ειδοποιήσουν μια γυναίκα να έρθει, να φέρει τα απαραίτητα χαρτομάντιλα, να κάτσει δίπλα του και να του χαϊδέψει λίγο την πλάτη.
Από τότε που τα γραφεία τελετών προσφέρουν όλο και περισσότερες υπηρεσίες στην οργάνωση μιας κηδείας, οι άντρες περιορίζονται σε μία θέση παθητική, θέση δέκτη και θεατή. Οι άντρες δεν περιμένουν πια να σκάψουν τον λάκκο, να μεταφέρουν το φέρετρο, να το σκεπάσουν με χώμα όταν όλα θα έχουν τελειώσει, δουλειές για σκληρά αντρικά μπράτσα. Δεν έχουν λοιπόν με τίποτα να ασχοληθούν, να ξεφύγει το μυαλό τους και να εκτονωθεί το σώμα τους και έτσι κάθονται μόνοι τους, καπνίζουν, και περιμένουν να τελειώσει αυτή η διαδικασία.
Από την άλλη μεριά και από τις γυναίκες έφυγε ένα μεγάλο μέρος από τις μακάβριες υποχρεώσεις τους και πέρασε στα χέρια των επαγγελματιών, υποχρεώσεις όπως η προετοιμασία του νεκρού, το πλύσιμο, το ντύσιμό του. Ευτυχώς όμως στις γυναίκες έχει μείνει ακόμα ο παραδοσιακό τους ρόλος να είναι οι μοναδικές υπεύθυνες για τις δουλειές του σπιτιού, να φτιάξουν καφέδες, να καθαρίσουν, να μαγειρέψουν, να φτιάξουν στάρι, να το στολίσουν, και τέλος να φροντίσουν να τηρηθούν όλα τα έθιμα. Και λέω ευτυχώς γιατί κάτι τέτοιες ώρες η απασχόληση είναι ο μόνος γιατρός για τη θλίψη. Και οι γυναίκες δείχνουν να το ξέρουν αυτό. Και εκεί που κλαίνε, ξαφνικά γίνεται πιο σημαντικός ο κοινωνικός τους ρόλος που τους επιβάλει-επιτρέπει-ευτυχώς να σηκωθούνε, να σκουπίσουνε τα μάτια τους και να φτιάξουν ένα καφέ σε κάποιον που μόλις μπήκε, ή να ρωτήσουνε τους άντρες αν θέλουν κάτι, και να φροντίσουνε να έρθει εκείνη η γυναίκα που θα πει νεκροτράγουδα, για να αποχαιρετήσουν τον νεκρό όπως πρέπει.
Οι γυναίκες αγγίζουνε τον νεκρό. Του χάιδευουν τα μαλλιά, του πιάνουνε τα χέρια, τον αγκαλιάζουνε κλαίγοντας και τον φιλούνε. Ο νεκρός όλη τη νύχτα δεν είναι μόνος γιατί έχει δίπλα του γυναίκες. Και έχει και τους φίλους του, πίσω από τους ώμους των γυναικών να κοιτάνε κλεφτά, να βουρκώνουν και να βγαίνουν με γρήγορο βήμα έξω, να συναντήσουν τους άλλους άντρες και έτσι να ανακτήσουν τη θέση τους, τη θέση του άντρα που είναι άντρας και κάποια πράγματα δεν τα κάνει, και τα κάνει η γυναίκα γι’ αυτόν, ευτυχώς.
Η κηδεία είναι οργανωμένη με τη γυναίκα στο κέντρο. Ίσως γιατί ο κάθε νεκρός προήλθε από τη γέννα μιας γυναίκας και γι’ αυτό το λόγο η θλίψη της, αυτή την ύστατη στιγμή, έχει προτεραιότητα. Ίσως γιατί μπρος στην παγερή εξουσία που η ιδέα του θανάτου ασκεί στους ζωντανούς, όλες οι άλλες εξουσίες λιώνουν και οι ρόλοι αναπαράγονται ως οι μόνες ασφαλής θέσεις για τον καθένα και την καθεμιά, θέσεις απαραίτητες για την ολοκλήρωση του δράματος και για να συνεχίσει η ζωή…όπως και πριν. Και ίσως γιατί οι γυναίκες είναι πιο ανθεκτικές.
Ο νεκρός φεύγει με μια δραματική αναδρομή της ζωής του από την εμπειρία και την μνήμη των γυναικών και τη σχέση τους μαζί του, μιας και είναι η μόνη εμπειρία που εκφράζεται. Η σχέση του με τη μάνα, την αδερφή, τη γυναίκα, τη κόρη, τη συγγενή, τη φίλη. Οι άντρες της ζωής του είναι παρόντες στην τελετή για το θάνατό του αλλά είναι βουβοί. Κανείς δε θα τους παρεξηγήσει, ούτε ο νεκρός θα τους παρεξηγούσε αφού κι αυτός το ίδιο θα έκανε. Ίσως μόνο να του λείψουν, με μια χριστιανική μεταφυσική έννοια, κάποια τελευταία αγγίγματα από τους φίλους του, αλλά όσο το σκέφτομαι κάτι τέτοιο μάλλον θα τον ξένιζε αφού δεν είναι κάτι που θα είχε συνηθίσει από την καθημερινή του ζωή μέσα στις αντρικές κοινότητες. Τότε, απλά, ίσως να του λείψει ένα κτέρισμα, ένα αντικείμενο που θα πάρει μαζί του, και που μόνο ένας άντρας θα σκεφτόταν να του φέρει, όπως ας πούμε το κομπολόι του ή ένα τσιγάρο, και έναν αναπτήρα για να μην χρειαστεί να ζητήσει πάλι.


Αυτό το κείμενο δεν έχει τελειώσει και δεν ξέρω αν θα τελειώσει ποτέ. Κάθε φορά που το κοιτάω για να το διορθώσω έχω μετά την ανάγκη να το ξεπλύνω με τουλάχιστον δύο επεισόδια spongebob. Αλλά δεν θέλω να το αφήσω έτσι αυτό. Θέλω κάπως να ανοίξω αυτό το ζήτημα του θανάτου. Αν κανείς θέλει ας γράψει κάτι εδώ, ή εκεί, ή και στα δύο, έστω κάποια ιδέα για το πώς θα μπορούσε κάτι τέτοιο να ανοίξει σαν κουβέντα να μη διστάσει…

Friday, July 07, 2006


Ενώ προλογίζω το κείμενο για τον Άλεξ που βρίσκεται παρακάτω ως ένα κείμενο που θα μπορούσα να είχα γράψει εγώ και γι’ αυτό το αναδημοσιεύω, το παρών κείμενο το δημοσιεύω για τον ακριβώς αντίθετο λόγο. Και δε θα μπορούσα να το έχω γράψει για πολλούς λόγους. Γιατί δεν θα μπορούσα να έχω γράψει κάτι τόσο άρτιο δομικά, γλωσσικά, πολιτικά, που να δημιουργεί μία τέλεια πλατφόρμα για να εκφραστεί το συναίσθημα του προσωπικού βιώματος χωρίς αυτό να παρασυρθεί σε απλοϊκές προσωποποιημένες καταγγελίες. Και δε θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ γιατί δεν έχω τη θέση που έχει η Σούλα, να είναι εντελώς μέσα στο χώρο στον οποίο απευθύνει την κριτική της και να αναγνωρίζομαι με το φύλο με το οποίο αναγνωρίζεται η Σούλα και το οποίο δύναται να φορτίσει μια ανάλογη ανάγνωση της θέσης της και της κατάστασης. Παρεμπιπτόντως, για αυτόν και εκείνη που θα σπεύσουν να ονοματίσουν τον χώρο στον οποίο απευθύνεται η κριτική και τρίψουν αγαλιασμένοι τα χέρια τους γιατί δεν ανήκουν σ’ αυτόν, έχω μόνο να τους πω: ‘πολύ βολικό, μόνο που η κριτική της απευθύνεται σε όποιο χώρο θέλει να λέγεται προοδευτικός’. Και κάτι άλλο: με χαρά μου είδα ότι η Σούλα στήνει παγίδες τις οποίες δεν κάνει καμία προσπάθεια να καλύψει, δίνοντας έτσι την ευκαιρία σε όποιον και όποια θελήσει να πέσει μέσα για να αποφύγει την υπόλοιπη αυτοκριτική διαδρομή, να το κάνει πολύ εύκολα και με τις λιγότερες ενοχές. Κάθε στάση είναι τουλάχιστον κατανοητή.


ΙΣΤΟΡΙΑ ΕΡΩΤΑ ΚΑΙ ΑΝΑΡΧΙΑΣ
(όπου ο έρωτας είναι σχέση εξουσίας)

Το παρακάτω κείμενο είναι ένα υποκειμενικό σχόλιο σχετικά με την αυτόνομη παρέμβαση στο gay pride του Σαββάτου 24/6 και με αφορμή τη συζήτηση της προηγούμενης μέρας στο τριήμερο του Θερσίτη σχετικά με το φύλο και τη σεξουαλικότητα.

Ένα βράδυ κι ενώ γυρνούσα στο σπίτι μετά από τη συνέλευση της υφανέτ, μου επιτέθηκε ένας τύπος με κατσαβίδι. Φώναξα, ήρθαν γείτονες, ο τύπος άρχισε να τρέχει. Κάποιος γείτονας κάλεσε τους μπάτσους, οι οποίοι έφτασαν εγκαίρως και ζητούσαν από μένα να καταγγείλω το περιστατικό και να τους περιγράψω τον τύπο για να τον κυνηγήσουν. Εγώ τους είπα ότι δεν θέλω να κάνω κάτι τέτοιο και αυτοί έφυγαν. Οι γείτονες με κοίταξαν με μισό μάτι, υπέθεσαν ότι ο τύπος ήταν φίλος μου και γι’ αυτό δεν ήθελα να τον καταγγείλω. Ενώ έφευγα μια γειτόνισσα μου είπε : «Αύριο μπορεί να επιτεθεί στην κόρη μου».
Απάντησα στους μπάτσους με την πολιτική μου ταυτότητα και με τα εργαλεία με τα οποία με έχει εφοδιάσει αυτό που σημαίνει η πολιτική αυτή ταυτότητα τόσα χρόνια. Ο τύπος όμως δεν μου επιτέθηκε επειδή ήμουν αναρχική. Άλλωστε αν μου είχε επιτεθεί γι’ αυτόν τον λόγο, αν δηλαδή ήταν φασίστας και με μαχαίρωνε, θα μπορούσαν να κατέβουν 2000 άτομα σε μια πορεία.. Οι καταλήψεις θα ταμπουρώνονταν, οι σύντροφοι θα ήταν σε εγρήγορση, το ζήτημα θα ήταν πολιτικό. Ο τύπος μου επιτέθηκε επειδή είμαι γυναίκα κι εφόσον δεν τον κυνηγάει καμιά αστυνομία ούτε φυσικά πολιτοφυλακή, μέχρι σήμερα μπορεί να έχει επιτεθεί σε άλλες κοπέλες, που δεν θα έχουν την ταυτότητα αυτή. Δεν κατήγγειλα τον τύπο γιατί οι μπάτσοι είναι γουρούνια και δολοφόνοι. Αλλά στην προκειμένη περίπτωση δεν είχε αυτό σημασία. Σημασία είχε ότι οι άνδρες είναι γουρούνια και δολοφόνοι και οι γυναίκες στην πατριαρχική συνθήκη είναι πάντοτε εν δυνάμει θύματα. Αυτές θα έπρεπε να υπερασπιστώ, όχι τους αναρχικούς συντρόφους μου. Η απόφασή μου ήταν προϊόν πολιτικής σύγχυσης. Οι δομές εξουσίας διασταυρώνονται όσο επίσης αυτονομούνται. Κάθε φορά πρέπει να αντιλαμβάνεσαι ποιο μηχανισμό έχεις απέναντι σου προκειμένου να τον αντιμετωπίσεις. Διαφορετικά, δεν υπερασπίζεσαι τίποτα άλλο πέρα από την πολιτική σου καθαρότητα.

O « χώρος» στεγάζει και δομεί συγκεκριμένα υποκείμενα τόσα χρόνια κι αυτό δεν έχει γίνει χωρίς κόστος. Υπάρχει μια φράση που λέει ότι υπάρχουνε δυο χέρια, τα βρώμικα και τα κομμένα. Δεν γίνεται απλά να προσθέσεις ένα ζήτημα στην πολιτική σου ατζέντα χωρίς να αναρωτηθείς γιατί έλειπε τόσο καιρό, εκτός κι αν απουσίαζε η πατριαρχία. Χωρίς να αναστοχαστείς συλλογικά και κινηματικά γιατί δεν ήταν πολιτικοποιημένα κάποια ζητήματα τόσα χρόνια και τι σήμαινε αυτό για τα υποκείμενα που παρόλα αυτά διεκδικούσαν αυτόν τον πολιτικό χαρακτήρα. Δεν γίνεται έτσι απλά να προσθέσεις ένα υποκείμενο χωρίς να είναι ένα αγχωμένο και φοβισμένο υποκείμενο. Και δεν γίνεται να συνομιλούν αυτά τα δύο υποκείμενα , το κυρίαρχο και το Άλλο του, αφού πρόκειται για δύο φαινόμενα αλληλοαποκλειόμενα και γιατί το ένα δομείται πάνω στην ψυχική εξάλειψη του άλλου. Ο «χώρος» έχει μια ιστορικότητα και θα πρέπει να συνειδητοποιήσει ότι το πέρασμα από την πατριαρχία είναι πραξικόπημα στην ίδια την ιστορία του. Για να υποστασιοποιήσει το ζήτημα του φύλου ως δομική συνθήκη του υπάρχοντος θα πρέπει να αλλάξει η ίδια η μορφή της κινηματικής πραγματικότητας που συνιστά, ο χαρακτήρας, οι δομές, οι αναφορές, οι κώδικές του. Εκτός κι αν περιορίσουμε τον σεξισμό στις βρισιές και στο αν οι άνδρες πλένουν πιάτα στις καταλήψεις ή αν ανάγουμε την πατριαρχία στον καπιταλισμό για να μην μας πουν και φεμινίστριες ή αν πούμε ότι τα φύλα καταργήθηκαν χωρίς να ξέρουμε καν ποια είναι αυτά τα φύλα.

Αν οι αναρχικοί αισθάνονται νομιμοποιημένοι να κατέβουν στο gay pride μόνο εφόσον φωνάξουν «Ίδια είναι τα αφεντικά, gay, trans, λεσβιακά » εγώ γιατί να μην κατεβαίνω στις αλληλεγγύες μόνο εφόσον φωνάζω « ίδια είναι τα αρσενικά, δεξιά, αριστερά κι αναρχικά» χωρίς να μου καταλογιστεί μονομανία στην καλύτερη περίπτωση; Ενώ από τη στιγμή που στην Ελλάδα το προσωπικό δεν έχει γίνει ποτέ πολιτικό ισχύει ακόμα αυτό που έλεγαν οι φεμινίστριες του ’70 ότι στην αριστερά ( αναρχία/ αυτονομία) πάμε χέρι χέρι με τους δυνάστες μας. Γιατί έχουν αυτοί το δικαίωμα να κατεβαίνουν ακέραιοι σε κάθε πολιτική τους δραστηριότητα, άρα αλώβητοι από κάθε αντίφαση, ανασφάλεια και διχασμό κι εγώ να τρώω το μάτσο στη μάπα και να αναρωτιέμαι τι γυρεύω εδώ; Γιατί να φεύγει όρθιος όποιος λέει σε εκδήλωση ότι θα μπορούσε να σπάσει την κοπέλα του στο ξύλο και δεν φεύγει όρθιος κι αυτός που λέει καλός τούρκος, νεκρός τούρκος; Γιατί να με νοιάζει τι κάνει ο εργάτης μάζα με το χέρι του αφού δεν με νοιάζει τι κάνει ο ομοφυλόφιλος με το πουλί του; Βέβαια κι ο βιαστής κάτι με το πουλί του κάνει και η σιωπή είναι συνενοχή. Τι σήμαινε αυτή η σιωπή τόσα χρόνια;

Πατριαρχία είναι οι έμφυλες σχέσεις. Και ο τρόπος του σχετίζεσθαι είναι εσωτερικός θεσμός που δεν ανατρέπεται τόσο εύκολα όσο σπάει μια βιτρίνα. Mια φεμινίστρια από παλιά έλεγε ότι ένα κενό στη ελλάδα είναι ότι οι άνδρες δεν αμφισβήτησαν ποτέ την ανδρική τους ταυτότητα. Κι αυτό φυσικά δεν θα ήταν μια απλή υπόθεση. Αυτό που λέμε αποδόμηση του φύλου είναι μια οδυνηρή αυτοακυρωτική διαδικασία που προϋποθέτει εναγώνιο εσωτερικό αγώνα και ψυχικές διεργασίες. Για μια γυναίκα είναι επίσης οδυνηρό, αλλά και όρος επιβίωσης. Παρόλα αυτά ένα ζήτημα του φεμινισμού υπήρξε πάντα το πώς θα γίνουν οι γυναίκες φεμινίστριες. Για έναν άνδρα σημαίνει την αποποίηση συμφερόντων και προνομίων. Ελάχιστα θα ασχοληθεί με το τι σημαίνει να είναι κανείς άνδρας στην πατριαρχία, γιατί εκτός των άλλων δεν το χρειάζεται. Άλλωστε κανείς δεν θέλει να ακούσει ότι είναι ανειδίκευτος, έχει καθαρό προλεταριακό προφίλ, είναι αναρχικός, λαϊκό παιδί, καταληψίας στέγης, φρικιό, punk, vegan, φασιστοφάγος, εισηγητής για το trafficking στο συντονιστικό και παρόλα αυτά βρίσκεται σε μια θέση δυνατότητας που του προσφέρει μια ιεραρχία και καμιά φορά την εκμεταλλεύεται. Και μπορεί όλα αυτά να είναι ταυτότητες πίσω από τις οποίες κρύβονται οι αλλοτριωμένοι εαυτοί μας και προσφέρουν επαναστατικά άλλοθι. Αλλά οι αγορασμένες ταυτότητες δεν είναι παρά ιδεολογία ή life style δηλαδή θέαμα. Και στον αντεστραμμένο κόσμο του θεάματος το αληθινό είναι μια στιγμή του ψεύτικου. Γιατί αυτά είναι σημεία και τα σημεία ψεύδονται. Στα όρια της πατριαρχίας τα νοήματα αντιστρέφονται. Πόσο μάλλον όταν η ιδιότητα του κυρίαρχου υποκειμένου που συνέχει τον «χώρο» αυτό προϋποθέτει την ανδρική του ιδιότητα, ό,τι αυτή σημαίνει και συνεπάγεται. Γιατί αν δεν καυλώνεις με τα μπάχαλα είσαι μόνο λόγια. Γιατί αυτή η καύλα είναι ιδεολογία. Tα μαγαζιά μας φταίνε μόνο;

Παρακολουθούσα την πορεία ενός φίλου συντρόφου που χρειάστηκε αφού αναγνώρισε την πραγματικότητα της πατριαρχίας είτε να συγκρουστεί μ’ αυτήν είτε να προσαρμοστεί σ’ αυτήν. Δεν υπάρχουν όμως δομές να στηρίξουν τις διαδικασίες που προϋποθέτει η σύγκρουση. Όπως δεν υπάρχει γυναικεία αυτοοργάνωση που θα διοχετεύσει σε δημιουργία το πλεόνασμα οργής και πόνου για τις βιωμένες αδικίες μας. Τις ρήξεις που συνεπάγεται με την κοινωνικότητά σου, τη μελαγχολία και μοναξιά του να αποκτάς μια εμπειρία αποκλίνουσα από το περιβάλλον στο οποίο κινείσαι και στο οποίο δεν μπορείς να επιστρέψεις χωρίς να διαλυθεί η υποκειμενικότητα που γίνεσαι, όσο συνεκτικά κι αν καταλήξει να συγκροτηθεί αυτή. Που η διάλυση αυτή σημαίνει να εσωτερικεύσεις τον έλεγχο γιατί τα νοήματά σου δεν είναι έγκυρα σύμφωνα με τους κυρίαρχους κώδικες, αλλά αυτό που είναι η αρχή της πολιτικοποίησής σου να παραμένει μια κραυγή που πνίγεται.
Όταν υπάρχει εναλλακτική δομή, το να φύγεις από έναν χώρο είναι πένθος. Όταν δεν υπάρχει είναι μελαγχολία. Και όπως είπε κι ένας μισογύνης παλιά, στο πένθος ο κόσμος γίνεται φτωχός και άδειος. Στη μελαγχολία το ίδιο το εγώ γίνεται φτωχό και άδειο. Όσοι και όσες έχουν φύγει, δεν είναι αυτοί και αυτές που βολεύτηκαν κατά τη συνήθη ρητορική. Ένα απ’ αυτά τα άφωνα υποκείμενα μου είπε: « το αντι- σύστημα με έφτυσε όπως με έφτυσε και το σύστημα». Βέβαια, όπως και την ιστορία, την αντι- ιστορία τη γράφουν οι νικητές. Τη δεκαετία του ’70 στην Ιταλία ένα κύμα γυναικών αποχωρούσε μαζικά και πολιτικά από τις πολιτικές ομάδες και τις καταλήψεις. Η κίνηση αυτή καταγράφηκε στην κινηματική μνήμη των γυναικών αυτών ως ανάγκη για αξιοπρέπεια. Μάλλον για επιβίωση με όρους αξιοπρέπειας. Πολύ περισσότερο καταγράφηκε στην κινηματική ιστορία και εν προκειμένω όπως φιλτράρεται από υποκειμενικές προτεραιότητες ως πράξη αντίστασης και όχι ως λιπόθυμη υποχώρηση ήττας. Για να νοηματοδοτηθεί βέβαια ως τέτοια χρειάστηκε η συγκυρία και οι δυναμικές της.

Δεν θα πήγαινα τόσο εύκολα στους αναρχοαυτόνομους για να καταγγείλω το gay pride που καταφάσκει στην αστυνομία, στο life style, στο εμπόρευμα όσο οι αναρχοαυτόνομοι καταφάσκουν καλυμμένα ή απροκάλυπτα στην πατριαρχία. Τελικά, ποιοι μιλούν σε ποιους και από ποια θέση;

Συντροφικά,

Σούλα



Saturday, June 24, 2006

ΕΡΩΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟ
- με το χέρι στην τσέπη -
(όπως εμφνίστηκε στο gay pride στις 24/06/06)

1. Πόσες ώρες την ημέρα είσαι gay;
α) 0-3 β) 3-8 γ) 8-15 δ) δεν σταματάω ποτέ να είμαι gay

2. Πόσες ώρες την ημέρα είναι ορατό ότι είσαι gay (είσαι out);
α) 0-3 β) 3-8 γ) 8-15 δ) η ταυτότητά μου είναι πάντα ορατή

3. Στο εργασιακό σου περιβάλλον είσαι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

4. Στο συγγενικό σου περιβάλλον είσαι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

5. Θα έλεγες ότι τη νύχτα είσαι πιο ορατά gay απ’ ότι τη μέρα;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

6. Το σαββατόβραδο, είσαι gay; (πηγαίνεις σε gay ή gay friendly μαγαζιά);
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

7. Πηγαίνεις σε gay friendly εστιατόρια;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

8. Θα έλεγες ότι είσαι πιο ορατά gay το καλοκαίρι απ’ ότι το χειμώνα;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

9. Όταν ταξιδεύεις είσαι περισσότερο ορατά gay απ’ όταν μένεις στο σπίτι σου;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

10. Στις διακοπές σου είσαι gay (πηγαίνεις σε gay τουριστικούς προορισμούς και κάνεις gay ζωή);
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

11. Ταξιδεύεις στο εξωτερικό για να είσαι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

12. Πηγαίνεις στα πάρκα;
α) να πηγαίνεις

13. Μήπως έχεις έρθει από την επαρχία λόγω του ότι είσαι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

14. Σου αρκεί το ότι είσαι gay για να σε κάνει να αισθάνεσαι περήφανος/η;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

15. Αισθάνεσαι περισσότερο περήφανος/η σήμερα;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

16. Πόσο περίπου σου κοστίζει να είσαι gay το σαββατόβραδο;
α) 5-10€ β) 10-30€ γ) 30-80€ δ) ……€

17. Πόσο περίπου σου κοστίζει να είσαι gay όταν τρως έξω;
α) 5-20€ β) 20-100€ γ) 100-800€ δ) ……€
18. Ας πούμε μία μέρα που είσαι από το πρωί μέχρι αργά το βράδυ gay, πας σε gay καφέ, σε gay friendly εστιατόριο, και σε ένα gay ή gay friendly bar, πόσο περίπου θα σου κόστιζε αυτό συνολικά;
α) 15-30€ β) 30-80€ γ) 80-200€ δ) ……€

19. Πόσο περίπου σου κοστίζει να είσαι gay στις διακοπές σου;
α) 50-100€ β) 100-300€ γ) 300-1000€ δ) ……€

20. Πόσο περίπου σου κοστίζει να πηγαίνεις στο εξωτερικό για να είσαι gay;
α) 5-15€ β) 15-50€ γ) 50-100€ δ) ……€

21. Πόσο περίπου σου στοίχισε να αλλάξεις πόλη για είσαι gay;
α) 150-300€ β) 300-1000€ γ) 1000-5000€ δ) ……€

22. Πιστεύεις πως στο μέλλον θα σου κοστίζει περισσότερο το gay pride?
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

23. Σε πόσα πήγες από τα pride party ενίσχυσης στα gay bar;
α) κανένα β) 1-3 γ) 3-10 δ) όλα

24. Ποιον πιστεύεις ότι ενίσχυσαν οικονομικά τα gay pride party στα bar;
α) τα bar β) το pride) γ) τους ανθρώπους του pride δ) τους/τις gay

25. Αισθάνεσαι τυχερός/ή που έχεις όλα τα παραπάνω τα χρήματα για να ξοδέψεις για να είσαι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

26. Θεωρείς πως αν δεν είχες τόσα χρήματα δεν θα ήσουν τόσο gay;
α) Ναι β) Όχι γ) χαζή ερώτηση

27. Θεωρείς πως κάποιος/α που έχει λιγότερα χρήματα από εσένα θα μπορούσε να είναι εξίσου gay με εσένα;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

28. Πιστεύεις ότι υπάρχουν φτωχοί gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

29. Φαίνονται ότι είναι gay;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

30. Ή φαίνονται ότι είναι απλά φτωχοί;
α) Ναι β) Όχι γ) ΔΞ/ΔΑ

31. Σου φάνηκε τραβηγμένο το παραπάνω ερωτηματολόγιο;
α) όχι β) καθόλου γ) γιατί το λες αυτό;

32. Που θα πας καλοκαίρι και τί είσαι διατεθειμένος να ξοδέψεις;
Το queeruption είναι μία αυτό-οργανωμένη συνάντηση-φεστιβάλ από queer άτομα, που γίνεται κάθε καλοκαίρι σε κάποια πόλη του κόσμου. Χωρίς εισιτήρια, χορηγούς, διαφημίσεις, άτομα με όποια σεξουαλικότητα μαζεύονται εκεί για να δημιουργήσουν έναν ανοιχτό χώρο έκφρασης, να συζητήσουν γύρω από τις πολιτικές του φύλου και της σεξουαλικότητας, να φάνε μαζί, να χορέψουν και να κάνουν ή να μην κάνουν sex στα sex party, να οργανώσουν δράσεις στη πόλη που τους φιλοξενεί και να είναι ορατοί χωρίς να χρειάζεται να πληρώνουν συνεχώς γι’ αυτό. Φέτος το queeruption θα γίνει τον Αύγουστο στο Tel Aviv.
Περισσότερες πληροφορίες: www.queeruption.org

Wednesday, June 21, 2006

Story telling as a healing process
μια τοποθέτηση του 4ου ανθρώπου με αφορμή την ιστορία των τριών.
















Πριν από κάποιες εβδομάδες ανέβηκε σε κεντρική Αθηναϊκή σκηνή το θεατρικό έργο του Martin Crimp “Fewer Emergencies” (φωτογραφία από την παράσταση δείχνεται επάνω). Ένα πάρα πολύ ωραίο σύγχρονο κείμενο που ολοκληρώνεται σε μόλις 40 λεπτά και αποτελείται από τρεις ιστορίες που φτιάχνουν-λένε οι τρεις ηθοποιοί με μια περίεργη αίθηση-χρήση της διαδικασίας της συνδιαμόρφωσης. Βλέπετε, ο ένας ρόλος ενισχύει τον άλλο, τίποτα δεν πέφτει κάτω, τίποτα δεν πάει χαμένο και ταυτόχρονα πάντα ένας έχει πιο κεντρικό ρόλο στην ιστορία που ‘αυτός/ή’ θέλει να πει. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά ακαταλαβίστικες ιστορίες τόσο λόγω δομής όσο και λόγω περιεχομένου. Αλλά το νόημα δεν είναι να βγουν κατανοητές ιστορίες που πιθανά κάτι περιγραφούν ή κάτι αφηγούνται. Το όλο παιχνίδι γίνεται ως θεραπευτική διαδικασία-πράξη (τουλάχιστον στην δική μου ερμηνεία). Το αποτέλεσμα που φέρνει είναι απλά η επούλωση των τραυμάτων.

Story telling as a healing process λοιπόν.

Έχει τέτοιες ιδιότητες το story telling; Φυσικά, και ο Marting Grib δεν ήταν ο πρώτος που το ανακάλυψε. Η ανακάλυψη του story telling και των ιδιοτήτων του από τους ανθρώπους πρέπει να συνέπεσε με την ανακάλυψη της φωτιάς. Για να γίνει συστηματική πρακτική έπρεπε να περάσουν κάποιες χιλιάδες χρόνια και να ανακαλυφθεί αρχικά το ντιβάνι και στη συνέχεια η χρήση του από τον Froyd. Προσπάθεια να γίνει επιστήμη άρχισε από τον Lacan, σε μια περίοδο που όλες οι αφηγήσεις προσπαθούσαν να ονομασθούν επιστήμη, και συνεχίζεται σε διάφορα πεδία μέχρι και σήμερα. Αρκετά όμως με το θεωρητικό του κομμάτι με το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν τα πάω και πολύ καλά.

Οι παραπάνω αναφορές δεν χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα για το αν το story telling έχει επουλωτική δράση – αυτό το ξέρουμε δα όλοι από την προσωπική μας εμπειρία. Πάνω σε αυτό δομούνται κατά βάση και οι φιλικές σχέσεις. Είναι σχέσεις που τις ‘χρησιμοποιείς’ και για να λες τον πόνο σου – να επουλώνεις το τραύμα σου. Ένα πόνο που έχει πίσω του μια ιστορία. Έναν χωρισμό ας πούμε. Τον συνοδεύεις από έναν τουλάχιστον φίλο, ένα τουλάχιστον μπουκάλι και μια ιστορία που λέγεται και ξαναλέγεται, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, στους διαφορετικούς φίλους και με τα διαφορετικά μπουκάλια, με διαφορετικές πληροφορίες, διαφορετικές εστιάσεις διαφορετικό ύφος και συμπέρασμα. Αλλά το σημαντικό στη διαδικασία δεν είναι τόσο η ύπαρξη του μπουκαλιού όσο η ύπαρξη του φίλου ως ο κοινωνικός άλλος. Αυτή η θέση, ομιλούσα ή μη δεν έχει καμία σημασία, υπάρχει εκεί για να υποδηλώνει τη συνενοχή στο χτίσιμο μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Βλέπετε, το άτομο μπορεί και από μόνο του να λέει ιστορίες και το κάνει. Τις λέει στον εαυτό του, και τις ξαναλέει και ξανά και ξανά και άλλες φορές είναι ίδιες και άλλες φορές είναι διαφορετικές. Αλλά με αυτόν τον τρόπο είναι από δύσκολο έως αδύνατο το άτομο αφενός να καταλήξει στη δημιουργία μίας ιστορίας και αφετέρου να εκτονωθεί. Μπορεί μάλιστα και να τρελαθεί στο τέλος. Και η μία ιστορία ως κατακλείδα της διαδικασίας είναι σημαντική έστω κι αν δεν είναι μία αλλά μια σειρά από συγκεκριμένες και επαρκώς οροθετημένες ιστορίες. Η μία ιστορία είναι η προσπάθεια δόμησης όσο το δυνατόν περισσότερων συναισθημάτων - πληροφοριών σε ένα συγκροτημένο κατασκεύασμα που είναι ως τέτοιο πιο εύκολα διαχειρήσιμο.

Σαν να λέμε λοιπόν ότι ο ψυχαναλυτής είναι ένας άνθρωπος που τον πληρώνουμε για να είναι εκεί, να μην μιλάει (στις περισσότερες τουλάχιστον σχολές ψυχανάλυσης) αλλά να είναι συνένοχος στη προσπάθεια να συγκροτήσει ο αναλυόμενος μία ιστορία στην οποία θα καταλήξει και την οποία θα λέει στον εαυτό του και να μάθει και τον τρόπο να κατασκευάζει μία ιστορίες και να μην χαόνεται στις άπειρες ιστορία. Είναι τόσο αποδεδειγμένα τα αποτελέσματα του storing telling as a healing process που κάποια νοσοκομεία στο δυτικό εξωτερικό πληρώνουν ανθρώπους για να ακούν ιστορίες των αρρώστων, ιδιαίτερα των γερόντων και αυτών που βρίσκονται σε χρόνια νοσηλεία. Λέει λοιπόν ότι οι γέροι λένε την ιστορία της ζωής τους και θυμούνται τα χρόνια της νεότητάς τους που ήταν χρόνια γεμάτα ενέργεια, δημιουργικότητα κτλ και αυτό θετικά αποτελέσματα στην κατάσταση της υγείας τους.

Αλλά από τί πρέπει κανείς να θεραπευτεί και λέει μια ιστορία; Συνήθως από κάτι που έγινε. Κάτι που έκανε ή κάτι που έπαθε. Όσο πιο ισχυρό το συμβάν τόσο πιο έντονη η επιθυμία, που γίνεται ανάγκη, να ειπωθεί. Το άτομο λοιπόν μετά από μια τέτοια εμπειρία σπεύδει στον άλλο άνθρωπο, τον φίλο, τον γκόμενο, να του εναποθέσει το μισό του τουλάχιστον φορτίο λέγοντάς του την ιστορία του. Και λέει την ιστορία για να την ακούσει ο ίδιος και να την αποδεχτεί. Και λέει την ιστορία της για να δοκιμάσει την αποδοχή του ακροατή του απέναντι σ’ αυτή. Και άρα την αποδοχή του απέναντι σ’ αυτόν. Μετά από αυτό που έπαθα-έκανα συνεχίζω να μπορώ να είμαι αποδεχτός από σένα και άρα από τον κοινωνικό άλλο που εσένα όρισα να αντιπροσωπεύεις; Αν είναι έτσι, αυτό με βοηθά να το διαχειριστώ, να το ξεπεράσω, να το γειώσω κτλ. Αυτό άλλωστε κάνει και ο ψυχαναλυτής: αποδέχεται, χωρίς όρους, χωρίς δικαιολογίες. Είναι εκπαιδευμένος να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του ακόμα κι αν ακούσει την πιο φριχτή ιστορία - φανταστική ή πραγματική.

Μέχρι τώρα όμως μίλησα για ιστορίες ατομικές, που δεν αφορούν ταυτόχρονα τον ακροατή και τον εκφωνητή. Τι γίνεται όμως όταν η ιστορία του ενός έχει συνέπειες και πάνω στον άλλο; Γιατί επιλέγουμε να πούμε σε κάποιον ιστορίες όταν αυτές τον αφορούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Ας μιλήσουμε για το κέρατο. Ένα άτομο κερατώνει τον σύντροφό του. Του το λέει ή όχι και γιατί; Να ένα ερώτημα που φαντάζομαι έχει εξαντληθεί σε στήλες περιοδικών όπως το Cosmopolitan. Οι τάσεις πολλές, και τα επιχειρήματα κάθε πλευράς ισχυρά. Και ναι, καταλαβαίνω και εκτιμώ την ειλικρίνεια ως μια διαδικασία μείωσης της εξουσίας που η γνώση της ιστορίας δίνει στον γνώστη απέναντι στον αγνοούντα. Εξουσία που εφόσον υφίσταται, το πότε θα εκφραστεί είναι απλά θέμα χρόνου και το πώς θέμα προθέσεων. Και επίσης καταλαβαίνω την ειλικρίνεια ως μια αίσθηση δικαίου και δημιουργίας καλού προηγούμενου ούτως ώστε όλα τα αντίστοιχα συμβάντα από όλες τις μεριές να ανακοινώνονται και να αποτελούν θέμα συζήτησης, ανοιχτά και καθαρά. Είναι όμως τα πράγματα μόνο έτσι; Πώς δικαιολογείται αυτή η μετάδοση γνώσης όταν συνοδεύεται από τόσα δυσάρεστα συναισθήματα για τον άλλο; Τόσους ανταγωνισμούς; Τόση ανασφάλεια; Γίνεται για το καλό της σχέσης άρα και το καλό του άλλου; Γίνεται λοιπόν να βάζεις τον άλλο να ακούσει κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο για τον ίδιο…για το καλό του; Δεν το πιστεύω. Και σίγουρα δεν πιστεύω αυτούς που λένε μόνο αυτό: ότι δηλαδή επιλέγω την ανοιχτότητα για το καλό του άλλου και της σχέσης μας. Όχι. Η βασική ιδιότητα αυτής της διαδικασίας είναι η θεραπεία-επούλωση με τον τρόπο που αυτό επιτυγχάνεται από το story telling (βλέπε παραπάνω).

Μετά από ένα κέρατο, όσο πιο kinky - ένα όργιο ας πούμε - τόσο πιο πολλά και πιο έντονα τα συναισθήματα που έχει το εμπλεκόμενο άτομο. Άπειρη πληροφορία έχει συμπιεστεί σε τόσο λίγο χρόνο. Γιατί το έκανα; με ποιόν; γιατί τώρα; γιατί με αυτούς; ποια ήταν η θέση μου; τι έκανε το σώμα μου; τι το έβαλα να κάνει; τι δεν έκανε; τι έκανε που δεν το έκανε πριν; πώς το έκανε; τι έμαθα για μένα μετά από αυτό; τι έμαθα για το σώμα μου; πώς κάνω έρωτα τώρα – μετά από αυτό; πως έκανα έρωτα πριν; έχει αυτό που έγινε συνέπειες σε μένα; σε άλλους; τι είδους συνέπειες; μετάνιωσα; θέλω να το ξανακάνω; τί θα άλλαζα;… και άλλα άπειρα τέτοια ερωτήματα σκούζουν για απαντήσεις αλλά πιο πολύ για αναγνώριση. Κάθε φορά που κάνω κάτι τέτοιο πρέπει να περάσω κάποιες ώρες ή μέρες προσπαθώντας να το διαχειριστώ. Να κάνω σκέψεις-ιστορίες του συμβάντος, να μιλάω γι’ αυτό σε μένα και σε άλλους, να σκέφτομαι, να σκέφτομαι. Το κάνω γιατί καταλαβαίνω πράγματα για μένα. Η λειτουργία μου σε τέτοιες συνθήκες μου δίνει πάρα πολλές πληροφορίες για να μάθω λίγο καλύτερα τον εαυτό μου και για τον τρόπο που λειτουργώ ακόμα και σε άλλες ίδιες ή διαφορετικές συνθήκες. Μαθαίνω λοιπόν, σίγουρα αυτό, και γι’ αυτό το κάνω. Και όπως κάθε μάθηση έτσι κι αυτή είναι μερικές φορές δυσάρεστη ως εμπειρία. Θυμάμαι πολλές φορές να είμαι μέρες κουλουριασμένος στο κρεβάτι μου και μόνος να προσπαθώ να διαχειριστώ την έκθεσή μου, τις πράξεις μου, και να μου είναι πολύ πολύ δύσκολο. Αλλά όπως λέει και η μελίνα τανάγρη «κι αν κάηκαν τα χέρια μου δεν έχει σημασία, με τίποτα δε θα’ χανα μια τέτοια πυρκαγιά».

Και προσπαθώ τόσο πολύ να μείνω όσο πιο πολύ μπορώ μόνος μου για να βράσω σ’ αυτό το καζάνι συναισθηματικής πληροφορίας ως μια διαδικασία κάθαρσης, αλλά δεν το καταφέρνω πάντα. Ίσως πιο συχνά αυτό που κάνω είναι να σπεύσω στον γκόμενό μου και να του το πω. Να του πω την ιστορία για να την ακούσω κι εγώ. Και μετά να φύγει από πάνω μου και να περάσει σε εκείνον. Και από το να έχω να τη διαχειριστώ εγώ για μένα να έχω να διαχειριστώ τη διαχείριση της ιστορίας από τον γκόμενό μου για εκείνον ή για τη σχέση μας. Σίγουρα το τί αυτό θα σημάνει για τη σχέση μας και άλλα τέτοια είναι πολύ σημαντικά ζητήματα αλλά θα έπρεπε ίσως να έρχονται δεύτερα και μετά από μια ατομική πλύση και ένα τουλάχιστον καλό στύψιμο.

Ναι, λοιπόν, όταν κάποιος σπεύδει αβίαστα να μιλήσει για το κέρατο στον κερατωμένο δεν με πείθει ότι το κάνει για τον άλλο όσο το κάνει για τον ίδιο. Άλλωστε, ο άλλος, ο κερατομένος, δεν νομίζεται ότι ήρθε στο προσκήνιο και απέκτησε ύπαρξη κάπως αργά; Αυτός έλειπε λίγο πριν γίνει το συμβάν και σίγουρα κατά διάρκεια. Σ’ αυτές τις στιγμές η ύπαρξή του δεν υπήρχε τόσο έντονη έως δεν υπήρχε καθόλου (οξύμωρο;). Αν ήταν έντονη αυτή του η παρουσία πιθανά θα ήταν και ικανή να αποτρέψει το γεγονός. Και σίγουρα καταλαβαίνω πως είναι δυνατό να συμβαίνει να μην υπάρχει καθόλου και το συμβάν να αρχίζει και να τελειώνει ως μια προσωπική διαδικασία σε μια προσωπική κατάσταση του δράστη. Ειδικά λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις με ποιον τρόπο και για ποιο λόγο αμέσως μετά το συμβάν η ύπαρξη του άλλου ανάγετε σε κεντρική και μάλιστα ως αντικείμενο υπεράσπισης; Πώς δηλαδή αμέσως μετά από κάτι που έγινε και δεν τον αφορούσε και δεν συμμετείχε ξαφνικά αυτός υπάρχει και πρέπει και να προσπατευτεί; Και άρα να προσέξουμε πως θα του το πούμε, τι θα του πούμε κτλ; Η ύπαρξη αυτού λοιπόν μήπως έγινε κεντρική ως ανάγκη για συνενοχή, αποδοχή και απόσπαση από τα πιο σημαντικά και πιο δύσκολα πράγματα που είχαν να γίνουν; Μήπως λοιπόν, λέω μήπως, ο κερατάς σπεύδει στον κερατωμένο και πατώντας πάνω στις συμφωνημένες αρχές και καλά περί ειλικρίνειας, ανοιχτότητας, καλού προηγούμενου κτλ, λέει την ιστορία για να φύγει από πάνω του, για να πάει πάνω στον άλλο, για να μετουσιωθεί σε μια κατάσταση που τώρα πρέπει να τη διαχειριστούνε μαζί, ή να διαχειριστούνε μαζί το πρόβλημά του, που από δικό μου έγινε πολύ γρήγορα δικό σου, για να τσεκάρει την αποδοχή του συντρόφου ως του κοινωνικά άλλου και φυσικά, όλα αυτά, για να αποφύγει την αυτοκριτική διαδικασία διαχείρισης του συμβάντος σε προσωπικό επίπεδο με τα ατομικά του εργαλεία, μια διαδικασία πολύ πιο δύσκολη, που πιθανά θα έβγαζε στην επιφάνεια απωθημένα, ανασφάλειες, και ένα κάρο πράγματα που ένας μπορεί να δει μόνο για τον εαυτό του αν και εφόσον κάτι τέτοιο τον ενδιαφέρει; Και αυτό εφόσον έχουμε αποδεχτεί a priori τις καλές προθέσεις του δράστη και όχι ότι λέει μια ιστορία που έχει αναφορά σε πραγματικό συμβάν ή όχι για να ασκήσει απόλυτη και παγερή εξουσία πάνω στον άλλο, αυτόν που δεν ήταν εκεί, πάντα για τους λόγους του, συνειδητούς ή όχι.

Ας καταλήξω κάπου λοιπόν. Εγώ λέω λοιπόν ότι ναι, με ενδιαφέρει τα πράγματα να είναι ανοιχτά και πάνω στο τραπέζι. Και με ενδιαφέρει να είμαι φορέας και εγώ με τη σειρά μου μιας γνώσης που υπάρχει σε άλλους για να διαχειριστώ καλύτερα τη σχέση μου μ’ αυτούς τους άλλους και μ’ αυτή τη γνώση. Και έτσι ναι θέλω να τα λέω και να μου τα λένε όλα (καλύτερα: ‘όλα’). Αλλά ταυτόχρονα θέλω να είναι καθαρό το γιατί τα λέω και γιατί τα ακούω. Και θέλω να έχω περάσει ένα χρονικό διάστημα να διαχειρίζομαι τα δικά μου πράγματα με μένα πριν τα ρίξω σε έναν άλλο. Γιατί τότε είναι και πιο ξεκάθαρο το τί έχει κανείς να κάνει, τί να διαχειριστεί, τί είναι δικό του και τί του άλλου και τί είναι προς κοινή διαχείριση. Και γιατί μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά είναι σημαντικό και είναι και ωραίο και όπως λέει και ο Lacan, και που το έλεγε παλιότερα ο Tao Te King και το ήξερε αυτό ο Lacan: όταν ανακοινώνεις τις επιθυμίες σου χάνεις τη μισή απόλαυση.

Friday, June 09, 2006

μη-κακονικο-φοβία

το παρακάτω κειμενο δημοσιεύθηκε από τον "κάποιον" την Τετάρτη 7 Ιουνίου στο στο indymedia αθηνών (http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=520279).
Το θεωρώ ένα κείμενο για την κανονικότητα, τη μη-κανονικότητα, και τη βία που η μία μπορεί να ασκήσει στην άλλη. Το θεωρώ ένα κείμενο για τη μη-κανονικο-φοβία. Αισθάνομαι ότι θα μπορούσα να το έχω γράψει εγώ, γι' αυτό και το αναδημοσιεύω.


θα ήθελα να με ακούει .. αλλά δεν ελπίζω πλέον



ΜΕΓΑΛΩΣΑ ΣΤΗΝ ΒΕΡΟΙΑ. Μεγάλωσα στην πόλη που πάει να γίνει η πόλη των εξαφανισμένων. Η πόλη των δολοφονημένων. Η πόλη των δολοφόνων.

Δεν γράφω για να υπερασπιστώ κανέναν. Προσπαθώ να καταλάβω και να εξηγήσω. Τα όχι-και-τόσο ακατανόητα. Τα όχι-και-τόσο ανεξήγητα.

Έχω νιώσει, παιδάκι, την Απειλή που σκότωσε τον Άλεξ. Μία μόνο φορά.

Όχι, δεν είμαι Ξένος. Ούτε έχω πάνω μου κάτι ιδιαίτερα περίεργο. Δεν ανήκω σε καμμία από τις γνωστές "μειονότητες". Ήμουν όμως ένα ήσυχο παιδί, μετά από κάποια ηλικία φορούσα και γυαλιά, ήμουν κάπως παχουλός. Ήμουν ίσως, για κάποιους, ΑΡΚΕΤΑ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΓΙΑ ΝΑ ΔΩΣΩ ΣΤΟΧΟ.

Ήμουν εννιά δέκα χρονών, και πήγαινα στα αγγλικά σε μια μακρινή και άγνωστη γειτονιά. Στη διαδρομή αυτή, όποτε περνούσα κοντά σε άγνωστα παιδιά που παίζανε, έτρεμα μέσα μου από ένστικτο, μη τυχόν με προσέξουν κι ασχοληθούν μαζί μου. Μέχρι που άλλαζα και πεζοδρόμιο, ή και δρόμο, καμμιά φορά, για να περάσω απαρατήρητος.

Μια από αυτές τις φορές όμως, ασχολήθηκαν. Ένα κωλόπαιδο δηλαδή το ξεκίνησε, μού επιτέθηκε φραστικά και άρχισε να με πλησιάζει επικίνδυνα, καθώς περνούσα από την άκρη της παρέας που έπαιζε. Οι άλλοι δεν πρόλαβαν ευτυχώς να πάρουν μπρος. Έφυγα τρέχοντας και δεν πρόλαβαν να με αγγίξουν.

Από την άλλη, ο φίλος μου ο Γ. ξεχώριζε παιδάκι γιατί φορούσε από μικρός γυαλιά. Γυαλάκια τον ανέβαζαν, γυαλάκια τον κατέβαζαν. Μέχρι και στις εκδρομές, όπου έπαιζε πάντα τον «Γκιαούρη» ή τον «Έλληνα», τις έτρωγε *πάντα* από τον Ηλία, τον «Τούρκο» ή «Γερμανό»….

Ο Λ. ήταν διαφορετική περίπτωση. Ξεχώριζε πρώτα πρώτα γιατί ήταν πανύψηλος. Τελικά έγινε 2.10, αλλά και σαν παιδί, ήταν αφύσικα ψηλός. Εκτός από πανύψηλος, διέπραττε άθελά του την φοβερή αμαρτία να είναι πολύ λευκός και σχεδόν άτριχος. Εκεί να δεις καζούρα. Λίγο αργότερα, στο γυμνάσιο, άρχισαν και κάποια σχόλια για την σεξουαλικότητά του, με βάση απλά και μόνο την εμφάνισή του, οπότε και ο Λ. απομονώθηκε πλήρως από τους «πολλούς». Θυμάμαι όμως να τού κάνει χοντρή καζούρα ακόμα κι ένας πολύ καλός κοινός φίλος, ένα κατά τα άλλα αξιόλογο παιδί: Καλοκαίρι στον Μακρύγιαλο, σχολίαζε ότι «δεν φουσκώνει το μαγιώ του» και προσπαθούσε ΜΕ ΤΗ ΒΙΑ να του το βγάλει. Ο Λ. επέζησε, και πρόκοψε, αλλά ποτέ δεν θα τολμήσει να δηλώσει ανοιχτά στην Βέροια την ομοφυλοφιλία του.

Ο Η. ήταν ακόμα μια διαφορετική περίπτωση. Ένα γεροδεμένο παιδί, μέτριας νοημοσύνης, που δεν έδινε φανερό στόχο, δεν ξεχώριζε ορατά σε κάτι. Δεν ξέρω τί ήταν αυτό που έκανε τους πολλούς να τον βάλουν κάτω, στο δασάκι, και να τον γδύσουν με την βία, ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΝ ΛΕΕΙ ΑΝ ΕΧΕΙ ΠΟΥΛΙ ΚΑΙ ΑΡΧΙΔΙΑ, χαχανίζοντας και βρίζοντας. Παρακολουθούσα με τρόμο από μακριά, δεν ήταν δυνατόν παρέμβω. ΑΥΤΟΙ ήταν οι Δυνατοί, οι Κανονικοί, οι Αθλητικοί (οι καλύτεροι στο βόλλευ και στο μπάσκετ…), και οι υπόλοιποι, ακολουθώντας την αγέλη, είχαν γίνει Ένα μαζί τους. Όλοι, εναντίον ενός.

Αξίζει να επισημάνω εδώ ότι εμένα προσωπικά δεν με πείραξε ποτέ κανείς, τουλάχιστον όχι σωματικά.

Τα καλοκαίρια όμως στην Αττική, στον Ωρωπό, ή εκεί στον Παρνασσό, στην χριστιανική (!!!!!) κατασκήνωση, ένιωσα βαθιά στο πετσί μου μιαάλλου είδους βία, μιάν ιδιότυπη μορφή ρατσισμού. Ήμουν εκεί για "κάποιους" ο «βόρειος», ο μισο-Βούλγαρος, ο εξ'ορισμού βάρβαρος, που αναμενόταν να μιλάει αστεία, με το ΜΕ και με το ΣΕ και με το ΛΛΛ (και ήταν περίεργο και ύποπτο για΄τι ΔΕΝ μιλούσε έτσι). Για κάποιους πιο ψαγμένους στην κατασκήνωση των ΧΜΟ (Χριστιανικών Μαθητικών Ομάδων) στον Παρνασσό, γόνους «ευγενών» οίκων των βορείων προαστείων, ήμουν *και* ο "Μογγόλος", μόνο και μόνο επειδή το επίθετό μου τελειώνει σε «-ίδης». ΜΟΝΟ και μόνο επειδή ΚΑΠΟΙΟΣ έπρεπε να γίνει στόχος, κάποιος έπρεπε να είναι Ο ΑΠΟΔΙΟΠΟΜΠΑΙΟΣ ΤΡΑΓΟΣ. Τα "χριστιανόπουλα" αυτά διασκέδαζαν εξάλλου ιδιαίτερα παραφράζοντας χριστιανικούς ύμνους, όπως το "Αδελφέ που πονάς θα το πιείς κι από μας, το κρασί της χαράς που ποτέ δεν ζαλίζει (της Θείας Κοινωνίας)". Τραγουδούσαν λοιπόν όλο μπρίο και χαρά, τα βλαστάρια αυτά των "καλύτερων οικογενειών" της Αθήνας, "Αδελφέ που πονάς θα τις φας κι από μας"....

Είναι άραγε έμφυτη η ανάγκη να έχουμε κάποιον αποδιοπομπαίο τράγο διαθέσιμο για σωματικό ή ψυχικό λυντσάρισμα;;; ΠΟΣΟ ΔΥΝΑΤΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ, ΤΟ ΕΝΣΤΙΚΤΟ ΤΟΥ ΚΑΙΑΔΑ, που κάνει μικρούς και μεγάλους να εντοπίζουν αυτόματα πραγματικές ή φανταστικές διαφορές και να τις πατάσσουν με κάθε δυνατό τρόπο; Τι είναι αυτό που μετατρέπει μια ομάδα από παιδιά σε μια αγέλη αγριεμένων ζώων; ΤΙ ΈΝΣΤΙΚΤΑ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΑ ΠΟΥ ΚΟΥΒΑΛΑΜΕ ΜΕΣΑ ΜΑΣ;;;;;;;;;;

Ο κύριος Φρόυντ έχει πολλά να μας πει πάνω σ₼αυτό.

Πρώτον, είναι ο εγγενής ΣΑΔΙΣΜΟΣ, ο ίδιος που ηδονίζει κάποιους όταν βλέπουν ένα σπίτι να καίγεται (όχι το δικό τους), ό ίδιος που κάνει τους οδηγούς να επιβραδύνουν για να παρατηρήσουν λαίμαργα τα μυαλά στην άσφαλτο μετά το φρέσκο ατύχημα, ο ίδιος που κόβει εισιτήρια στις ταινίες τρόμου αμερικάνικου τύπου, αυτές με τα αλυσοπρίονα και τις λεύκες...

Δεύτερον, είναι ένα ένστικτο ακόμα πιο βαθύ, ακόμα πιο πρωτόγονο, ακόμα πιο αποτρόπαιο. Η ΓΕΝΕΤΙΚΗ ΕΠΙΛΟΓΗ, ΠΟΥ ΕΠΙΤΑΣΣΕΙ ΤΗΝ ΠΑΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΥ. Στην πρωτόγονη φάση της ανθρωπότητας, όταν ήμασταν ακόμα πιο ζώα ΑΠ₼ΌΤΙ ΤΏΡΑ, διαφορετικό σήμαινε συνήθως ΕΛΑΤΤΩΜΑΤΙΚΟ, αδύναμο, και ανίκανο να αναπαραχθεί, βάρος για την μητέρα και για την ομάδα. Η μόνη μοίρα που θα μπορούσε να το περιμένει, ήταν ο Καιάδας. Η μυωπία, για παράδειγμα (από αυτήν έχω κάμποσους βαθμούς), ήταν ασύμβατη με τη ζωή, αφού ο μύωψ θα γινόταν εύκολα μεζεδάκι κάποιου αρπακτικού. Άρα όσο πιο νωρίς ξαφορτώνονταν η ομάδα τον μύωπα, τόσο μεγαλύτερο το κέρδος, τόσο λιγότεροι οι σπαταλημένοι πόροι, οι χαραμισμένοι για να μεγαλώσει ένα άχρηστο μέλος. Ακόμα ένα παράδειγμα, η ομοφυλοφιλία, ή έστω η ελαττωματική αρρενωπότητα (η χαμηλή τεστοστερόνη στα αγόρια), είναι επίσης ασύμβατες με την αναπαραγωγή και με την επιβίωση στην Ζούγκλα. Και οι πρωτόγονοι χρειάζονταν πολλά και δυνατά και νταβραντισμένα παιδιά, γιατί ζούσαν λίγο, και πολλοί πέθαιναν από τις αρρώστιες και από τα άγρια ζώα και τα διάφορα δηλητήρια.

Έτσι, για όλους αυτούς τους λόγους, Ο ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΟΣ ΕΠΡΕΠΕ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ, ΟΣΟ ΤΟ ΔΥΝΑΤΟΝ ΠΙΟ ΓΡΗΓΟΡΑ… Αυτό είναι ένα από τα πιο βασικά ένστικτα της Αγέλης. Να εγκαταλείψει στην τύχη του τον αδύναμο, και να συνθλίψει τον διαφορετικό.

Άλλο ένα ένστικτο της αγέλης είναι να ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟ ΟΜΟΙΟ ΚΙ ΟΜΩΣ ΞΕΝΟ. Γιατί τα γονίδια της Αγέλης είναι αυτά που πρέπει να επικρατήσουν. Ο αρσενικός γάτος σκοτώνει εν ψυχρώ γατάκια που δεν είναι δικά του, αν τα βρει ανυπεράσπιστα. Και η αγέλη το ίδιο, ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΤΟΝ ΞΕΝΟ, ΣΚΟΤΩΝΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΞΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ. Πιθανότατα με αυτόν τον τρόπο επικράτησαν οι πρόγονοί μας, οι Cro Magnon (Homo Sapiens Sapiens) έναντι των Νεάτερνταλ (Homo Sapiens Neaderthalensis). Ακόμα όμως και στην ιστορική περίοδο έχουν καταγραφεί γενοκτονίες ολόκληρων λαών, φτάνοντας έως και τα βρέφη στην κούνια…Σας το λέω, είναι πολύ άγριο ζώο, αυτός ο Homo.

Το βασικότερο τέλος ένστικτο της αγέλης είναι η ομαδικότητα. Η αίσθηση του να ανήκεις σε μιαν Ομάδα, που δίνει ασφάλεια, δίνει δύναμη, και απελευθερώνει πολύ πιο εύκολα όλα τα προηγούμενα ζωώδη ένστικτα. Αυτό είναι το ένστικτο που έδωσε -ισχύ στον φασισμό (fascia = η δεσμίδα, άρα η παράλληλη και συντονισμένη δράση), αυτό είναι το ένστικτο που τρελλαίνει τους χούλιγκανς, αυτό είναι το ένστικτο που νικάει στην μάχη έναν λιγότερο ομογενή εχθρό, με λιγότερη συνοχή.

Όλα αυτά τα ένστικτα, σε πιο συγκαλυμμένη μορφή, είναι που αφιονίζουν και μια ομάδα παιδιών, και τα κάνει να δέρνουν ή απλά να ταπεινώνουν ένα άλλο παιδάκι, το πιο διαφορετικό, ή το πιο αδύναμο, ή απλά τον πιο εύκολο στόχο.

Ας μην ξεχάσουμε και την σκληρότητα που δείχνουν τα παιδιά προς τα ζώα, έχει άμεση σχέση με τον φόνο του Άλεξ. Πριν από λίγες μέρες, μιλώντας με μια Ναουσαία κυρία 40κάτι χρονών, πρόσεξα στο μέτωπό της μια παλιά ουλή. Πώς το πάθατε, τη ρώτησα. Με πέρασαν για γάτα, μού απάντησε. Πώς είπατε, ξαναρώτησα, δεν κατάλαβα. Ήμουν έντεκα χρονών, μού λέει, και έπαιζα με ένα αγοράκι γύρω στα εννιά. Είχε σχεδόν νυχτώσει, και χωρίσαμε. Εγώ, μέσα σε μια διπλανή αυλή, νιαούρισα για πλάκα, και αυτός με πέρασε για γάτα, και μού πέταξε μια πέτρα.

Αυτό το φονικό ένστικτο, αυτή η δίψα για αίμα, που οπλίζει το χέρι ενός εννιάχρονου με μια φονική πέτρα για να σκοτώσει μια γάτα, ή ένα άλλο ανυπεράσπιστο μικρό ζωάκι, είναι, ΚΑΙ αυτό, πολύ ανεπτυγμένο σε πολλούς.

ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ είναι που σκότωσαν τον Άλεξ. ΑΛΛΑ, το έτος 2006 της ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ μας χρονολογίας, σε μια χώρα ΠΟΥ ΘΕΛΕΙ ΝΑ ΛΕΓΕΤΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΕΝΗ, σε μια ΠΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΩΝ, τα ένστικτα ΘΑ ΕΠΡΕΠΕ να έχουν εξουδετερωθεί μέσω της ΑΝΑΤΡΟΦΗΣ, και μέσω της ΠΑΙΔΕΙΑΣ.

Ο ανθρώπινος Πολιτισμός χιλιετίες τώρα, ο Χριστιανισμός εδώ και 2006 χρόνια, ο Διαφωτισμός και ο Ανθρωπισμός εδώ και κάποιους αιώνες, πολέμησαν και πολεμούν, να κατευνάσουνι τα ζωώδη ένστικτα, να προστατέψουν τον ελαττωματικό, τον διαφορετικό, τον αδύναμο. Είναι η Μάχη του ανθρώπου που θέλει να γίνει Άνθρωπος, του θηλαστικού ζώου που θέλει να γίνει ένα πνευματικό Ον, όμοιο με τον Τέλειο Θεό, το Υπέρτατο Πνευματικό Ον που κάποτε ο ίδιος φαντάστηκε κι επινόησε, προσπαθώντας να ξορκίσει τον αρχέγονο Φόβο της Φύσης και του Θανάτου.

Από εκεί κρεμόμαστε. Από την ελπίδα να γίνουμε κάποτε Άνθρωποι. Μόνο γι₼αυτό αξίζει να ζούμε. Μήπως, κάποτε, κάποιοι μακρινοί μας απόγονοι, γίνουν Άνθρωποι. Γι₼αυτό αξίζει να δίνουμε τις Μάχες μας. Τον Πόλεμό μας.

Στην Βέροια, χάσαμε τη μάχη, για μια ακόμα φορά. Οι γονείς, οι δάσκαλοι, ο περίγυρος των παιδιών αυτών, των ΦΟΝΙΑΔΩΝ αυτών, απέτυχε (αν υποθέσουμε ότι προσπάθησε) να τα μετατρέψει από αγρίμια σε Ανθρωπάκια, από αγέλη άγριων ζώων, σε μέλη μιας Κοινωνίας Ανθρώπων.

Όχι, η "παιδική αθωότητα", ΔΕΝ είναι αυθύπαρκτη, ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΤΗΣ. Το ότι κάθε παιδί είναι ένα "λιλιπούτειο αγγελούδι" είναι άλλο ένα ψέμα, ένα κατασκεύασμα των ΘΛΙΒΕΡΩΝ ΚΟΡΑΚΙΩΝ ΤΩΝ ΜΜΕ, με μοναδικό σκοπό να εκβιάσουν ένα ακόμα δάκρυ, και να βάλουν ακόμα καναδυό ΔΙΑΦΗΜΊΣΕΙς στις βρώμικές τους τσέπες.......

Το ανθρώπινο παιδί είναι ένα μικρό ζωάκι, γεμάτο άγρια ένστικτα, που μπορεί όμως να μετατραπεί σε ανθρωπάκι, ίσως και σε Ανθρωπάκι. ΑΥΤΟ ΟΜΩΣ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΚΑΘΟΛΟΥ ΑΥΤΟΝΟΗΤΟ, δεν πρόκειται για μια αυτόματη, ΦΥΣΙΚΗ διαδικασία. Το αντίθετο μάλιστα. Το "φυσικό" είναι το άγριο, το βίαιο, το αποτρόπαιο. Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ, αυτός είναι που είναι ΑΦΥΣΙΚΟΣ.

Πολλές οι αμαρτίες σου, Άλεξ, βαριές, και μαζεμένες. Δεν ήσουν απλά Ξένος, ήσουν ξανθούλης, ήσυχος, μαζεμένος, ευαίσθητος, δεν είχες πατέρα, φορούσες γυαλιά, έπαιζες πιάνο…

Άλεξ, ήσουν εσύ ένα Ανθρωπάκι ανάμεσα στ'αγρίμια. Δεν ταίριαζες με τα άγρια θηρία που είχες γύρω σου. ΟΥΤΕ ΚΑΙ ΜΕ ΤΟΥΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΟΥΣ, ΠΟΥ ΘΑ ΤΡΕΞΟΥΝ ΝΑ ΣΕ ΚΑΤΑΣΠΑΡΑΞΟΥΝ ΜΕΤΑ ΘΑΝΑΤΟΝ, ΧΥΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝΟΥΣ ΚΡΟΚΟΔΕΙΛΙΑ ΔΑΚΡΥΑ, ΓΙΑ ΝΑ ΠΟΥΛΗΣΟΥΝ ΔΥΟ ΤΡΕΙΣ ΔΙΑΦΗΜΙΣΕΙς ΠΑΡΑΠΑΝΩ.

Άλεξ, δεν μπορώ να σού υποσχεθώ τίποτα, δεν ξέρω αν η ανθρώπινη αγέλη, η ανθρωπότητα, θα γίνει κάποτε Ανθρωπότητα με Α κεφαλαίο. Θα ήθελα να το ελπίζω, για να μπορέσω κι εγώ να συνεχίσω να ζώ. Έχε γειά.

Saturday, April 22, 2006


Κάποια σχόλια στην παραπάνω εικόνα.

Κατά την τελευταία μου σαϊτότσαρκα στο ίντερνετ έπεσα πάνω στην εικόνα που εκθέτω επάνω. Χωρίς να θέλω να υπονοήσω κάτι κακό για την ευφυΐα των αναγνωστών μου θα υποπέσω στο παράπτωμα που συνήθως πέφτει η μητέρα μου να περιγράψω τι λέει και τι δείχνει για να αποκλείσω τυχών παρερμηνείες και να ανοίξω έτσι το δρόμο προς το σχολιασμό της. Η συγκεκριμένη λοιπόν εικόνα δείχνει μία φωτογραφία από εκείνες που κυκλοφόρησαν στα ΜΜΕ και που αποθανατίζουν τα βασανιστήρια των αμερικανικών δυνάμεων κατοχής στους ιρακινούς κρατουμένους στις φυλακές. Στη συγκεκριμένη φωτογραφία απεικονίζεται μια αμερικανίδα πεζοναύτρια να έχει δέσει ένα λουρί στον λαιμό ενός γυμνού άντρα κρατούμενου και να τον σέρνει. Δεν θα σταθώ καθόλου στο ίδιο το γεγονός που απεικονίζονται μιας και δεν υπάρχουν πολλά να πούμε και ούτε σημεία για να διαφωνήσουμε.

Εκεί που θέλω να σταθώ είναι στο σλόγκαν που συνοδεύει την εικόνα: «smash the patriarchy – you go girl» (σπάσε την πατριαρχία – μπράβο κορίτσι μου). To «smash the patriarchy», για όσους δεν γνωρίζουν, αποτελούσε και αποτελεί ένα από τα βασικά συνθήματα του φεμινιστικού κινήματος και όλων των συμπαθούντων σε αυτό κινημάτων. Τα κινήματα αυτά, έχοντας στην ιστορία τους να επιδείξουν μια αξιόλογη κριτική στην πατριαρχία ως τρόπο ιεραρχημένης δόμησης της κοινωνίας, υιοθετούν το συγκεκριμένο σλόγκαν για να προπαγανδίσουν τη στάση τους απέναντι σ’ αυτή. Ενώ συνεχίζω να μην έχω καμία πρόθεση να θεωρήσω το αναγνωστικό μου κοινό ηλίθιο, θα μπω στη διαδικασία να μιλήσω λίγο περισσότερο για την πατριαρχία, μιας και αυτά που θα πω θα μου χρειαστούν στο να στηρίξω το βασικό μου επιχείρημα που θα εκφράσω αμέσως μετά.

‘Πατριαρχία: η κοινωνική οργάνωση όπου ανώτατος αρχηγός είναι ο πατέρας’, όπως θα έλεγε ένα λεξικό της ελληνικής. Είναι, αλλιώς, το πολιτικό σύστημα που τοποθετεί στην κορυφή της ιεραρχίας τον άνδρα δίνοντάς του την δυνατότητα να ασκεί εξουσία στις ομάδες που έχουν χαμηλότερη θέση στην ιεραρχία όπως οι γυναίκες, τα παιδιά, και εκείνοι/ες των οποίων τα κοινωνικά φύλα ή τα σώματά τους δεν υπάγονται στον παραδοσιακό διαχωρισμό ανάμεσα σε άντρα και γυναίκα. Στην υιοθέτηση των συγκεκριμένων ρόλων που έχει σαν στόχο την διαιώνιση της εξουσίας του άντρα, έχουν εκπαιδευτεί όλα τα μέλη της κοινότητας από την πρώτη στιγμή της κοινωνικής τους ύπαρξης. Σε μια πατριαρχική κοινότητα, όπως είναι η κοινωνία μας, η εξουσία του άντρα δεν βασίζεται απλά σε κάποιον άγραφο νόμο μια πιθανής παράδοσης ή ενός εθιμικού δικαίου αλλά στηρίζεται και ενισχύεται από τους θεσμούς και τα όργανα της κοινωνίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε να είναι αλλιώς. Οι θεσμοί και τα όργανα της κοινωνίας μέσα από τους νόμους, τα ιδρύματα και τους λόγους που ελέγχουν, είναι αυτά που ενισχύουν και διαιωνίζουν την εξουσία του άντρα, αιώνες τώρα. Έστω κι αν αυτό φαίνεται να γίνεται αρκετά συγκαλυμμένα, μια πιο ψυλλιασμένη ματιά θα δει ότι η απόλυτη στήριξη της εξουσίας του άντρα τελικά γίνεται απροκάλυπτα. Θα προσπαθήσω να γίνω πιο σαφής δίνοντας κάποια παραδείγματα και κάνοντας κάποιες αναλογίες για να δημιουργήσω τις προϋποθέσεις, ούτως ώστε το μη ηλίθιο αναγνωστικό μου κοινό, να σκεφτεί και να παράξει τα δικά του επιχειρήματα που θα τον πείσουν γι’ αυτό που λέω, αν φυσικά διαθέτει τουλάχιστον μια μικρή προδιάθεση να πειστεί. Πάμε λοιπόν.

Έστω κι αν σύμφωνα με το σύνταγμα κάθε (μάλλον) χώρας, οι πολίτες της θεωρούνται ίσοι μεταξύ τους, αυτό υπάρχει μόνο για τα μάτια του κόσμου, μιας και στην πραγματικότητα το αφεντικό, για παράδειγμα, δεν είναι ίσο με τον εργάτη του και αυτό υποστηρίζεται από κάθε δικαστήριο, εργατικό νόμο, αστυνομική δύναμη καταστολής, κτλ. Με τον ίδιο τρόπο, ένας οποιοσδήποτε ετεροφυλόφιλος δεν είναι ίσος με έναν ομοφυλόφιλο (αν και εφόσον ο δεύτερος έχει εκφράσει δημόσια την σεξουαλική του ταυτότητα) και για να πειστεί κανείς γι’ αυτό αρκεί να τους τοποθετήσει μαζί στο πλαίσιο για παράδειγμα του στρατού, του σχολείου, ή της οικογένεια για να καταλάβει την μεγάλη διαφορά στην εξουσία που ασκείται πάνω τους. Δεν νομίζω ότι χρειάζονται άλλα παραδείγματα για να καταλάβουμε ότι ακριβώς με τον ίδιο τρόπο λειτουργεί και η πατριαρχία. Όλοι οι οργανωμένοι θεσμοί της κοινωνίας (σχολείο, οικογένεια, δικαστήρια, κτλ) ενισχύουν την ιεραρχική τοποθέτηση του άντρα πάνω από τη γυναίκα. Ας σκεφτούμε δύο αδερφάκια, ένα αγοράκι και ένα κοριτσάκι, που έχουν την ευτυχία αλλά και τη δυστυχία να μη ζούμε σε μια εναλλακτική οικογένεια (βλ. αριστερές, οικολογικές, χορτοφαγικές κτλ οικογένειες), σε μια οικογένεια σαν τον περισσοτέρων μας και ας σκεφτούμε σε ποιο από τα δύο παιδάκια θα δοθεί το σκήπτρο της αρχηγίας ήδη από πρώτα τους βήματα. Και αυτό δεν τελειώνει εκεί. Σε όποια σύγκρουση ανάμεσα σε ένα άντρα και μία γυναίκα, όλοι είμαστε έτοιμοι να πιστέψουμε τον άντρα, να κάνουμε τη γυναίκα να σιωπήσει γιατί ‘αυτό πρέπει να κάνει μια γυναίκα’ και αν τυχών η υπόθεση φτάσει στα δικαστήρια κλάφτα χαραλάμπαινα που πήγες να τα βάλεις με τον χαραλάμπη.

Με όλους αυτούς τους τρόπους, με όλους αυτούς τους λόγους, με μικρούς (‘πώς μιλάς έτσι κορίτσι πράμα’) ή με μεγάλους διαχωρισμούς (η δουλειά της νοικοκυράς δεν πληρώνεται και δεν ασφαλίζεται) χτίζεται η απόλυτη εξουσία του αρσενικού πάνω στο θηλυκό. Το σύστημα αυτό λέγεται πατριαρχία. Λόγω της ύπαρξης αυτού του πολιτικού συστήματος και, επαναλαμβάνω γιατί είναι πολύ σημαντικό, λόγω της στήριξής του από τους θεσμούς της κοινωνίας, δύναται κάθε άντρας να ασκεί εξουσία σε κάθε γυναίκα κάνοντας χρήση του κοινωνικού του φύλου και μόνο.

Αρκετά με την πατριαρχία, άλλωστε αν δεν σας έπεισα ανοίξτε κανένα φεμινιστικό κείμενο για να ξεστραβωθείτε γιατί δεν έχω χρόνο για τέτοια. Θέλω να πω όμως κάτι παραπάνω στο ‘δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς’ που χρησιμοποίησα παραπάνω. Επειδή κατά καιρούς πέφτω πάνω, και εσείς είμαι σίγουρος, σε ατάκες του στιλ ΄ο γκόμενός μου με καταπιέζει γιατί όλο πάμε και βλέπουμε θρίλερ και ταινίες με ζόμπι και δε με πάει ποτέ να δούμε Κεν Λόουτς’ και επειδή όπως λέει και η Μαφάλντα ‘το κακό με τα αφτιά είναι ότι ακούνε κάτι τέτοιες βλακείες’ ράπτομαι της ευκαιρίας να πω δυο τρία πραγματάκια για την καταπίεση. Καταπίεση μπορεί να ασκήσει κάποιος σε κάποιον άλλο μόνο εφόσον έχει εξουσία πάνω του. Και για να έχει κανείς εξουσία πάνω σε κάποιον άλλο, όπως είπα και παραπάνω και σίγουρα σας έπεισα, πρέπει να έχει εξουσιοδοτηθεί από κάποιον κοινωνικό θεσμό. Ο ένας γκόμενος στον άλλο δεν μπορεί να ασκήσει καμία εξουσία αφού αυτή δεν εκπίπτει σε καμία κοινωνική σύμβαση.

Και επιστρέφω πάλι στην παραπάνω εικόνα και πιο συγκεκριμένα στο σλόγκαν που γράφεται επάνω, και που θέλω να σχολιάσω. Το συγκεκριμένο μήνυμα θέλει να μιλήσει για την πιθανή αντιστροφή των ρόλων και της εξουσίας που θα μπορούσε να ασκήσει μια γυναίκα σε έναν άντρα και με τον τρόπο αυτό να κάνει ένα μάλλον ειρωνικό σχόλιο για το σύνθημα κατά της πατριαρχίας. Για μια στιγμή αυτό το μήνυμα με έπεισε. Και σκέφτηκα ότι είναι καλή να φάση να έχουμε στο νου μας ότι μια άκριτη πολεμική σε μια κατάσταση θα μπορούσε πιθανά να αντιστρέψει τα πράγματα και να έχουμε μια το ίδιο ή περισσότερο βίαιη εξουσία από το άτομο που μέχρι πριν δέχονταν την εξουσία προς τον εξουσιαστή του. Αυτή όμως η ρηχή σκέψη μου δεν κράτησε πολύ. Το ερώτημα που μου μπήκε ήταν: «είναι αυτή γυναίκα;»

Είναι γυναίκα αυτή που απεικονίζεται σ’ αυτή τη φωτογραφία; Την εξουσία που εμφανώς ασκεί στον πεσμένο άντρα την ασκεί ως γυναίκα; Για να ασκήσει δηλαδή την εξουσία της αυτή κάνει χρήση του κοινωνικού της ρόλου ως γυναίκα; Αν ναι, τότε δεν έχω κανένα λόγο να διαφωνήσω με αυτούς που έγραψαν αυτό το σλόγκαν, όποιοι κι αν είναι αυτοί, και να πω κι εγώ «μπράβο κοπέλα μου». Αλλά δεν νομίζω ότι η εικονιζόμενη είναι γυναίκα.

Η εικονιζόμενη είναι μια δεσμοφύλακας. Ανήκει στο στρατό που έχει νικήσει τον πόλεμο και έχει κατακτήσει τη χώρα του πεσμένου και δεμένου άντρα. Πιθανά κρατάει όπλο, αν όχι αυτή, τότε σίγουρα οι συνάδελφοί της που είναι δίπλα της και είναι έτοιμη να την καλύψουν. Για όλους αυτούς τους λόγους, και για έναν κάρο ακόμα τέτοιους, δύναται αυτή η φιγούρα να ασκεί εξουσία στον εικονιζόμενο άντρα. Χρησιμοποιώ το ‘φιγούρα’ ως μια προσπάθεια να μιλήσω για μία άφυλη παρουσία μιας και το αν έχει βυζιά, μουνί ή πούτσο δεν έχει καμιά σημασία στην παρούσα κριτική. Το αν είναι και ο αιχμάλωτος άντρας ή όχι επίσης δεν έχει σημασία. Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι και εκείνος δεν είναι άντρας αλλά απλά αιχμάλωτος του εχθρού και άρα όλη η εικόνα με το σλόγκαν που τη συνοδεύει είναι άκυρη. Και πιθανά να είχε δίκαιο.

Το θέμα όμως που εγώ θέλω να συζητήσω είναι το κατά πόσο έγκυρο είναι το σχόλιο που κατευθύνεται στη ‘γυναίκα’. Αυτή λοιπόν η μορφή δεν ασκεί την εξουσία που ασκεί ως γυναίκα (το ξαναείπα αυτό;). Ακόμα και αν κάποιος ευκολόπιστος πίστευε ότι η κοπέλα αυτή πήγε στο Ιράκ για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα των γυναικών, που εδώ και τόσους αιώνες καταπιέζονται κάτω από τις μπούρκες τους από τους ισλαμιστές άντρες, και άρα βασανίζει τον ιρακινό ως γυναίκα που βρήκε την ευκαιρία να εκδικηθεί όλους τους άντρες στο όνομα όλων των γυναικών, πάλι δεν το κάνει ως γυναίκα. Και δεν το κάνει ως γυναίκα γιατί δεν μπορεί να το κάνει ως γυναίκα μιας και καμία κοινωνία δεν την έχει εξουσιοδοτήσει να κάνει κάτι τέτοιο. Και δεν μπορεί κανείς να ασκήσει εξουσία αν δεν τον έχει εξουσιοδοτήσει κάποιος θεσμός, κάποια κατάσταση, ή κάποια κοινωνία, όπως αναλυτικά είπα πολλές φορές παραπάνω. Και η γυναίκα δεν έχει εξουσία ως γυναίκα γιατί αυτήν την εξουσία, η πατριαρχική κοινωνία, την έχει δώσει όλη στον άντρα. Μόνο, και επαναλαμβάνω, μόνο ο άντρας μπορεί να ασκήσει εξουσία απλά επειδή είναι άντρας. Της γυναίκας, λοιπόν, δεν της μένουν πολλές επιλογές από το να μπορεί να ασκήσει εξουσία ως μάνα στο παιδί της, ως αφεντικό στον εργάτη της, ως δήμαρχος στους πολίτες της, ως υπουργός των εξωτερικών μιας υπερδύναμης στους υποτελείς της, αλλά κάνοντας χρήση αυτών της των ρόλων και όχι του κοινωνικού της ρόλου ως γυναίκας.

Για τους παραπάνω λόγους η παραπάνω σύνθεση φωτογραφίας και σλόγκαν είναι τελείως άκυρη, πρόχειρη και απλοϊκή αλλά φανταστείτε να μην υπήρχε…τότε δεν θα είχα γράψει εγώ αυτό το κείμενο. Στο επόμενο κείμενό μου διερευνώ τον τρόπο με τον οποίο θα ανασκεύαζε ο Στάλιν το τσιτάτο του «δε μπορείς να κάνεις ομελέτα αν δεν σπάσεις μερικά αυγά» σε ένα οικοσύστημα όπου τα αυγά είναι άθραυστα.

Γιατί όμως όταν ένα κείμενο τελειώνει κι νομίζω ότι πραγματικά έχω πείσει αυτούς που το διαβάζουν, μου μπαίνουν αμφιβολίες για το αν έχω πείσει εμένα; Θα το κάνω πιο κατανοητό. Αφού ουσιαστικά μίλησα για τους εξουσιαστικούς ρόλους και το με ποιον τρόπο θα μπορούσαμε να τους αναγνωρίζουμε και να τους σκεφτόμαστε για να μην καταλήγουμε σε ισοπεδωτικές προσεγγίσεις του τύπου «όλοι ασκούν εξουσία σε όλους και σε όλους ασκείται εξουσία», μου μπήκαν κάποια ζιζάνια. Τι γίνεται με την εξουσία του όμορφου στον άσχημο; Του επιτυχημένου στον αποτυχημένο; Του γιατρού στον ασθενή; Του υγιούς στον ασθενή; Ποια από αυτές τις περιπτώσεις πάει κατευθείαν στο παράδειγμα με τους γκόμενους όπου απλά δεν υφίσταται εξουσία και άρα καταπίεση αλλά δεν έχουμε άλλη λέξη να το εκφράσουμε, και σε ποιες περιπτώσεις υπάρχει θεσμική εξουσιοδότηση από πίσω που να δημιουργεί τις προϋποθέσεις για άσκηση εξουσίας; Αναγνωστικό μου κοινό, σίγουρα δεν είσαι ηλίθιο, βοήθησέ με….κάνω κάτι λάθος;

Sunday, April 09, 2006

(όποια θα ήθελε κάποιο από τα αυτοκόλητα σε μεγαλύτερο αρχείο για εκτύπωση θα μπορούσε νa μου στείλει ένα μύνημα: tillbetter@gmail.com)

Wednesday, March 15, 2006

Saturday, January 21, 2006


Και ενώ την περασμένη εβδομάδα νομοθετείται η άρση της μονιμότητας στο δημόσιο τομέα, υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης έκανε την παρακάτω δήλωση: «δεν επιτρέπεται το ¼ του πληθυσμού να έχει ειδικά προνόμια» εννοώντας τη μη μονιμότητα που ισχύει στον ιδιωτικό τομέα. Αυτή η εξίσωση των δικαιωμάτων προς τα κάτω, δεν με ξενίζει και είναι σίγουρα σημείο των καιρών. Μάλιστα ίσως θα μπορούσε να αποτελέσει και μια καλή ιδέα αν αυτή εφαρμοστεί και σε άλλες περιπτώσεις. Στο γάμος για παράδειγμα. Μήπως, αφού κάποιοι δεν έχουν αυτό το ‘προνόμιο’, να αρθεί ως δικαίωμα από όλους; Αυτό σίγουρα θα ήταν ενδιαφέρον. Νομίζω τελικά ο τύπος είναι πολύ μπροστά…

Saturday, January 07, 2006

Ζευγαροσχέση

ή αλλιώς








γιατί η Κάντυ έψαχνε το(ν) Τέρι και γιατί δεν τον βρήκε

Η ετεροροκανονική κοινωνία των ετεροφυλόφιλων έχει δομηθεί ολόκληρη στις σχέσεις ζευγαρώματος. Η οικογένεια είναι η θεσμοθέτηση αυτής τη τάσης και για το ποιος είναι ο ρόλος της στην επιβολή κοινωνικών μοντέλων δε θα έφτανε να γράφουμε για μέρες. Αυτό που καταλήγει να γίνει οικογένεια είναι η σχέση ζευγαρώματος. Ποιοι θα μπορούσαν να είναι οι λόγοι που οδηγούν δύο ανθρώπους να “τα φτιάξουν”; Τί αποτέλεσμα έχει αυτό; Τί κερδίζουν και τί χάνουν μέσα σε μία σχέση; (προσοχή … ακολουθούν κάποιες σκέψεις)

Οι ζευγαρωμένοι έχουν τελικά μικρότερη κοινωνικότητα από τους άλλους; Όταν το ζευγάρι είναι αυτό που φεύγει πάντα πιο νωρίς από μία παρέα και που δεν συμμετέχει συχνά στις πιο εξτρέμ προτάσεις της (βλ. νυχτερινά μπάνια, ξενύχτια, σέα, μέα, κοκ), αυτό τους πάει πίσω κοινωνικά; Έχουν λιγότερους φίλους; Έχουν φίλους μέσα στην παρέα; Έχουν παρέα; Τους ενδιαφέρει αυτό; Θα τους στοιχήσει το ίδιο να χάσουν ένα φίλο όπως αν δεν είχαν σχέση; Μάλλον όχι. Το ρίσκο είναι μικρότερο. Ο μοναχικός άνθρωπος, μη έχοντας άλλη επιλογή μπαίνει με άλλο τρόπο σε μια σχέση μη σεξουαλική. Αντίθετα, ο ζευγαρωμένος, έχει την καβάτζα του και αυτό του δίνει μια άλλη δύναμη προσέγγιση της μη σεξουαλικής σχέσης.

Μεγάλη υπόθεση η καβάτζα. Ειδικά στο σεξουαλικό. Ουσιαστικά, ειδικά οι βραδινές έξοδοι σε πολυκοσμικούς χώρους εμπεριέχουν μία διάθεση ερωτικού παιχνιδιού. Δηλαδή βγαίνεις για να ψωνιστείς, έστω και το λες διαφορετικά αν είσαι str8. Οπότε τα μπαράκια και τα club είναι για μπακουροπαρέα. Το μπακούρι ψάχνει, πιάνει τα βλέμματα, κοιτάζει τα σώματα, φλερτάρει. Ο ζευγαρωμένος, ως ζευγαρωμένος, ή δεν έχει ακολουθήσει στο χώρο που γίνονται αυτά, ή ήρθε και είναι ψιλοξενέ τόσο για την παρέα όσο και για το υπόλοιπο μαγαζί, ή, τέλος, πήγε για να φορέσει κάνα κέρατο όπου αυτό και αν φαίνεται. Σίγουρα τα παραπάνω δεν μπορούν σε καμία περίπτωση να γενικευτούν αφού ο κάθε άνθρωπος έχει τη δική του θέση στον κοινωνικό χώρο είτε μέσα σε ζευγαροσχέση είτε όχι. (Υπερβάλω για να καταδείξω μία διαφορά που πιστεύω κανείς δεν θα μπορούσε να αρνηθεί ανάμεσα στους έχοντες ζευγαροσχέση και στους άλλους).

Είναι γεγονός ότι μέσα σε ένα gay μπαρ, το ζευγάρι το κοιτάνε όλοι. Ίσως είναι το γεγονός ότι τα μέλη του ζευγαριού συνήθως δεν αποκρίνονται στα λοιπά ερωτικά καλέσματα που κάνει τους υπόλοιπους να σκυλιάζουν. Είναι μεγάλο θέμα να έχεις το σεξ όποτε το θέλεις χωρίς να χρειάζεται να το ψάχνεις.

Η σχέση ήταν για μένα μια ανάγκη για κανονικότητα. Μικρός ζήλευα πολλά από τα σημεία των σχέσεων που είχαν οι φίλοι μου. Υπήρχε μια συγκεντρωμένη συντροφικότητα, μια αλληλεγγύη, μια ασφάλεια. Κανονίζαν τί θέλουν να κάνουν μόνοι τους και όποιος ήθελε θα μπορούσε να ακολουθήσει. Η ζευγαροσχέση είναι η πιο ευέλικτη ομάδα. Βέβαια, σύμφωνα με την άλγεβρα, τρία άτομα χρειάζονται για τη δημιουργία μιας ομάδας. (προσοχή… ακολουθούν μαθηματικά…αλλά από αυτά της αφήγησης, τα πιο χαλαρά). Τα τρία άτομα συνολικά δύναται να δημιουργήσουν μεταξύ τους έξι σχέσεις, και είναι η πρώτη φορά που οι σχέσεις που δημιουργούνται είναι περισσότερες από τα μέλη της ομάδας, κάτι που στην θεωρία ομάδων αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση. Άσχετα με τα μαθηματικά, εγώ ξέρω ότι δύο άτομα φτιάχνουν την πιο ευέλικτη ομάδα. Χρειάζεται μόλις 2 ψήφους για να υπάρχει απόλυτη πλειοψηφία, άρα η ομοφωνία επιτυγχάνεται σχετικά γρήγορα απ’ ότι σε πιο πολυπληθείς ομάδες. Σίγουρα είναι πιο εύκολο να έχει κανείς σχέση με έναν άνθρωπο από να έχει με περισσότερους. Και αυτό το βλέπουμε σε ένα κάρο κόσμο ως επιλογή.

Εγώ λοιπόν βαρέθηκα αυτήν την απόλυτη ελευθερία της ατομικότητάς μου. Βαρέθηκα να έρχεται καλοκαίρι και να μπορώ να πάω οπουδήποτε με οποιονδήποτε και μετά να φύγω για όπου αλλού με όποιον άλλον. Βαρέθηκα να παίρνω μόνος μου αποφάσεις για τη ζωή μου. Οι φίλοι πολλοί, άλλα όλοι δεσμεύονται μόνο μέχρις ενός σημείου, αφού… ‘δεν είστε και ζευγάρι’.

Η ατομικότητα μέσα στη ζευγαροσχέση εκφράζεται με τελείως διαφορετικό τρόπο. Πώς θα ήταν άραγε η ατομικότητα κάποιου έξω από τη σχέση του; Τί θα φορούσε; Θα πήγαινε σινεμά; Τί θα έτρωγε; Θα είχε φίλους; Ότι και να ήταν, για πολλούς δεν αποτέλεσε ποτέ ζήτημα ούτε για απλή σκέψη - δεν ήταν ποτέ μόνοι τους. Οι ανάγκες, οι συνήθειες και γενικά η συνολική επιτέλεση όλων των αισθησιοκινητικών διαδικασιών που ορίζει το πρωτόκολλο μιας ζευγαροσχέσης, έχουν διαμορφώσει μία σιαμαία ατομικότητα όπου κάθε αποχωρισμός θα αποτελούσε μοιραίο. Έχουν γραφτεί πολλά τραγούδια για αυτό. (Όχι όμως τόσο πολλά όσο για τους έρωτες που δεν έχουν να κάνουν με σχέση).

Εγώ έκανα σχέση γιατί πολύ ξεκάθαρα έψαχνα για σχέση. Το φίλτρο ήταν εξαιρετικά ενεργοποιημένο. Κάθε νέα γνωριμία έπαιρνε αμέσως το χαρακτηρισμό της: φίλος, σέξ ή σχέση; Λιγότερη αναμονή είχε η δεύτερη θέση. Πιο εύκολα θα μπορούσα να κοιμηθώ με κάποιον, αλλά αυτόν με τον οποίο θα μπορούσα να ξυπνήσω θα τον περνούσα μετά από τα μύρια φίλτρα της ζευγαροσχέσης. Αν δεν τα ικανοποιούσε θα απογοητευόμουνα και θα πήγαινα στον επόμενο, πάντοτε ψάχνονταν τον the one, αυτόν με τον οποίο θα έκανα σχέση. Μέσα σ’ αυτό το αλισβερίσι, προέκυπταν και οι φίλοι. Όσο απίστευτο κι αν ακούγεται έξω από σχέση ένιωθα ανολοκλήρωτος. Έστω και αν είχα περάσει τέλεια ένα βράδυ με την παρέα μου, την στιγμή που όλοι θα την κάνανε με τα ταίρια τους, θα ένιωθα την απόλυτη δυστυχία και θα έπαιρνα τους δρόμους για να βρω και εγώ το δικό μου. Ποτέ δεν εκτιμούσα το άδειο μου κρεβάτι και την αγκαλιά του μαξιλαριού μου. Και τότε ήταν που κάθε βλέμμα στο δρόμο για το σπίτι αποκτούσε νόημα, ήταν οι τελευταίες ελπίδες. Τα προφίλ στο διπλανά αυτοκίνητα, οι μοναχικοί διαβάτες, οι μεθυσμένοι, οι τελευταίοι της κάθε μέρας. Τώρα όλα αυτά άλλαξαν. Υπάρχουν στιγμές που εγώ και το μαξιλάρι μου θέλουμε να μείνουμε μόνοι, να θυμηθούμε τα παλιά, αλλά αυτό το διαχειρίζομαι με νέες, πιο ασφαλείς διαδικασίες.

Ναι, δεν μπορώ να πω, ο βαθμός κανονικότητας της σχέσης είναι αρκετά ανεβασμένος. Αν έχεις σχέση, κοινονικοποιείσαι πιο εύκολα. Βασικά είναι λυμένο το σεξ. Δηλάδή το’ χεις όποτε γουστάρεις. Εκτός βέβαια απ΄ όταν ο σύζυγος έχει πονοκέφαλο ή περίοδο. Πάντως δε λιώνεις σόλες στο πεζοδρόμιο. Ή στις πίστες. Ή και στα δύο. Είμαι χαρούμενος που δεν τρέχω από πάρκο σε μπαρ και από μπαρ σε πάρκο. Έχω περισσότερα λεφτά, κάνω πιο γρήγορα ντουζ στο κολυμβητήριο, δεν κινδυνεύω να τρακάρω κάθε φορά που περνάω έξω από την πυροσβεστική και έχω χρόνο για μένα και χώρο στον εγκέφαλό μου, για να επεξεργαστώ άλλα ζητήματα από αυτά του sex in the city.

Η σχέση είναι τόσο κυρίαρχο μοντέλο που προσφέρει μία κανονικότητα ακόμα και στις ακραίες περιπτώσεις μη κανονικότητας όπως οι gay, οι λεσβίες, οι τρανς και τα λοιπά τέρατα της ετεροκανονικότητας. Είμαι σίγουρος πως άμα το έλεγα στη μάνα μου...με σχέση από το να της το έλεγα...χωρίς σχέση, σίγουρα θα είχε μεγάλη διαφορά. Όχι ότι θα χαιρόταν...άλλά να, αν δεν ήταν τίποτα μαύρος να περιπλέξει κι άλλο την κατάσταση, θα αισθανόταν μια ανακούφιση. Αυτό που θα πάθαινε, ένας γνωστικός ψυχολόγος θα την έλεγε ‘γνωστική σύγρουση’. Ένας κοινωνιολόγος, ‘εγκατάλειψη ενός στερεοτύπου’. Ένας ψυχαναλυτής, ενώ θα έπαιρνε τα περισσότερα, θα κουνούσε λίγο το κεφάλι του. Ας κάνουμε λοιπόν έναν οξύμωρο παραλογικό συλλογισμό: Ο γιος μου είναι πούστης - οι πούστηδες είναι εκείνα τα άρρωστα, εξαθλιωμένα, μοναχικά, ανώμαλα, πράγματα που είναι συνεχώς δυστυχισμένα, αφού σε όλη τους τη ζωή θα είναι μόνα και το ξέρουν- ο γιος μου έχει σχέση (ουπς- σύγκρουση- μάνα παρτ’ αλλιώς), ο γιός μου δεν είναι μόνος - ο γιος μου δεν είναι ένα εκείνα τα άρρωστα, εξαθλιωμένα, μοναχικά, ανώμαλα, πράγματα που είναι δυστυχισμένα αφού σε όλη τους τη ζωή θα είναι μόνα και το ξέρουν (;;;;;), ούπς! Α!, ξέχασα να σας πω, η γνωστική σύγκρουση δεν πετυχαίνει τόσο εύκολα, θέλει πολύ περισσότερο για ένα στερεότυπο να καταρεύσει. Γιατί ο πούστης που έχει σχέση, έχει σχέση με έναν άλλο πούστη και τώρα γίνανε δύο οι πούστηδες όποτε φαίνονται πιο πολύ και πιο πολλοί και τί να διαλέξεις τελικά σαν μάνα και συ; Δεν ξέρω τί θα ήταν τελικά πιο εύκολο να αποδεχτεί κανείς: τον μοναχικό πούστη γιο που θα μείνει για πάντα μόνος και δυστυχισμένος ή να γνωρίσουμε τον άλλον, αυτόν που γαμάει το γιο μας, για να ηρεμήσουμε; Το πρόβλημα του πούστη , που παραμένει μέσα σε σχέση ή έξω από αυτή, είναι ότι δεν θα γεράσει με γυναίκα που ως γνωστόν, πέραν από καλύτερη νοσοκόμα από έναν άντρα, είναι η μοναδική που μπορεί να προσφέρει την ευτυχία του φυσιολογικού. Η μοναξιά του πούστη αναφέρεται άμεσα στην έλλειψη της γυναίκας και ως εκ τούτου και με γκόμενο ακόμα, ο πούστης είναι ίσως δυο φορές μόνος. Αυτές θα μπορούσε να είναι πρώτες σκέψεις, σε δεύτερο επίπεδο η ύπαρξη της σχέσης θα μαλάκωνε τον πόνο και την ανησυχία των γονέων του πούστη. Είπαμε, το μοντέλο είναι κυρίαρχο και ως εκ τούτου εύκολα καταναλώσιμο.

Σχέσεις είναι το κυρίαρχο μοντέλο. Είναι τόσο κυρίαρχο που σίγουρα ένα μεγάλο ποσοστό θα θεωρούσε τον άνθρωπο από τη φύση του ζευγαρωμένο. Ο χριστιανισμός το είπε ξεκάθαρα.... η γυναίκα φέρει το νεφρό του άντρα, που σαν φιλεύσπλαχνος και αρτιμελής της έδωσε τον ένα του νεφρό για να κι αυτή η καημένη ημιτελής. Έτσι όταν τα μωρά μου είναι μόνα τους έχουν από ένα νεφρό και ως εκ τούτου η μοναξιά θέλει συχνή αιμοκάθαρση.

Η σχέση έχει ουκ ασήμαντο κοινωνικό βάρος. Όταν δύο άνθρωποι έχουν σχέση, έχουν ήδη φτιάξει μια δομή και αυτό είναι πολύ αναγνωρίσιμο. Τα ζευγάρια σε οποιαδήποτε ομάδα έχουν άλλο βάρος. Ένας καλός τρόπος να ενταχθείς σε μία ευρύτερη ομάδα είναι τα φτιάξεις με κάποιον από κει ή να πας και τον γκόμενό σου. Πολλές φορές αρκεί και μόνο να πεις ότι έχεις γκόμενο για ανέβεις στην εκτίμηση της ομάδας, για λόγους που προείπα.

Αν δεν έχεις σχέση πάλι, τρως σόλες όπως επίσης προείπα. Αλλά τρώγοντας σόλες κάνεις άλλες σχέσεις. Φιλικές πολλές φορές. Και δεν χρειάζεστε τα μαθηματικά να μας πούνε πόσες περισσότερες σχέσεις δημιουργούνται εκεί έξω από τις δύο σχέσεις των δύο ατόμων. Πάντα κάτι λείπει, όπως είπε μετά από πολλά (λεπτά και λεφτά) ο ψυχαναλυτής μου.

Εμένα μου αρέσει που έχω σχέση. Αισθάνομαι πιο κανονικός και τώρα έχω ανάγκη να είμαι λίγο κανονικός. Σαν από αυτούς. Για λίγο, ίσα για να ξεκουραστώ. Και μετά θα δω τί θα κάνω γιατί βρε αδερφέ «μόνοι μας γεννιόμαστε - μόνοι μας πεθαίνουμε» (μπλιαχ). Δεν ξέρω γιατί κάνω όλη αυτήν την προσπάθεια αποδόμησης. Ο ψυχίατρός μου μου είπε ότι αυτές οι αποδομήσεις δεν μου κάνουν πολύ καλό και ότι καλό θα ήταν να μην αμφισβητώ τα πάντα αλλά να έχω έναν άξονα να βλέπω τα πράγματα τον οποίο να μην τον θίγω, και να διαβάσω Αλτουσέρ. Λάθος, ξέρω γατί το κάνω. Για μην καταντήσω σαν εκείνα τα ζευγαράκια που μου ανεβάζουν το αίμα στο κεφάλι. Για να φτιάξω μια σχέση σύμφωνα με τις δικές μου ανάγκες, για να μην αντιληφθώ κάποια στιγμή μετά από χρόνια ότι έχασα ένα κάρο πράγματα και ανθρώπους στην προσπάθειά μου να εναρμονίσω τις συνήθειές μου με αυτές του one, που τελικά έγινε minus one, και γιατί το κυρίαρχο πάντα μου μύριζε κάτι σε χυμένο γάλα και δεν μπορώ να το φάω έτσι.


Α!! ναι, ξέχασα.... Όπως καταλαβαίνετε από τα παραπάνω, αν η Κάντυ εύρισκε τον Τέρι, θα τελείωνε και η σειρά, γιατί η ζωή είναι εκεί έξω.

Ελίζα

Thursday, January 05, 2006

Περί έρωτα:
Έρωτας είναι το σύνολο των συναισθημάτων που κάποιος με έκανε να αισθανθώ. Κινήσεις που έκανα. Σκέψεις. Που τα έκανα ίσως για πρώτη φορά, ίσως όχι. Αλλά που τα έκανα με αφορμή και αιτία κάποιον. Αν δεν υπήρχε αυτός τίποτα από όλα αυτά δεν θα υπήρχε. Όλα όμως αυτά είναι δικά μου. Εγώ τα αισθάνθηκα, εγώ τα σκέφτηκα, εγώ τα γεύτηκα. Αυτά, τα δικά μου, είναι που μου λείπουν όταν φεύγει. Δε μου λείπει αυτός. Μου λείπουν τα πράγματα που έκανε σε μένα. Μου λείπουν τα πράγματα που έπαθα. Αυτά είναι συνειρμικά συνδεδεμένα με κείνον. Είναι όμως δικά μου. Ίσως τα ξανααισθανθώ. Κάποια άλλη στιγμή, με άλλη αφορμή και αιτία. Αφορμή και αιτία όμως δε θα μπορούσε να αποτελέσει ο οποιοσδήποτε, οποτεδήποτε. Γι αυτό και δεν είναι μόνο συνειρμική η σύνδεση του αυτού με τα πράγματα που μου δημιούργησε. Είχε αυτό, που η ετοιμότητά μου να απολαύσω, δημιούργησε ή έφερε κοντά μου ή και τα δύο. (Prigodis, 2004)

Αν ο έρωτας είναι μία νοητική κατασκευή , εξ’ ορισμού είναι ατομικός και δεν μοιράζεται. Για να το αποδείξω αυτό θα χρειαστεί να ακολουθήσω την αντίθετη διαδρομή από αυτή που ακολουθείται συνήθως για να δικαιολογήσει κάποιος την ανεξάρτητη ύπαρξη μιας έννοιας, πέραν από ένα γνωστικό σύστημα που την κατασκεύασε και την αντιλαμβάνεται. Έτσι, όταν κάποιος λέει για παράδειγμα ότι ο αριθμός, ή ο χρόνος, αποτελούν μια νοητική κατασκευή, η απάντηση είναι ότι δεν μπορεί να αποτελούν νοητική κατασκευή από την στιγμή που τόσοι διαφορετικοί άνθρωποι τους μοιράζονται. Μια νοητική κατασκευή είναι λοιπόν ατομική περιουσία. Έτσι λοιπόν, ο έρωτας, ως νοητική κατασκευή είναι κατασκεύασμα του ενός. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι δεν μπορούν δύο άνθρωποι να είναι ερωτευμένοι μεταξύ τους. Απλώς, ο κάθε ένας από αυτούς απολαμβάνει έναν δικό του έρωτα και σε καμία περίπτωση ο έρωτας δεν είναι κοινός.

Ο έρωτας, όπως κάθε νοητική κατασκευή, βασίζεται στη βασική ικανότητα του ανθρώπου για αφηρημένη σκέψη. Τίποτα στη φύση δεν είναι δύο. Το δύο είναι μία αφηρημένη ενέργεια να βλέπουμε κάτι κοινό ανάμεσα σε δύο παιδιά και δύο πορτοκάλια. Ας μη ξεχνάμε πως ‘ένα κι ένα ίσον δύο’ είναι ένα φρικτό ψέμα. Μια σταγόνα βροχής στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου και άλλη μία κάνουν μια μεγάλη που έτρεξε και χάθηκε. Ας δούμε λίγο τί λέει ο Μπόρχες για το αφημένο και τον έρωτα. «Το αφηρημένο μπορεί να είναι πιο έντονο από το συγκεκριμένο. Τα παραδείγματα δε λείπουν. Παιδί, περνούσα ένα καλοκαίρι στη βόρεια επαρχία του Μπουένος Άιρες: η απέραντη πεδιάδα, οι άντρες που πίναν το ματέ τους στην κουζίνα μ΄ενδιέφεραν ζωηρά, όμως η χαρά μου ξεπέρασε τα όρια σαν έμαθα πως εκείνος ο τόπος ήταν η ‘πάμπα’ και πως εκείνοι οι άντρες ονομάζονταν ‘γκάουτσος’. Το ίδιο ισχύει και για τον ερωτευμένο που δεν του λείπει η φαντασία. Το αφηρημένο (η αδιάκοπη επανάληψη του αγαπημένου ονόματος, ο τύπος, η πατρίδα, το θαυμάσιο μέλλον που ονειρεύεται για τον καλό του) υπερισχύει των αληθινών χαρακτηριστικών, που γίνονται ανεκτά χάρη στα προηγούμενα.»

Τί άλλο να πει κανείς για την αφαίρεση που συμβαίνει στον έρωτα πέραν από το βασικό του χαρακτηριστικό που είναι οι φανταστική παρουσία και οι διάλογοι που την συμπληρώνουν: «Αν ήταν εδώ μαζί μου σ’ αυτή την ταινία, θα έλεγε αυτό, και εγώ θα του έλεγα αυτό και αυτός θα χαμογελούσε και μετά θα μου έλεγε αυτό για με πειράξει και εγώ θα έκανα ότι δε με πείραξε και θα απαντούσα αυτό με ένα σαρκαστικό ύφος και αυτός τότε θα έπιανε τα τσιγάρα του και θα μου έκλεινε το μάτι». Αυτό, και η αναπάντεχη αλλαγή που δεν αφήνει πίσω της καμία απορία.