Friday, November 30, 2007

Η μάνα μου λοιπόν είναι στη φάση που υποπτεύεται. Σαν να λέμε μπήκαν ψύλλοι στ’ αφτιά της. Ή αλλιώς, βουλωμένο γράμμα διαβάζει. Καθίσαμε λοιπόν στο οικογενειακό τραπέζι τη πρωτοχρονιά, με όλα τα σόγια μαζί, και εγώ, επηρεασμένος και λίγο από την “Οικογενειακή Γιορτή”, είπα δυνατά:’ Αγαπητοί συγγενής και φίλοι, λατρευτοί μου γονείς, έχω να σας ανακοινώσω κάτι που σας έκρυβα τόσο καιρό. Αν έφτανε τελικά η στιγμή εγώ είχα σχεδιάσει να τους πω ότι κάνω ψυχοθεραπεία με σκοπό να σπάσω αυτή τη ψυχιατρικοφοβία που έχει σαν αποτέλεσμα να απομακρύνει πολλούς από αυτούς από την πόρτα του ψυχίατρου κάτι που θα τους έκανε πολύ καλό. Παρόλα αυτά δε χρειάστηκε γιατί η μάνα μου που εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας, έπεσε στον κάτω όροφο και κατρακύλησε μέχρι το πατάκι της εξώπορτας, με εγκεφαλικό ανεύρυσμα οπότε στη συνέχεια της βραδιάς ασχοληθήκαμε μ’ αυτό. Εγώ τόσο δεν φανταζόμουνα ότι θα μπορούσε να πέσει πραγματικά τόσο χαμηλά, ώστε καθόμουν από πάνω της και της φώναζα, - μάνα σύνελθε, τι κατάσταση είναι αυτή;

Αυτό δε λειτούργησε και όπως μου είπε αργότερα ο γιατρός στο νοσοκομείο, αυτό σπάνια λειτουργεί στο εγκεφαλικό. Εκείνος ήταν σίγουρα πιο ψύχραιμος και πιο αποτελεσματικός καθώς τη διασωλήνωνε, αλλά γιατί να μην είναι άλλωστε; ούτε δικιά του ήταν η μάνα, … ούτε αυτός ήταν ο γκέι…

Μετά από καμια δεκαριά μέρες που συνήλθε λοιπόν η μάνα μου με φώναξε κοντά της και που είπε: - θα πεθάνω, θέλω να μάθω την αλήθεια, είσαι ή όχι, πες μου, θα πεθάνω.

Εγώ δυσκολεύτηκα να καταλάβω τι θέλει να πει. Όταν όμως κατάλαβα σταμάτησα να ανησυχώ για την κατάστασή της γιατί αυτά ακριβώς τα λόγια, αλλά σε διαφορετικό τόνο, τα είχε ξαναπεί πολλές φορές και πριν το εγκεφαλικό.

-
Να είμαι τι δηλαδή; ρώτησα εγώ, που με αυτίν τον τρόπο απαντούσα έτσι κι αλλιώς πάντα.

Τότε είπε ταραγμένη: - ούτε να το πω δεν μπορώ. Αλλά κι αυτό το είχε ξανά πει πάρα πολλές φορές πριν το εγκεφαλικό, μόνο που αυτή τη φορά το εννοούσε πραγματικά. Όπως μας είπε και ο γιατρός, μετά από αυτό το εγκεφαλικό, ίσως να μην ξανάκαταφέρει να πεί μεγάλες λέξεις οπότε το ‘ομοφιλόφιλος’ καλύτερα να το ξεχάσουμε.

Wednesday, October 24, 2007

ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ

Ο διευθυντής του τομέα εκπαίδευσης των Eπαναστατικών Ενόπλων Δυνάμεων της Kούβας, παρουσιάζει την άνοιξη του 1960 στον Φιντέλ Kάστρο το «Γενικό Σχέδιο Φυλακών». O ίδιος διατάζει τη σύλληψη και φυλάκιση των “acusados ser afeminados y vagos”, των ομοφυλόφιλων, δηλαδή, γνωστών καλλιτεχνών, συγγραφέων κ.λπ., αλλά και αγνώστων, ακόμη και όσων αγωνίστηκαν στο πλευρό της Eπανάστασης.



Στις 23 Φεβρουαρίου 1961, ο διευθυντής αυτός αναλαμβάνει καθήκοντα υπουργού Βιομηχανίας. O Φιντέλ συμφωνεί με την πρότασή του για το άνοιγμα τριών ακόμη στρατοπέδων. Σε ένα από αυτά, το Nueva Vida, στο Palos, θα συγκεντρώσουν 500 ανήλικους, έως και μωρά, παιδιά των αντιφρονούντων που είχαν ήδη εκτελεστεί.



Eπιζήσαντες μαρτυρούν για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης στα στρατόπεδα, για τα κελιά παραδειγματισμού, γνωστά ως “tostadoras”, τα “gavetas”, κελιά παραδειγματισμού φάρδους 1 μέτρου και ύψους 1,80, ή τα 5 επί 5, όπου σε 22 αιώρες στοιβάζονται 44 κρατούμενοι.



Eίναι ο ίδιος που θα επεξεργαστεί μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια τον Kανονισμό των Φυλακών και θα καθορίσει επακριβώς τη λίστα βασανιστηρίων. Aυτός και μόνο θα υπογράφει τις χωρίς δίκη θανατικές ποινές... έως το 1962, οπότε οι ευθύνες περνούν σε χέρια άλλων, των οποίων ηγείται ο Pαούλ Kάστρο.



Oι συνεχιστές του εμπνευσμένου Σχεδίου Φυλακών συγκροτούν τις Umap, στρατιωτικές φάλαγγες για την προώθηση της παραγωγής. «Oι Umap επινοήθηκαν επί τούτου για τους ομοφυλόφιλους» λέει ο σκηνοθέτης Nέστωρ Άλμεντρος. Στα στρατόπεδα αυτά κατανέμονται οι έγκλειστοι ομοφυλόφιλοι, την περίοδο 1961-62.



Kαι το όνομα του διευθυντή και αργότερα υπεύθυνου υπουργού «βιομηχανίας», Eρνέστο (Tσε) Γκεβάρα.



Y.Γ. Όταν το 1965 ο συγγραφέας Άλεν Γκίνσμπεργκ επισκέπτεται την Kούβα, οι έγκλειστοι ομοφυλόφιλοι ανέρχονται σε 45.




Αναδημοσιεύω το ‘ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟ’ κείμενο του Γρηγόρη Βαλιανάτου στην Athens Voice (τ. 186) γιατί με συγκλόνισε προς στιγμήν. Κάπως έτσι φαντάζομαι, γιατί δε θυμάμαι ακριβώς, θα αισθάνθηκα όταν έμαθα ότι δεν υπάρχει Άγιος Βασίλης. Και σίγουρα έτσι όταν έμαθα ότι δεν υπήρχαν ποτέ τα κρυφά σχολειά. Και ότι ο Μέγας Αλέξανδρος (το γράφω έτσι για να πέσει πάνω του κανένας εθνικάρας ψάχνοντας κάτι άλλο στο νετ) ήταν ένα κομπλεξικό αιμοβόρικο σκατό. Ότι ο Ρίτσος, ο Ελύτης και ο Θοδωράκης θα μπορούσαν εύκολα να χαρακτηριστούν νεκρόφιλοι εθνοπατριώτες (βλ. «Η Αθεράπευτη Νεκροφιλία του Ριζοσπαστικού Πατριωτισμού, Ρίτσος, Ελύτης, Θεοδωράκης, Σβορώνος», Γαβριηλίδης Ακης. Εκδόσεις: Futura). Και αυτά ήταν πράγματα που με τον τρόπο τους είχαν δομήσει την ταυτότητά μου. Γιατί λογής ταυτότητες, όπως αυτή του αριστερού, του έλληνα, του οπαδού, κοκ., χτίζονται γύρω από ήρωες που λειτουργούν ως πρότυπα όπως ο Κολοκοτρώνης, ο Αναστόπουλος, ο Τσε Γκεβάρα, κα. Γι’ αυτό άλλωστε την πέσανε όλοι σ’ αυτούς που λεν ότι τα κρυφά σχολειά δεν υπήρχαν, γαιτί φοβήθηκαν μη τους χαλάσει η μαγιά και δεν μπορούν να φτιάχνουν νέους έλληνες. Και χαίρομαι, λέω, για κάθε τέτοια στιγμή αποδόμησης γιατί όταν συμβαίνει είναι σαν να σπάει και ένα από τα σκοινιά που με κρατούσανε στο έδαφος – σαν να απελευθερώνομαι λίγο ακόμα. Ίσως γι’ αυτό όταν συνέβηκαν τα παραπάνω, κι άλλα σαν τα παραπάνω, μια φωνή μέσα μου μου έλεγε ‘το ξερα’. Αλλά δεν το ξερα, αντίθετα εκείνη τη στιγμή το μάθαινα – αποκτούσα συνειδητή γνώση γι’ αυτό. Η αίσθηση όμως ήταν ότι ήταν πάντα εκεί έστω και ασυνείδητα, ότι το περίμενα, ότι κάτι βρομούσε, ότι κάτι έλειπε και δεν λείπει πια. Γι’ αυτό και δε θρήνησα ποτέ. Συγκεκριμένα για τον Τσε είχα και εγώ το ζητηματάκι μου με την πάρτι του. Μια φωτογραφία του - είχε έρθει και σε μένα – μια φωτογραφία του – απ’ τα ξένα. Αλλά ούτε για αυτόν θα θρηνήσω, γιατί έπρεπε να το περιμένω και άρα το περίμενα. Άλλωστε η ιστορία τον εκδικήθηκε με διάφορους τρόπους. Τον έκαναν κούπες, μπλουζάκια, διαφημιστικά για ηλεκτρικές συσκευές, κονκάρδες για φλώρους βωρειοπροαστήτες και αν κρίνω από μένα, ουκ ολίγες αριστεροαναρχικούλες αδερφές θα βάρούσαν μαλακίες με την πάρτι του…καλά να πάθει λοιπόν ο παλιό ομοφοβικός. Τώρα σειρά για μένα έχει ο Ίαν Κέρτις κι ο Γιούρι Γκαγκάριν.


Tuesday, September 18, 2007



Απάντηση στον Botho Strauss

Η τελευταία μου κρίση υποχονδρίασης με έφερε πριν λίγο καιρό στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντίατρου-ειδικού περιοδοντολόγου. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν αυτή την ειδικότητα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς μιας και ήμουν σίγουρος ότι αν και τα δόντια μου προς στιγμήν δεν ματώνουν, τα ούλα μου συνεχώς υποχωρούν και τα δόντια τελικά πέφτουν, οπότε μια άμεση συνάντηση με έναν ειδικό στον αντίστοιχο τομέα ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαιότητα, ήταν διαταγή από την προσωπική μου άποψη για μένα προς εμένα. Ότι τρώω ξύλο και μου σπάνε τα μπροστινά δόντια, ότι παθαίνω κάτι και τα δόντια μου γίνονται καταπράσινα και μυρίζουν, ότι μένει ένα δόντι στο εσωτερικό ενός μήλου μόλις το δαγκώσω, είναι λίγοι από τους βασικούς μου εφιάλτες, που τους έχω τοποθετήσει στην ευρύτερη κατηγορία ‘αισθητικοί’. Θα έλεγα ότι έχω ιδιαίτερο κόλλημα με τη στοματική μου κοιλότητα την οποία και περιποιούμαι συστηματικά και με περισσή σχολαστικότητα αν δεν ερχόταν στο μυαλό μου και όλα τα άλλα κολλήματα με τα υπόλοιπα μέρη του σώματός μου και τις λειτουργίες τους, κάτι που αυτομάτως υποβαθμίζει το ‘μεγάλο’, που χρησιμοποίησα παραπάνω, σε ένα κόλλημα της σειράς και κάνει την πιο ειδική αναφορά στην στοματική μου κοιλότητα από ασήμαντη έως φλύαρη.
Όντας σίγουρος λοιπόν ότι τα δόντια μου πέφτουν ώρα με την ώρα, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο όλους τους φίλους μου τους γιατρούς και ειδικά τους οδοντίατρους, για μια συμβουλή, μια συνταγή και λίγη συμπαράσταση. Εκείνοι αρνήθηκαν να με ακούσουν, συνεχίζοντας μια πάγια τακτική τους απέναντί μου, αφού η υπομονή τους έχει εξαντληθεί με τις κάθε τόσο κρίσεις μου: πονάνε τα μάτια μου, πεταρίζει η καρδιά μου, τρίζουν τα γόνατά μου, μπερδεύω τα χρώματα, οι αμυγδαλές μου πρήζονται πολύ συχνά, περπατώ στραβά και λιώνω όλα μου τα παπούτσια, έχω ένα σπάνιου τύπου καρκίνο που τον έχω ονομάσει «έξυπνο καρκίνο» και ο οποίος καταφέρνει να μεταπηδά από ζωτικό όργανο σε ζωτικό όργανο όταν καταλαβαίνει ότι το σώμα μου βρίσκεται πάνω στο ακτινολογικό τραπέζι με αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται σε καμία ακτινογραφία ενώ ταυτόχρονα έχω όλα τα συμπτώματα κανονικά, και άλλα πολλά.
Τι να κάνω λοιπόν, αναγκάστηκα να αναφέρω, σε όποιον απ’ αυτούς θα μπορούσε αυτή η υπενθύμιση να προκαλέσει κάποιες ενοχές, τον όρκο του Ιπποκράτη που πήρε, ούτος ώστε να μου συστήσει τουλάχιστον έναν ειδικό για να πάω να με δει, για να σώσει εμένα και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Παίρνοντας τηλέφωνο στον αριθμό που ακολουθούνταν από τις καλύτερες συστάσεις, ο ρυθμός των αναπνοών μου και η απογοήτευση που επέδειξα όταν κλείστηκε το ραντεβού για μία εβδομάδα αργότερα, έκαναν προφανές στον ειδικό ότι επρόκειτο για ένα έκτακτο περιστατικό. Οι γιατροί όμως, σε κάποιο μάθημα επιλογής που είναι δυστυχώς εύκολο και το παίρνουν όλοι κάπου στο τέταρτο έτος της σχολής τους, μαθαίνουν ότι για να κριθεί ένα περιστατικό έκτακτο δεν αρκεί να το ισχυρίζεται ο ασθενής, αλλά πρέπει απαραίτητα να το χαρακτηρίσει έτσι κάποιος του σιναφιού τους. Και έτσι το τηλέφωνο έκλεισε αφήνοντας τον ασθενή, εμένα, να επιπλέω σε μια πισίνα πανικού, απογοητευμένος από το τρύπιο φουσκωτό σύστημα υγείας μιας αναπτυγμένης δυτικής κοινωνίας που για άλλη μια φορά δεν μου παρουσιάζεται αλληλέγγυα, και εγκαταλειμμένος σε μια φαφούτα μοίρα που μου απλώνει ένα κοντάρι για να πιαστώ, δεν έχω άλλη επιλογή από το να πάρω το επόμενο τηλέφωνο, αυτό με τις λιγότερο καλές συστάσεις και πιθανών το πολλαπλάσιο κόστος, και κάνοντας χρήση του περιβάλλοντος που χτίζει ο νόμος της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, να προσπαθήσω να κλείσω ένα ραντεβού όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Για καλή μου τύχη και με σύμμαχο την τεχνολογία της οποίας τα οφέλη υποσχέθηκα να μην αμφισβητήσω ποτέ ξανά, πριν προλάβω να καλέσω τον επόμενο αριθμό, το τηλέφωνό μου χτύπησε, και ήταν ο προηγούμενος ειδικός, ο οποίος αφού έκανε αναγνώριση κλίσης, με πήρε πίσω, ανακοινώνοντάς μου ότι επειδή ακούστηκα αρκετά αγχωμένος στο τηλεφώνημά μου, και μιας και ακυρώθηκε ένα άλλο ραντεβού του, θα μπορούσε να με δει μόλις το απόγευμα της επόμενης ημέρας, ούτως ώστε να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα ήταν καιρός.
Όσο μαλακό, ζεστό και οικείο κι αν ήταν εκείνη τη νύχτα, όπως και κάθε νύχτα άλλωστε, το στρώμα μου, ούτε στο ελάχιστο δε κατάφερε, ενώ μέχρι το ξημέρωμα προσπαθούσε και αυτό σίγουρα το αναγνωρίζω, να μου δημιουργήσει αυτήν την αίσθηση της ηδονιστικής ασφάλειας που μου προσέφερε αστραπιαία την επόμενη μέρα η εκδιδόμενη, λευκή, σκληρή και κρύα οδοντιατρική καρέκλα του ειδικού περιοδοντολόγου, τον οποίο και συνάντησα ακριβώς την ώρα που είχαμε από την προηγούμενη μέρα κανονίσει.
«Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι αντιμετωπίζετε ένα έντονο περιοδοντολογικό πρόβλημα;». Αυτά τα λόγια είπε επί λέξη ο ειδικός αμέσως μετά τις απαραίτητες μεταξύ μας συστάσεις, προδίδοντας με το ειρωνικό του ύφος μια ευρύτερη συνομωσία που είχε προλάβει ήδη από το απόγευμα της προηγούμενης νύχτας να στηθεί από τους κοινούς γνωστούς γιατρούς, και η οποία με τοποθετούσε στο κέντρο μιας κλασικής σκηνής του θεάτρου της Δευτέρας, όπου ενώ οι μάσκες έχουν πέσει προ πολλού στα μάτια των θεατών, μένει να αποδεχτεί τελευταίος ο ήρωας, ότι πια δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζει να προσπαθεί να καλύψει με χαριτωμένο τρόπο την γραφικότητά του. Δε μένει τίποτα άλλο πια για να γραφτεί το φινάλε μιας υπόθεσης που εξελίχθηκε στα παρασκήνια, και που αφήνει τους δύο τελευταίους ηθοποιούς επί σκηνής, να στήσουν όλη τη δραματουργία πάνω στην αφηγηματική εξιστόρηση του ιατρικού ιστορικού του ενός προς τον άλλο, κάνοντας πλήρη χρήση του φονξιοναλιστικού σκηνικού και των ρεαλιστικών κοστουμιών.
Έστω κι αν η άρθρωση τόσο των προσεκτικά επιλεγμένων εννοιών όσο και των απαραίτητων συντακτικών συνδέσεων παραγκωνιζόταν από περιοδικά διάπλατα ανοίγματα της κάτω γνάθου μου και εισβολές διαφόρων εργαλείων, από καθρεφτάκια μέχρι λαβίδες, τίποτα δε στάθηκε δυνατό ούτε καν να περιορίσει τον στόμφο και τη γλαφυρότητα της εξομολογητικής παρουσίασης των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζα με τα δόντια μου τις τελευταίες κάποιες ώρες, τα πιθανά αλλά και τα απίθανα σενάρια συνοδευόμενα από τις απαραίτητες ντετερμενιστικές σχέσεις που τα συνδέουν με τα επιφαινόμενα συμπτώματα ώστε να προλάβω τη διάγνωση του γιατρού ή έστω τουλάχιστον να την προβλέψω δυνατά, και την υπέρτατη αναγκαιότητα να ξεπεραστούν όσο το δυνατόν πιο άμεσα, πιο ανώδυνα, πιο οικονομικά και πιο ολοκληρωτικά.
Ήταν μοναδική ευκαιρία. Η προσωποποίηση της ειδικής ιατρικής γνώσης, ο φορέας της θεραπείας και άρα της ελπίδας, ήταν δίπλα μου, φορούσε την απαραίτητη στολή όπως άλλωστε κάθε καλός ήρωας και μου είχε διαθέσει ένα απείρως πεπερασμένο διάστημα χρόνου με την απόλυτη αφοσίωση πάνω μου. Όταν τελειώσει η εξομολόγησή μου, όλη η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια τριανταετή θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, θα ενεργοποιούνταν από τα πράγματα που εγώ θα έλεγα, θα αφαιρούσε τον θόρυβο της γενικής παιδαγωγικής κατάρτισης και θα έβρισκε την απαραίτητη εφαρμογή της πάνω μου. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός και όχι μετρημένος. Όσα περισσότερα θα έλεγα για τα πράγματα που είμαι και για τα πράγματα που μου συμβαίνουν τόσο μεγαλύτερη πιθανότατα θα είχα να είναι ακριβείς οι τομές της παραπάνω αφαίρεσης ούτως ώστε η εφαρμογή της πάνω μου να αφήσει τα λιγότερα δυνατά κενά.
Έχοντας διαρκώς στο νου μου τις αλλεπάλληλες κριτικές που δέχθηκε η δυτική ιατρική από άλλες πιο ολιστικές πεποιθήσεις, δεν μπορούσα παρά να είμαι το λιγότερο δυνατόν λακωνικός, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσα να βγω νικητής από τη συνεχή μου μάχη με τη φλυαρία που θα μπορούσε να σταθεί ικανή εφόσον της το επέτρεπα να μειώσει το λόγο μου σε μια άσκοπη περιαυτολογία.
Ολίγον υστερικός, ή τουλάχιστον ότι μια τέτοια ανάγνωσή μου ήταν παραπάνω από πιθανή, αισθάνθηκα μόνον όταν, στην προσπάθειά μου να αναφερθώ στις στρεσογόνες συνθήκες εργασίας μου, κάτι που γνωρίζω άλλωστε ότι ευθύνεται όχι μόνο για πολλές ασθένειες αλλά και ειδικά για την υποχώριση των ούλων που ήταν και η βασική αιτία της επίσκεψής μου εκεί και που θα αποτελούσε σημαντική πληροφορία προς τον ειδικό για την τελική του απόφανση, εξώθησα τον ειδικό περιοδοντολόγο, που μάλιστα βρισκόταν στο τρίτο έτος του διδακτορικού του πάνω σε κάτι που δεν τόλμησα καν να ρωτήσω, να ξεστομίσει: «πραγματικά κύριε, δεν έχετε φαλάκρα, θα πρέπει να ηρεμήσετε».
Τίποτα δεν είχε πάει στραβά. Το αίτημά μου ήταν καθαρό. Κι αφού δεν έχω τίποτα, και ούτε τα ούλα μου ματώνουν, ούτε υποχωρούν και οπότε ούτε τα δόντια τελικά δεν πέφτουν, τι πρέπει να κάνω για να αποκλείσω την πιθανότητα να εκκινήσει η παραπάνω τραγική διαδοχή μόλις ακριβώς αποχωρίσω από το ιατρείο όπου τέλος πάντων είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος άμεσης και αξιόπιστης επέμβασης με την ασφάλεια που το γεγονός αυτό έχει να μου δώσει; Ποια θα ήταν μια πιθανή αιτία που θα έκανε τους εφιάλτες μου να πραγματοποιηθούν χωρίς καμία ουσιαστική, με την έννοια της δυνατότητας πρόληψης, προειδοποίηση; Ο γιατρός μου έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον τα πάντα που με αφορούν ώστε να μπορεί να μου πει τι να συνεχίσω να κάνω με την ίδια ένταση και αφοσίωση, τι να μειώσω και πως και τελικά τι πρέπει να μην ξανακάνω ποτέ. Αυτό είναι άλλωστε και το κοινό αίτημα που έχω από κάθε γιατρό και η μη ικανοποίησή του είναι που στοιχειώνει τις ώρες μου σε όλες αυτές τις αίθουσες αναμονής που ήρθαν και σε αυτές που θα ακολουθήσουν. Και πως θα γινόταν αλλιώς αφού κάθε ένας από τους γιατρούς που με έχουν δει και ακούσει, είτε όταν κάνανε μόνο το ένα είτε και τα δύο, έχασε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, των συνηθειών και των συνεπειών τους, μιας και δεν ανοίχθηκε ποτέ εμπρός τους.
Ήταν το βάρος αυτής της αποκάλυψης που κουβαλούσα σε καθέναν από δαύτους, από οφθαλμίατρους και ρεφλεξολόγους μέχρι χειρούργους, παθολόγους, ακτινολόγους, ορθοπεδικούς, οριλάδες και αναισθησιολόγους και η αδυναμία μου το εναποθέσω σε κάποιον ώστε να μην το μεταφέρω ασκόπως και στον επόμενο, που έκανε το ιατρικό μου βιβλιάριο να είναι σαν διαβατήριο από εμπορικό αντιπρόσωπο προ σέγκεν. Ήταν που δεν μπορούσα να τους πω ότι είμαι πούστης, ότι τρώω πούτσες αρκετά συχνά, ότι γαμιέμαι από τον κώλο και με τον γκόμενό μου δεν βάζουμε καν προφυλακτικό, ότι γλύφω και γαμάω κώλους και άγνωστα στόματα, ότι με χύνουνε στο πρόσωπο και ειδικά σε δλόντα και ούλα, ότι αυνανίζομαι σαν έφηβος ακόμαι και τώρα στα τριαντατρία, ότι βάζω στον κώλο μου διάφορα πράγματα που άλλοτε πωλούνται για αυτό το λόγο και άλλοτε όχι, ότι με δέρνουν και δέρνω επίσης συχνά, ότι με δένουν για ώρες και με πηδάνε, και πολλά άλλα τέτοια πράγματα και στο τέλος να τους ρωτήσω αν είναι κάτι από όλα αυτά που μπορεί να με πειράζει.

Saturday, September 08, 2007


κάποιες λέξεις-αηδία των διακοπών:

διακοπές, καβάτζα, έλιωσα (λιώνω, κτλ.), άραξα (αράζω, κτλ.), ψαριά, ουζάκι, χταποδάκι, φραπεδάκι, τρανζιστοράκι και όλα τα εις άκι και ειδικά το παρεάκι, ξενέρωσα, ντάλα, λάδι η θάλασσα, κάστρο στην άμμο, πατείς με πατώ σε, χαλαρά, super, χλιδή, φεγγαράδα, ποδηλατάδα, λιακάδα και όλα τα εις άδα εκτός από την πορτοκαλάδα και ειδικά το ΑρεΕλλάδα, ταπί, φράγκα, τζούρα, σούρα, τράκα, φτιάχτηκα, έγινα, την άκουσα, ταβανίαση, μπουγέλο, χόμπι, ψυχρούλα, περιγιάλι, ακροθαλασσιά, πάνω στο κύμα, τσαπαρί, πεταλίδες, αχινοσαλάτα, ψέριμος, μπανάνα, μπαντάνα, καλαμωτή, κομπόστα, γέμισα τις μπαταρίες, άλλαξα παραστάσεις, γλέντι, βαβούρα, πανηγύρι, πεθάναμε στο γέλιο, σφινάκι, ονειρεμένο, σαν ψεύτικο, κρυστάλλινα νερά, βατραχοπέδηλα, κανονικά, εννοείται, τέλεια, ήρεμα, ταλαιπωρία, ηλιοβασίλεμα, και του χρόνου,

Wednesday, April 11, 2007

γράμμα σ' έναν νέο εραστή

Ίσως κάποιες φορές να μπω σε πολύ προσωπικές λεπτομέρειες.
Θέλω να είναι ξεκάθαρο ότι το κάνω για να καταλάβεις αν είναι καλύτερα.
Ας πούμε εμένα ήταν πιο ξεκάθαρα κάποια πράγματα.
Τώρα εσύ μου φαίνεσαι κάπως μπερδεμένος
Δεν καταλαβαίνω γιατί.
Εσένα δε σου αρέσει να είσαι με κοπέλες;
Δεν κοιτάς κοπέλες;
Κοιτάς.
Αυτό κάπως δεν είναι αυτό που θέλεις;
Ας πούμε σου αρέσει να σε κοιτάει μια κοπέλα…ερωτικά κατάλαβες...
Δε σε κάνει αυτό να αισθάνεσαι άνετα;
Θα έλεγες ότι αισθάνεσαι φορτικά όταν σε κοιτάει μια κοπέλα ερωτικά;
Αυτό δε σε ενεργοποιεί κάπως; Να κάνεις κάτι; Να της μιλήσεις ας πούμε, να έρθεις πιο κοντά της…
Έτσι δεν είναι;
Μια χαρά ως εδώ. Αυτό δεν είναι κάτι που το αμφισβητούμε.
Και με μία κοπέλα που αισθάνεσαι έτσι πιο κοντά δεν κάνεις κάποιες σκέψεις γι’ αυτή; Σκέψεις ας πούμε τι θα κάνατε αν ήσασταν μόνοι σας σε ένα δωμάτιο, ε; Αυτό δε σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία. Σε ερεθίζει αυτό έτσι δεν είναι; Σκέφτεσαι κάπως να τη μυρίζεις…Σου αρέσει η μυρωδιά μιας κοπέλας έτσι δεν είναι; Σκέψου λίγο… τη μυρωδιά μιας κοπέλας… αυτό δε σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία; Και τι άλλο σκέφτεσαι; Ας πούμε να τη χαϊδεύεις; Να χαϊδεύεις μια κοπέλα. Να ακουμπάς το στήθος της, τα δάχτυλά της. Να της χαϊδεύεις τα μαλλιά. Δε σου αρέσει να της χαϊδεύεις τα μαλλιά; Αυτό δε σε κάνει να αισθάνεσαι ωραία; Και τι άλλο…σκέψου δε θέλεις ας πούμε να δεις αυτή την κοπέλα γυμνή; Να δεις τα πόδια της να δεις το στήθος της…να τη φιλήσεις…Δε θέλεις να φιλήσεις μια κοπέλα; Δε σου αρέσει όταν φιλάς μια κοπέλα; Αυτό δε σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα; Να φιλάς μια κοπέλα;
Πώς θα σου φαινόταν να φιλάς ένα αγόρι; Έχεις σκεφτεί ποτέ να φιλάς ένα αγόρι;
Πόσο κοντά έχεις έρθει στο σώμα ενός αγοριού;
Θυμάσαι τη μυρωδιά ενός αγοριού;
Θυμάσαι πώς μυρίζει ένα αγόρι;
Θέλησες ποτέ να φιλήσεις ένα αγόρι;
Να χαϊδέψεις ένα αγόρι;
Έχεις ποτέ πιάσει το χέρι ενός αγοριού από τότε που μεγάλωσες;
Έχεις αγγίξει τα δάχτυλά του;
Έχεις κοιτάξει ποτέ ένα αγόρι ερωτικά;
Θυμάσαι να σε έχει κοιτάξει ερωτικά ένα αγόρι;
Πώς αισθάνθηκες τότε;
Θυμάσαι να αισθάνεσαι αμήχανα;
Θυμάσαι να ήταν όμορφα;
Σκέφτεσαι ποτέ να είσαι πιο κοντά σε ένα αγόρι;
Σκέφτηκες ποτέ να είσαι μόνος σε ένα δωμάτιο με ένα αγόρι; Ξέρεις, με μία ερωτική διάθεση;
Τι θα ήθελες να κάνεις; Θα ήθελες να τον αγγίξεις; Θα τον χάιδευες; Θα χάιδευες τα μαλλιά του; Θα ακουμπούσες το στήθος του; Θα χάιδευες τις γάμπες του; Θα ήθελες να δεις αυτό το αγόρι γυμνό; Θα ήθελες να δεις τις τρίχες στο στήθος του; Θα ήθελες να χαϊδέψεις το στήθος του;
Θα ήθελες να φιλήσεις αυτό το αγόρι;
Θα το φίλαγες;
Θα κοιμόσουν στην αγκαλιά ενός αγοριού;
Ενός κοριτσιού;
Θα κοιμόσουν ανάμεσα στα πόδια ενός κοριτσιού;
Θα φιλούσες ένα κορίτσι ανάμεσα στα πόδια; Θα χάιδευες ένα κορίτσι ανάμεσα στα πόδια; Θα το έκανες έτσι δεν είναι; Θα έβαζες το δάχτυλό σου μέσα της; Αν στο ζητούσε; Θα έμπαινες μέσα της; Σου αρέσει όταν είσαι μέσα της; Τι σκέφτεσαι όταν είσαι μέσα της; Είναι όμορφα έτσι δεν είναι; Δεν σε κάνει να σε αισθάνεσαι όμορφα; Δε θέλεις να το ξανακάνεις;
Όταν είσαι μόνος σου…ξέρεις. Αυνανίζεσαι;
Όταν αυνανίζεσαι σκέφτεσαι κάτι; Φαντασιώνεσαι κάτι; Ε. τι φαντασιώνεσαι; Ότι είσαι με ένα κορίτσι; Και τι κάνεις; Και αυτό σε ποια φάση χύνεις; Έχει υπάρξει ποτέ κάποιο αγόρι στη φαντασίωσή σου; Τι έκανε; Ασχολήθηκες μαζί του; Σε βοήθησε αυτό να χύσεις;
Αν σκέφτεσαι ένα αντρικό σώμα γυμνό αυτό σε ερεθίζει καθόλου; Ένα αντρικό πέος; Έχεις δει ποτέ αντρικό πέος; Πώς σου είχε φανεί; Σου έφερνε αηδία; Ήθελες να το κοιτάς ή όχι; Θα το άγγιζες; Έχεις δει ποτέ αντρικό πέος σε στύση; Πώς αισθάνθηκες; Αν ήταν κοντά σου τι θα έκανες; Θα ήθελες να το πιάσεις; Θα ήθελες να το μυρίσεις; Θα ήθελες να το φιλήσεις;
Έχεις δει ένα αγόρι να εκσπερματώνει; Τι αισθάνθηκες; Θα ήθελες να τον είχες βοηθήσει να το κάνει; Τι θα ήθελες να έκανες εσύ γι’ αυτόν;
Έχεις δει ποτέ μα κοπέλα να έχει οργασμό; Πώς αισθάνθηκες; Έχεις βοηθήσει μια κοπέλα να έρθει σε οργασμό. Πώς αισθάνθηκες; Σου αρέσει να το κάνεις αυτό; Σου αρέσει να φέρνεις μια κοπέλα σε οργασμό έτσι δεν είναι; Αυτό δε σε κάνει να αισθάνεσαι όμορφα;
Το πρόσωπο μιας κοπέλας βρίσκεται ανάμεσα στα γυμνά σου πόδια. Τόσο κοντά που αισθάνεσαι την αναπνοή της πάνω σου.
Ένα αγόρι κάνει ντουζ γυμνό μπροστά σου. Το νερό κυλάει στο σώμα του. Έχει σαπούνι στα μάτια του και δεν μπορεί να σε δει που τον κοιτάζεις.
Ένα κορίτσι βρίσκεται γυμνό κάτω από το πάπλωμά σου. Κοιμάται.
Ένα αγόρι οδηγεί ένα μηχανάκι. Φοράει μόνο ένα t-shirt. Κάθεσαι από πίσω του και το στήθος σου ακουμπάει στην πλάτη του. Τον αγκαλιάζεις.
Πώς είναι όταν σε χαϊδεύει ένα κορίτσι; Θα άφηνες ένα κορίτσι να παίζει με τα μαλλιά σου; Σου αρέσει να σε χαϊδεύει ένα κορίτσι;

Sunday, January 07, 2007


Παιδική ηλικία vs gender

Πολλές φορές για να μιλήσουμε για το φύλο και τη σεξουαλικότητα έχουμε την ανάγκη χρήσης του αναλογικού τρόπου σκέψης, δίνοντας στα επιχειρήματά μας μια λιγότερο αφηρημένη διάθεση. Οι αναλογίες είναι ένας τρόπος να μιλήσεις για κάτι άγνωστο κάνοντας αναφορές σε κάτι πιο γνωστό και με αυτή την έννοια κεκτημένο. Ο αναλογικός όμως τρόπος σκέψης επιτρέπει από τη φύση του την υιοθέτηση ‘δαιμονίων’ στη συλλογιστική διαδικασία. Κι αυτό γιατί όταν για να μιλήσεις για κάτι κάνεις αναφορές σε κάτι άλλο, η μη ταύτιση του άλλου από το κάτι, είναι που εισάγει τα δαιμόνια. Η αναφορά σε ένα μοντέλο του άλλου για να μιλήσεις για το κάτι αναδεικνύει το σύνολο των χαρακτηριστικών του μοντέλου του άλλου – χαρακτηριστικά με την έννοια του πλήθους των συνειρμικών σημαινόμενων που ορίζουν την οντολογία του. Έστω και αν οι αναφορές που κάνεις, μέσω της αναλογίας, σε ειδικά και επιμέρους μόνο χαρακτηριστικά του μοντέλου του άλλου και όχι στο σύνολό τους, η αυτόματη ενεργοποίηση και των άλλων χαρακτηριστικών του μοντέλου, αυτών που δεν είναι συμβατά με το μοντέλο του κάτι για το οποίο θέλεις να μιλήσεις, είναι αναπόφευκτη. Για τους παραπάνω λόγους, αν προσπαθήσουμε να διδάξουμε σε ένα τετράχρονο τη σεξουαλική πρακτική της μαμάς του χρησιμοποιώντας την αναλογία της συλλογής της γύρης από τη μέλισσα και το τετράχρονο εκφράσει την απορία αν η μαμά του βγάζει μέλι, να μην απορήσουμε.

Γιατί όμως τα γράφω όλα αυτά τα απολογητικά όταν στην ουσία εγώ για την παιδική ηλικία ξεκίνησα να γράφω; Γιατί θέλοντας να σκεφτώ νέες αναλογίες για να μιλήσει κανείς για το φύλο και τη σεξουαλικότητα επιτρέποντας το λιγότερο δυνατό θόρυβο στη σκέψη του σκέφτηκα ότι θα μπορούσα να χρησιμοποιήσω το μοντέλο της παιδικής ηλικίας. Τελικά όμως είδα ότι αυτό δε μου κάνει γατί ο τρόπος που εγώ αντιλαμβάνομαι το τι είναι αυτό που λέμε ‘παιδική ηλικία’ δεν είναι κάτι το γνωστό ούτε και κεκτημένο στο οποίο να αναφερθώ με ευκολία για μιλήσω για κάτι άλλο. Αντίθετα, είναι μάλλον κάτι που πρέπει να το προσεγγίσω απ’ την αρχή, να το περιγράψω, να το αναλύσω και μετά ίσως να μπορέσω να το χρησιμοποιήσω. Τότε όμως δε θα είναι πολύ αργά; Γιατί να μιλήσω για τα δύο πράγματα που θέλω, την παιδική ηλικία και την σεξουαλικότητα-φύλο, μαζί, χρησιμοποιώντας στοιχεία εύκολα αναγνωρίσιμα από το ένα για να κατανοήσω το άλλο και αντιστρόφως; Αυτό λοιπόν θα προσπαθήσω να κάνω.

Και έστω ότι το φύλο είναι κατασκευή, όπως ακούμε συχνά να λένε άνθρωποι που εμπιστευόμαστε για το θεωρητικό και το πολιτικό τους επίπεδο. Αυτό θα σήμαινε ότι η παιδική ηλικία είναι επίσης κατασκευή; Και δεν είναι αυτό ηλίθιο; Αφού όλοι μας είχαμε παιδική ηλικία. Όλοι μας; Με τον ίδιο τρόπο; Πάντα οριζόταν η παιδική ηλικία; Παντού; Μήπως υπήρξε μία ειδική φάση στην ιστορία των πολιτισμών που μιλήσανε για το παιδί; Κι όμως ναι. Η παιδική ηλικία είναι κατασκευή. Δεν είχαμε όλοι παιδική ηλικία - δεν έχουμε όλοι παιδική ηλικία. Έχουν τα τσιγγανάκια παιδική ηλικία; Από την αρχή της ζωής τους είναι σχεδόν ισότιμα μέλη της κοινότητας. Αν προσέξετε ποτέ κάποια ομάδα Ρομά δεν φέρονται στα παιδιά με ειδικό τρόπο. Κάθε παιδί Ρομά ακούγεται όταν θέλει να μιλήσει και σε κάθε παιδί μιλάνε οι μεγάλοι σαν ίσο, σαν κάποια που θα τους ακούσει και θα καταλάβει.

Είναι ο δικός μας δυτικός πολιτισμός που έχει επιφυλάξει ειδικό ρόλο για τα παιδιά. Το ρόλο του όχι πλήρως αναπτυγμένου ανθρώπου, άρα του υποανάπτυκτου ανθρώπου, του λιγότερου σοφού ανθρώπου, το ρόλου του απροστάτευτου ανθρώπου, αυτού που θέλει προστασία, τη δική μας προστασία, προστασία από ποιους; από άλλους σαν εμάς μάλλον. Θυμίζει λίγο την προστασία της Αμερικής στο Κουβέιτ, αλλά ακριβώς αυτό είναι το θέμα.

Η ηλικία της κατασκευασμένης έννοιας της παιδικής ηλικίας δεν είναι πολύ μεγάλη. Χωρίς καθόλου έρευνα, που έχω κάνει, τη υπολογίζω κάπου στο 19ο αιώνα. Να ξεκινάει από τις αστικές οικογένειες οι οποίες είχαν άλλωστε τη δυνατότητα να σώσουν ένα τουλάχιστον μέλος της από το βάσανο της παραγωγικής διαδικασίας, κρατώντας το στο σπίτι για κάποια χρόνια, μέχρι να το εκπαιδεύσουν να τους διαδεχθεί στην άσκηση της εξουσίας. Οι φτωχές οικογένειες, αγροτικές, εργατικές κτλ. δεν είχαν αυτή την πολυτέλεια. Για τις οικογένειες αυτές, τα παιδιά ήταν , είναι, είναι κι άλλα εργατικά χέρια, που θα τρώνε λίγο, θα δουλεύουνε πολύ, και θα αναλάβουν κάποια στιγμή τα γεράματα των ιδίων ή έναν σοβαρό τους τραυματισμό σε εργατικό ατύχημα που θα τους κρατούσε μακριά από το μεροκάματο. Για να κάνεις άλλωστε ότι κάνει η αγρότισσα μητέρα ή ο νοικοκύρης πατέρας δε χρειαζόταν δα και καμία πολυετή εκπαίδευση.

Και έστω ότι έτσι είναι τα πράγματα, πώς γίνεται μετά αυτή η εφεύρεση των κάποιων να υιοθετηθεί από την υπόλοιπη κοινωνία, χωρίς μάλιστα βία και καταστολή; Κατά πρώτον, αυτοί, οι γνωστοί συνωμότες, πρέπει να φωνάξουν προς βοήθεια, έναν πιστό τους σύμμαχο ανά τους αιώνες, βασικά τους τελευταίους. Ποιος είναι αυτός; Εσείς τώρα πρέπει να σκεφτείτε την αναλογία που σας έλεγα παραπάνω για να απαντήσετε. Μάλλον, συνέχεια πρέπει να σκέφτεστε την παραπάνω αναλογία, γιατί αλλιώς γιατί τα γράφω εγώ όλα αυτά αφού μόνο το φύλο με ενδιαφέρει και τίποτα άλλο; Αν δε το βρήκατε θα το πάρει το ποτάμι, αυτός ο σύμμαχος είναι η επιστήμη.

Τον ίδιο λοιπόν καιρό έχουμε την επιστήμη της ψυχολογίας να δημιουργείται και να αναπτύσσεται με τόσο γοργούς ρυθμούς ώστε σε τόσο μικρό διάστημα να μας έχει κατακλύσει στις μέρες μας με το λεξιλόγιό της σε βαθμό που να ονοματίζουμε κάθε μας συναίσθημα με ψυχολογικούς, βλ. ιατρικούς όρους, όρους που δύναται να θεωρηθούν ανά πάσα στιγμή καταστάσεις προ ίαση, με χάπια, εγκλεισμούς κτλ αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Η ψυχολογία λοιπόν, με τους εξειδικευμένους της τομείς, βλ. αναπτυξιακή, εξελικτική, γνωστική, εκπαιδευτική κτλ, τα βρήκε τα παραπάνω: ο άνθρωπος χρειάζεται πολύ περισσότερο χρόνο για την πλήρη ανάπτυξή του από όλα τα άλλα ζώα που γνωρίζουμε. Έτσι όταν το κατσικάκι στέκεται στα πόδια του τα πρώτα κι όλας δευτερόλεπτα της γέννησής του, βρίσκει την τροφή του την τρώει και ρεύεται πολύ γρήγορα, ο άνθρωπος για να έρθει στη φάση της πλήρους ανάπτυξής του, περνάει πολύ χρόνος, χρόνος που χρειάζεται την συνεχή φροντίδα της κοινότητας. Σκέψου μόνο ότι για να σταθεί στα πόδια του θέλει κάνα ενάμιση χρόνο και για να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα, φτάνει στα δώδεκα και έχει και πολλές δυσκολίες, όπως αυτές καταγράφονται στις έρευνες διδακτικής των μαθηματικών. Και τι είναι ένας άνθρωπος που δεν ξέρει να λύσει ένα μαθηματικό πρόβλημα; ένας μισός άνθρωπος.

Έτσι λοιπόν, πάνω σ’ αυτά τα ευρήματα βασίστηκαν πολιτικές εκπαίδευσης των παιδιών, σχολεία, παιδικοί σταθμοί, κτλ. και σίγουρα περιορισμού τους στο σπίτι. Εγώ, φυσικά, δε λέω ότι όλα αυτά ήταν μόνο κακά. Καλό ήταν που κάποια στιγμή με την ανακάλυψη της παιδικής ηλικίας άνοιξε και ο δρόμος της ποινικοποίησης της παιδικής εργασίας, όπου τέλος πάντων, καθώς και της παιδικής κακοποίησης. Αλλά αυτό δε θα με κάνει να σωπάσω για τον ιδικό ρόλο που έχουν δώσει σ’ αυτή την κατηγορία ανθρώπων, όπως αυτός περιγράφηκε παραπάνω. Και ξέρουμε από άλλες περιπτώσεις, να τη πάλι η αναλογία, ότι κάθε έννοια που έρχεται να χαρακτηρίσει κάτι, είναι για να ασκήσει εξουσία πάνω του. Οι ρόλοι που έχουμε ετοιμάσει για τα παιδιά είναι γεμάτοι από do και dont. Νόμοι που βασίζονται σε άτυπες συμβάσεις - συμβάσεις μη συστηματικές που αλλάζουν κατά τις διαθέσεις. Έτσι όταν το μωρό λέει μια μαλακία, επιβεβαιώνει την θεωρία ότι είναι ακόμα ολίγων χαζό. Όταν φέρεται σαν παιδί καταστέλλεται γιατί πρέπει να μάθει να φέρεται σαν μεγάλος και όταν φέρεται σαν μεγάλος καταστέλλεται ως μεγαλομανής. «μη φέρεσαι σαν παιδί…» ούτε όταν είσαι παιδί ούτε όταν δεν είσαι.

Πολύ θα ήθελα τώρα να γράψω για το παιδί στην οικογένεια, το γιατί το κάνουν, γιατί το μεγαλώνουν, και γιατί άλλωστε όλα αυτά τα γλυκούλια παιδάκια γίνονται τόσο τεράστιοι μαλάκες όταν μεγαλώνουν, αλλά και για την παιδική σκληρότητα και κακία, αλλά θα ξεφύγω πάλι. Θα πω μόνον αυτό που κατάλαβα να λέει ο Φουκώ ως μία εξαιρετική για μένα κριτική στην ψυχοθεραπεία και την ψυχανάλυση (δεν ξέρω αν λέει αυτό ακριβώς ο Φουκώ αλλά εγώ αυτό σκέφτηκα όταν διάβαζα ένα κείμενο του για την κατασκευή της ψυχικής νόσου και σε τελική ανάλυση αν δεν το λέει ο Φουκώ, το λέω εγώ, κι αυτό να πείτε κι εσείς: ότι το λέω εγώ). Η κάθε ψυχοθεραπεία που ψάχνει το αίτιο της απόκλισης στην παιδική ηλικία, νομίζει ότι βρίσκει την αιτία εκεί που απλά εντόπισε το αποτέλεσμα. Η μέθοδος να βάζεις το υποκείμενο να ανατρέξει στα παιδικά του χρόνια και να τα ανασύρει, φέρει αποτέλεσμα όχι γιατί εκεί βρήκε την αιτία αλλά γιατί εκεί βρήκε ξανά τη, νοητή έστω αλλά αυτό είναι πολύ σημαντικό, θαλπωρή μιας εποχής και μιας κατάστασής του ικανή να του προσφέρει την ηρεμία που έχει τόσο ανάγκη την παρούσα στιγμή. Έτσι, το άσυλο της παιδικής ηλικίας λειτουργεί απλά ως αναφορά σε μία ουτοπία που υπάρχει αφού είχε υπάρξει και το θυμόμαστε. Αν σκεφτούμε λοιπόν και την άλλη κριτική στην ψυχανάλυση ότι τέλος πάντων δε χρειάζονται όλοι οι λαοί και όλες οι κοινωνίες, (βλ. ανατολικές) ψυχανάλυση, ούτε τη χρειαζόμασταν από πάντα, κι ότι αυτό είναι δυτική ανακάλυψη για τις ανάγκες του δυτικύ πολιτισμού, αυτό συγκλίνει στην δυνατότητα που έχουν οι δυτικοί, οι περισσότεροι τουλάχιστον, να έχουν παιδική ηλικία για να ανατρέξουν αν χρειαστεί. Γιατί η μάνα μου που δούλευε από τότε που θυμόταν τον εαυτό της, δεν έχει πουθενά να ανατρέξει για καλύτερα, και όταν της λέω να σκεφτεί και να μου μιλήσει για τον μπαμπά της με κοιτά με γουρλωμένα μάτια και με λέει χασομέρη.

Και πως ορίζεται το παιδί; Και πότε σταματάει να είναι παιδί; Στην κοινωνία του φαίνεσθε τι άλλο θα περιμέναμε: ότι φαίνεται μισός άνθρωπος είναι μισός άνθρωπος. Και αν φαίνεται ολόκληρος είναι ολόκληρος, και κάποιες εξαιρέσεις, όπως οι νάνοι για παράδειγμα, έρχονται να επιβεβαιώσουν την θεωρία την οποία αναπτύσσω εδώ (αν κάποια έκανε την αναλογία του νάνου με τις τρανς, να περάσει εννιά με μία να πάρει το δωράκι της).

Δεν θα ήθελα να σας κουράσω και ούτε να προσφέρω ένα συνολικό κείμενο, με εμπεριστατωμένη έρευνα, πλήρως ανεπτυγμένα τα επιχειρήματα, που να είναι επαρκώς μασημένο και να μην μπάζει από πουθενά, όχι γιατί δεν είμαι σε θέση να το κάνω, αλλά γιατί μετά εσείς τί θα έχετε να σκεφτείτε, κι εγώ με τη σειρά μου τί θα έχω να σκέφτομαι ότι θα κάνω όταν γεράσω και θα πραγματοποιήσω τον κοινό μου με όλους τους μεγάλους δημιουργούς μύθο ότι θα απομονωθώ με τα βιβλία και τη γραφομηχανή μου σε μέρος με λίγους ανθρώπους και πολύ αέρα και δε θα με ενδιαφέρει πώς θα γεμίσω τον κώλο μου και άλλες τέτοιες εξαρτήσεις που μόνο να με παρασύρουν μακριά από το στόχο μου έχουν σαν αποτέλεσμα και θα γίνω, κάλιο αργά παρά ποτέ, κι εγώ μία από αυτές που έχουν τέλος πάντων να παρουσιάσουν μία ολοκληρωμένη δουλειά έστω κι αν το ακαδημαϊκό τους ύφος καταφέρνει να ανασηκώσει κάθε τρίχα του κορμιού μας από τις πρώτες κι όλας γραμμές.

(αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στον anonymous said... Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχα σκεφτεί έτσι τη θέση της ανωνυμίας. Αν ένας anonymous μου έβριζε ένα κείμενο ή όλο μου το blog, θα τον έγραφα στ’ αρχίδια μου γιατί για μένα θα αναπαριστούσε ένα μαλάκα κακεντρεχή, που ίσως κάποτε του είχα φάει το γκόμενο. Όταν όμως ένας anonymous μου λέει να συνεχίσω, έξαφνα αναπαριστά όλες εκείνους του σκεπτόμενους αναγνώστες που περιμένουν να τους δώσω τα φώτα μου. Σας έχω μιλήσει για τις αναπαραστάσεις του άγνωστου στην άλγεβρα; μμμμμ!)