Απάντηση στον Botho Strauss
Η τελευταία μου κρίση υποχονδρίασης με έφερε πριν λίγο καιρό στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντίατρου-ειδικού περιοδοντολόγου. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν αυτή την ειδικότητα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς μιας και ήμουν σίγουρος ότι αν και τα δόντια μου προς στιγμήν δεν ματώνουν, τα ούλα μου συνεχώς υποχωρούν και τα δόντια τελικά πέφτουν, οπότε μια άμεση συνάντηση με έναν ειδικό στον αντίστοιχο τομέα ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαιότητα, ήταν διαταγή από την προσωπική μου άποψη για μένα προς εμένα. Ότι τρώω ξύλο και μου σπάνε τα μπροστινά δόντια, ότι παθαίνω κάτι και τα δόντια μου γίνονται καταπράσινα και μυρίζουν, ότι μένει ένα δόντι στο εσωτερικό ενός μήλου μόλις το δαγκώσω, είναι λίγοι από τους βασικούς μου εφιάλτες, που τους έχω τοποθετήσει στην ευρύτερη κατηγορία ‘αισθητικοί’. Θα έλεγα ότι έχω ιδιαίτερο κόλλημα με τη στοματική μου κοιλότητα την οποία και περιποιούμαι συστηματικά και με περισσή σχολαστικότητα αν δεν ερχόταν στο μυαλό μου και όλα τα άλλα κολλήματα με τα υπόλοιπα μέρη του σώματός μου και τις λειτουργίες τους, κάτι που αυτομάτως υποβαθμίζει το ‘μεγάλο’, που χρησιμοποίησα παραπάνω, σε ένα κόλλημα της σειράς και κάνει την πιο ειδική αναφορά στην στοματική μου κοιλότητα από ασήμαντη έως φλύαρη.
Όντας σίγουρος λοιπόν ότι τα δόντια μου πέφτουν ώρα με την ώρα, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο όλους τους φίλους μου τους γιατρούς και ειδικά τους οδοντίατρους, για μια συμβουλή, μια συνταγή και λίγη συμπαράσταση. Εκείνοι αρνήθηκαν να με ακούσουν, συνεχίζοντας μια πάγια τακτική τους απέναντί μου, αφού η υπομονή τους έχει εξαντληθεί με τις κάθε τόσο κρίσεις μου: πονάνε τα μάτια μου, πεταρίζει η καρδιά μου, τρίζουν τα γόνατά μου, μπερδεύω τα χρώματα, οι αμυγδαλές μου πρήζονται πολύ συχνά, περπατώ στραβά και λιώνω όλα μου τα παπούτσια, έχω ένα σπάνιου τύπου καρκίνο που τον έχω ονομάσει «έξυπνο καρκίνο» και ο οποίος καταφέρνει να μεταπηδά από ζωτικό όργανο σε ζωτικό όργανο όταν καταλαβαίνει ότι το σώμα μου βρίσκεται πάνω στο ακτινολογικό τραπέζι με αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται σε καμία ακτινογραφία ενώ ταυτόχρονα έχω όλα τα συμπτώματα κανονικά, και άλλα πολλά.
Τι να κάνω λοιπόν, αναγκάστηκα να αναφέρω, σε όποιον απ’ αυτούς θα μπορούσε αυτή η υπενθύμιση να προκαλέσει κάποιες ενοχές, τον όρκο του Ιπποκράτη που πήρε, ούτος ώστε να μου συστήσει τουλάχιστον έναν ειδικό για να πάω να με δει, για να σώσει εμένα και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Παίρνοντας τηλέφωνο στον αριθμό που ακολουθούνταν από τις καλύτερες συστάσεις, ο ρυθμός των αναπνοών μου και η απογοήτευση που επέδειξα όταν κλείστηκε το ραντεβού για μία εβδομάδα αργότερα, έκαναν προφανές στον ειδικό ότι επρόκειτο για ένα έκτακτο περιστατικό. Οι γιατροί όμως, σε κάποιο μάθημα επιλογής που είναι δυστυχώς εύκολο και το παίρνουν όλοι κάπου στο τέταρτο έτος της σχολής τους, μαθαίνουν ότι για να κριθεί ένα περιστατικό έκτακτο δεν αρκεί να το ισχυρίζεται ο ασθενής, αλλά πρέπει απαραίτητα να το χαρακτηρίσει έτσι κάποιος του σιναφιού τους. Και έτσι το τηλέφωνο έκλεισε αφήνοντας τον ασθενή, εμένα, να επιπλέω σε μια πισίνα πανικού, απογοητευμένος από το τρύπιο φουσκωτό σύστημα υγείας μιας αναπτυγμένης δυτικής κοινωνίας που για άλλη μια φορά δεν μου παρουσιάζεται αλληλέγγυα, και εγκαταλειμμένος σε μια φαφούτα μοίρα που μου απλώνει ένα κοντάρι για να πιαστώ, δεν έχω άλλη επιλογή από το να πάρω το επόμενο τηλέφωνο, αυτό με τις λιγότερο καλές συστάσεις και πιθανών το πολλαπλάσιο κόστος, και κάνοντας χρήση του περιβάλλοντος που χτίζει ο νόμος της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, να προσπαθήσω να κλείσω ένα ραντεβού όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Για καλή μου τύχη και με σύμμαχο την τεχνολογία της οποίας τα οφέλη υποσχέθηκα να μην αμφισβητήσω ποτέ ξανά, πριν προλάβω να καλέσω τον επόμενο αριθμό, το τηλέφωνό μου χτύπησε, και ήταν ο προηγούμενος ειδικός, ο οποίος αφού έκανε αναγνώριση κλίσης, με πήρε πίσω, ανακοινώνοντάς μου ότι επειδή ακούστηκα αρκετά αγχωμένος στο τηλεφώνημά μου, και μιας και ακυρώθηκε ένα άλλο ραντεβού του, θα μπορούσε να με δει μόλις το απόγευμα της επόμενης ημέρας, ούτως ώστε να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα ήταν καιρός.
Όσο μαλακό, ζεστό και οικείο κι αν ήταν εκείνη τη νύχτα, όπως και κάθε νύχτα άλλωστε, το στρώμα μου, ούτε στο ελάχιστο δε κατάφερε, ενώ μέχρι το ξημέρωμα προσπαθούσε και αυτό σίγουρα το αναγνωρίζω, να μου δημιουργήσει αυτήν την αίσθηση της ηδονιστικής ασφάλειας που μου προσέφερε αστραπιαία την επόμενη μέρα η εκδιδόμενη, λευκή, σκληρή και κρύα οδοντιατρική καρέκλα του ειδικού περιοδοντολόγου, τον οποίο και συνάντησα ακριβώς την ώρα που είχαμε από την προηγούμενη μέρα κανονίσει.
«Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι αντιμετωπίζετε ένα έντονο περιοδοντολογικό πρόβλημα;». Αυτά τα λόγια είπε επί λέξη ο ειδικός αμέσως μετά τις απαραίτητες μεταξύ μας συστάσεις, προδίδοντας με το ειρωνικό του ύφος μια ευρύτερη συνομωσία που είχε προλάβει ήδη από το απόγευμα της προηγούμενης νύχτας να στηθεί από τους κοινούς γνωστούς γιατρούς, και η οποία με τοποθετούσε στο κέντρο μιας κλασικής σκηνής του θεάτρου της Δευτέρας, όπου ενώ οι μάσκες έχουν πέσει προ πολλού στα μάτια των θεατών, μένει να αποδεχτεί τελευταίος ο ήρωας, ότι πια δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζει να προσπαθεί να καλύψει με χαριτωμένο τρόπο την γραφικότητά του. Δε μένει τίποτα άλλο πια για να γραφτεί το φινάλε μιας υπόθεσης που εξελίχθηκε στα παρασκήνια, και που αφήνει τους δύο τελευταίους ηθοποιούς επί σκηνής, να στήσουν όλη τη δραματουργία πάνω στην αφηγηματική εξιστόρηση του ιατρικού ιστορικού του ενός προς τον άλλο, κάνοντας πλήρη χρήση του φονξιοναλιστικού σκηνικού και των ρεαλιστικών κοστουμιών.
Έστω κι αν η άρθρωση τόσο των προσεκτικά επιλεγμένων εννοιών όσο και των απαραίτητων συντακτικών συνδέσεων παραγκωνιζόταν από περιοδικά διάπλατα ανοίγματα της κάτω γνάθου μου και εισβολές διαφόρων εργαλείων, από καθρεφτάκια μέχρι λαβίδες, τίποτα δε στάθηκε δυνατό ούτε καν να περιορίσει τον στόμφο και τη γλαφυρότητα της εξομολογητικής παρουσίασης των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζα με τα δόντια μου τις τελευταίες κάποιες ώρες, τα πιθανά αλλά και τα απίθανα σενάρια συνοδευόμενα από τις απαραίτητες ντετερμενιστικές σχέσεις που τα συνδέουν με τα επιφαινόμενα συμπτώματα ώστε να προλάβω τη διάγνωση του γιατρού ή έστω τουλάχιστον να την προβλέψω δυνατά, και την υπέρτατη αναγκαιότητα να ξεπεραστούν όσο το δυνατόν πιο άμεσα, πιο ανώδυνα, πιο οικονομικά και πιο ολοκληρωτικά.
Ήταν μοναδική ευκαιρία. Η προσωποποίηση της ειδικής ιατρικής γνώσης, ο φορέας της θεραπείας και άρα της ελπίδας, ήταν δίπλα μου, φορούσε την απαραίτητη στολή όπως άλλωστε κάθε καλός ήρωας και μου είχε διαθέσει ένα απείρως πεπερασμένο διάστημα χρόνου με την απόλυτη αφοσίωση πάνω μου. Όταν τελειώσει η εξομολόγησή μου, όλη η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια τριανταετή θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, θα ενεργοποιούνταν από τα πράγματα που εγώ θα έλεγα, θα αφαιρούσε τον θόρυβο της γενικής παιδαγωγικής κατάρτισης και θα έβρισκε την απαραίτητη εφαρμογή της πάνω μου. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός και όχι μετρημένος. Όσα περισσότερα θα έλεγα για τα πράγματα που είμαι και για τα πράγματα που μου συμβαίνουν τόσο μεγαλύτερη πιθανότατα θα είχα να είναι ακριβείς οι τομές της παραπάνω αφαίρεσης ούτως ώστε η εφαρμογή της πάνω μου να αφήσει τα λιγότερα δυνατά κενά.
Έχοντας διαρκώς στο νου μου τις αλλεπάλληλες κριτικές που δέχθηκε η δυτική ιατρική από άλλες πιο ολιστικές πεποιθήσεις, δεν μπορούσα παρά να είμαι το λιγότερο δυνατόν λακωνικός, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσα να βγω νικητής από τη συνεχή μου μάχη με τη φλυαρία που θα μπορούσε να σταθεί ικανή εφόσον της το επέτρεπα να μειώσει το λόγο μου σε μια άσκοπη περιαυτολογία.
Ολίγον υστερικός, ή τουλάχιστον ότι μια τέτοια ανάγνωσή μου ήταν παραπάνω από πιθανή, αισθάνθηκα μόνον όταν, στην προσπάθειά μου να αναφερθώ στις στρεσογόνες συνθήκες εργασίας μου, κάτι που γνωρίζω άλλωστε ότι ευθύνεται όχι μόνο για πολλές ασθένειες αλλά και ειδικά για την υποχώριση των ούλων που ήταν και η βασική αιτία της επίσκεψής μου εκεί και που θα αποτελούσε σημαντική πληροφορία προς τον ειδικό για την τελική του απόφανση, εξώθησα τον ειδικό περιοδοντολόγο, που μάλιστα βρισκόταν στο τρίτο έτος του διδακτορικού του πάνω σε κάτι που δεν τόλμησα καν να ρωτήσω, να ξεστομίσει: «πραγματικά κύριε, δεν έχετε φαλάκρα, θα πρέπει να ηρεμήσετε».
Τίποτα δεν είχε πάει στραβά. Το αίτημά μου ήταν καθαρό. Κι αφού δεν έχω τίποτα, και ούτε τα ούλα μου ματώνουν, ούτε υποχωρούν και οπότε ούτε τα δόντια τελικά δεν πέφτουν, τι πρέπει να κάνω για να αποκλείσω την πιθανότητα να εκκινήσει η παραπάνω τραγική διαδοχή μόλις ακριβώς αποχωρίσω από το ιατρείο όπου τέλος πάντων είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος άμεσης και αξιόπιστης επέμβασης με την ασφάλεια που το γεγονός αυτό έχει να μου δώσει; Ποια θα ήταν μια πιθανή αιτία που θα έκανε τους εφιάλτες μου να πραγματοποιηθούν χωρίς καμία ουσιαστική, με την έννοια της δυνατότητας πρόληψης, προειδοποίηση; Ο γιατρός μου έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον τα πάντα που με αφορούν ώστε να μπορεί να μου πει τι να συνεχίσω να κάνω με την ίδια ένταση και αφοσίωση, τι να μειώσω και πως και τελικά τι πρέπει να μην ξανακάνω ποτέ. Αυτό είναι άλλωστε και το κοινό αίτημα που έχω από κάθε γιατρό και η μη ικανοποίησή του είναι που στοιχειώνει τις ώρες μου σε όλες αυτές τις αίθουσες αναμονής που ήρθαν και σε αυτές που θα ακολουθήσουν. Και πως θα γινόταν αλλιώς αφού κάθε ένας από τους γιατρούς που με έχουν δει και ακούσει, είτε όταν κάνανε μόνο το ένα είτε και τα δύο, έχασε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, των συνηθειών και των συνεπειών τους, μιας και δεν ανοίχθηκε ποτέ εμπρός τους.
Ήταν το βάρος αυτής της αποκάλυψης που κουβαλούσα σε καθέναν από δαύτους, από οφθαλμίατρους και ρεφλεξολόγους μέχρι χειρούργους, παθολόγους, ακτινολόγους, ορθοπεδικούς, οριλάδες και αναισθησιολόγους και η αδυναμία μου το εναποθέσω σε κάποιον ώστε να μην το μεταφέρω ασκόπως και στον επόμενο, που έκανε το ιατρικό μου βιβλιάριο να είναι σαν διαβατήριο από εμπορικό αντιπρόσωπο προ σέγκεν. Ήταν που δεν μπορούσα να τους πω ότι είμαι πούστης, ότι τρώω πούτσες αρκετά συχνά, ότι γαμιέμαι από τον κώλο και με τον γκόμενό μου δεν βάζουμε καν προφυλακτικό, ότι γλύφω και γαμάω κώλους και άγνωστα στόματα, ότι με χύνουνε στο πρόσωπο και ειδικά σε δλόντα και ούλα, ότι αυνανίζομαι σαν έφηβος ακόμαι και τώρα στα τριαντατρία, ότι βάζω στον κώλο μου διάφορα πράγματα που άλλοτε πωλούνται για αυτό το λόγο και άλλοτε όχι, ότι με δέρνουν και δέρνω επίσης συχνά, ότι με δένουν για ώρες και με πηδάνε, και πολλά άλλα τέτοια πράγματα και στο τέλος να τους ρωτήσω αν είναι κάτι από όλα αυτά που μπορεί να με πειράζει.
Η τελευταία μου κρίση υποχονδρίασης με έφερε πριν λίγο καιρό στην αίθουσα αναμονής ενός οδοντίατρου-ειδικού περιοδοντολόγου. Ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν αυτή την ειδικότητα, αλλά δεν γινόταν αλλιώς μιας και ήμουν σίγουρος ότι αν και τα δόντια μου προς στιγμήν δεν ματώνουν, τα ούλα μου συνεχώς υποχωρούν και τα δόντια τελικά πέφτουν, οπότε μια άμεση συνάντηση με έναν ειδικό στον αντίστοιχο τομέα ήταν κάτι παραπάνω από αναγκαιότητα, ήταν διαταγή από την προσωπική μου άποψη για μένα προς εμένα. Ότι τρώω ξύλο και μου σπάνε τα μπροστινά δόντια, ότι παθαίνω κάτι και τα δόντια μου γίνονται καταπράσινα και μυρίζουν, ότι μένει ένα δόντι στο εσωτερικό ενός μήλου μόλις το δαγκώσω, είναι λίγοι από τους βασικούς μου εφιάλτες, που τους έχω τοποθετήσει στην ευρύτερη κατηγορία ‘αισθητικοί’. Θα έλεγα ότι έχω ιδιαίτερο κόλλημα με τη στοματική μου κοιλότητα την οποία και περιποιούμαι συστηματικά και με περισσή σχολαστικότητα αν δεν ερχόταν στο μυαλό μου και όλα τα άλλα κολλήματα με τα υπόλοιπα μέρη του σώματός μου και τις λειτουργίες τους, κάτι που αυτομάτως υποβαθμίζει το ‘μεγάλο’, που χρησιμοποίησα παραπάνω, σε ένα κόλλημα της σειράς και κάνει την πιο ειδική αναφορά στην στοματική μου κοιλότητα από ασήμαντη έως φλύαρη.
Όντας σίγουρος λοιπόν ότι τα δόντια μου πέφτουν ώρα με την ώρα, αποφάσισα να πάρω τηλέφωνο όλους τους φίλους μου τους γιατρούς και ειδικά τους οδοντίατρους, για μια συμβουλή, μια συνταγή και λίγη συμπαράσταση. Εκείνοι αρνήθηκαν να με ακούσουν, συνεχίζοντας μια πάγια τακτική τους απέναντί μου, αφού η υπομονή τους έχει εξαντληθεί με τις κάθε τόσο κρίσεις μου: πονάνε τα μάτια μου, πεταρίζει η καρδιά μου, τρίζουν τα γόνατά μου, μπερδεύω τα χρώματα, οι αμυγδαλές μου πρήζονται πολύ συχνά, περπατώ στραβά και λιώνω όλα μου τα παπούτσια, έχω ένα σπάνιου τύπου καρκίνο που τον έχω ονομάσει «έξυπνο καρκίνο» και ο οποίος καταφέρνει να μεταπηδά από ζωτικό όργανο σε ζωτικό όργανο όταν καταλαβαίνει ότι το σώμα μου βρίσκεται πάνω στο ακτινολογικό τραπέζι με αποτέλεσμα να μην εμφανίζεται σε καμία ακτινογραφία ενώ ταυτόχρονα έχω όλα τα συμπτώματα κανονικά, και άλλα πολλά.
Τι να κάνω λοιπόν, αναγκάστηκα να αναφέρω, σε όποιον απ’ αυτούς θα μπορούσε αυτή η υπενθύμιση να προκαλέσει κάποιες ενοχές, τον όρκο του Ιπποκράτη που πήρε, ούτος ώστε να μου συστήσει τουλάχιστον έναν ειδικό για να πάω να με δει, για να σώσει εμένα και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Παίρνοντας τηλέφωνο στον αριθμό που ακολουθούνταν από τις καλύτερες συστάσεις, ο ρυθμός των αναπνοών μου και η απογοήτευση που επέδειξα όταν κλείστηκε το ραντεβού για μία εβδομάδα αργότερα, έκαναν προφανές στον ειδικό ότι επρόκειτο για ένα έκτακτο περιστατικό. Οι γιατροί όμως, σε κάποιο μάθημα επιλογής που είναι δυστυχώς εύκολο και το παίρνουν όλοι κάπου στο τέταρτο έτος της σχολής τους, μαθαίνουν ότι για να κριθεί ένα περιστατικό έκτακτο δεν αρκεί να το ισχυρίζεται ο ασθενής, αλλά πρέπει απαραίτητα να το χαρακτηρίσει έτσι κάποιος του σιναφιού τους. Και έτσι το τηλέφωνο έκλεισε αφήνοντας τον ασθενή, εμένα, να επιπλέω σε μια πισίνα πανικού, απογοητευμένος από το τρύπιο φουσκωτό σύστημα υγείας μιας αναπτυγμένης δυτικής κοινωνίας που για άλλη μια φορά δεν μου παρουσιάζεται αλληλέγγυα, και εγκαταλειμμένος σε μια φαφούτα μοίρα που μου απλώνει ένα κοντάρι για να πιαστώ, δεν έχω άλλη επιλογή από το να πάρω το επόμενο τηλέφωνο, αυτό με τις λιγότερο καλές συστάσεις και πιθανών το πολλαπλάσιο κόστος, και κάνοντας χρήση του περιβάλλοντος που χτίζει ο νόμος της αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού, να προσπαθήσω να κλείσω ένα ραντεβού όσο το δυνατόν πιο σύντομα, για να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα είναι καιρός. Για καλή μου τύχη και με σύμμαχο την τεχνολογία της οποίας τα οφέλη υποσχέθηκα να μην αμφισβητήσω ποτέ ξανά, πριν προλάβω να καλέσω τον επόμενο αριθμό, το τηλέφωνό μου χτύπησε, και ήταν ο προηγούμενος ειδικός, ο οποίος αφού έκανε αναγνώριση κλίσης, με πήρε πίσω, ανακοινώνοντάς μου ότι επειδή ακούστηκα αρκετά αγχωμένος στο τηλεφώνημά μου, και μιας και ακυρώθηκε ένα άλλο ραντεβού του, θα μπορούσε να με δει μόλις το απόγευμα της επόμενης ημέρας, ούτως ώστε να σωθώ εγώ και τα δόντια μου όσο ακόμα ήταν καιρός.
Όσο μαλακό, ζεστό και οικείο κι αν ήταν εκείνη τη νύχτα, όπως και κάθε νύχτα άλλωστε, το στρώμα μου, ούτε στο ελάχιστο δε κατάφερε, ενώ μέχρι το ξημέρωμα προσπαθούσε και αυτό σίγουρα το αναγνωρίζω, να μου δημιουργήσει αυτήν την αίσθηση της ηδονιστικής ασφάλειας που μου προσέφερε αστραπιαία την επόμενη μέρα η εκδιδόμενη, λευκή, σκληρή και κρύα οδοντιατρική καρέκλα του ειδικού περιοδοντολόγου, τον οποίο και συνάντησα ακριβώς την ώρα που είχαμε από την προηγούμενη μέρα κανονίσει.
«Τι σας κάνει να πιστεύετε ότι αντιμετωπίζετε ένα έντονο περιοδοντολογικό πρόβλημα;». Αυτά τα λόγια είπε επί λέξη ο ειδικός αμέσως μετά τις απαραίτητες μεταξύ μας συστάσεις, προδίδοντας με το ειρωνικό του ύφος μια ευρύτερη συνομωσία που είχε προλάβει ήδη από το απόγευμα της προηγούμενης νύχτας να στηθεί από τους κοινούς γνωστούς γιατρούς, και η οποία με τοποθετούσε στο κέντρο μιας κλασικής σκηνής του θεάτρου της Δευτέρας, όπου ενώ οι μάσκες έχουν πέσει προ πολλού στα μάτια των θεατών, μένει να αποδεχτεί τελευταίος ο ήρωας, ότι πια δεν έχει κανένα νόημα να συνεχίζει να προσπαθεί να καλύψει με χαριτωμένο τρόπο την γραφικότητά του. Δε μένει τίποτα άλλο πια για να γραφτεί το φινάλε μιας υπόθεσης που εξελίχθηκε στα παρασκήνια, και που αφήνει τους δύο τελευταίους ηθοποιούς επί σκηνής, να στήσουν όλη τη δραματουργία πάνω στην αφηγηματική εξιστόρηση του ιατρικού ιστορικού του ενός προς τον άλλο, κάνοντας πλήρη χρήση του φονξιοναλιστικού σκηνικού και των ρεαλιστικών κοστουμιών.
Έστω κι αν η άρθρωση τόσο των προσεκτικά επιλεγμένων εννοιών όσο και των απαραίτητων συντακτικών συνδέσεων παραγκωνιζόταν από περιοδικά διάπλατα ανοίγματα της κάτω γνάθου μου και εισβολές διαφόρων εργαλείων, από καθρεφτάκια μέχρι λαβίδες, τίποτα δε στάθηκε δυνατό ούτε καν να περιορίσει τον στόμφο και τη γλαφυρότητα της εξομολογητικής παρουσίασης των τεράστιων προβλημάτων που αντιμετώπιζα με τα δόντια μου τις τελευταίες κάποιες ώρες, τα πιθανά αλλά και τα απίθανα σενάρια συνοδευόμενα από τις απαραίτητες ντετερμενιστικές σχέσεις που τα συνδέουν με τα επιφαινόμενα συμπτώματα ώστε να προλάβω τη διάγνωση του γιατρού ή έστω τουλάχιστον να την προβλέψω δυνατά, και την υπέρτατη αναγκαιότητα να ξεπεραστούν όσο το δυνατόν πιο άμεσα, πιο ανώδυνα, πιο οικονομικά και πιο ολοκληρωτικά.
Ήταν μοναδική ευκαιρία. Η προσωποποίηση της ειδικής ιατρικής γνώσης, ο φορέας της θεραπείας και άρα της ελπίδας, ήταν δίπλα μου, φορούσε την απαραίτητη στολή όπως άλλωστε κάθε καλός ήρωας και μου είχε διαθέσει ένα απείρως πεπερασμένο διάστημα χρόνου με την απόλυτη αφοσίωση πάνω μου. Όταν τελειώσει η εξομολόγησή μου, όλη η γνώση που αποκτήθηκε μέσα από μια τριανταετή θεωρητική και πρακτική εκπαίδευση, θα ενεργοποιούνταν από τα πράγματα που εγώ θα έλεγα, θα αφαιρούσε τον θόρυβο της γενικής παιδαγωγικής κατάρτισης και θα έβρισκε την απαραίτητη εφαρμογή της πάνω μου. Έπρεπε να είμαι προσεκτικός και όχι μετρημένος. Όσα περισσότερα θα έλεγα για τα πράγματα που είμαι και για τα πράγματα που μου συμβαίνουν τόσο μεγαλύτερη πιθανότατα θα είχα να είναι ακριβείς οι τομές της παραπάνω αφαίρεσης ούτως ώστε η εφαρμογή της πάνω μου να αφήσει τα λιγότερα δυνατά κενά.
Έχοντας διαρκώς στο νου μου τις αλλεπάλληλες κριτικές που δέχθηκε η δυτική ιατρική από άλλες πιο ολιστικές πεποιθήσεις, δεν μπορούσα παρά να είμαι το λιγότερο δυνατόν λακωνικός, αλλά ταυτόχρονα προσπαθούσα να βγω νικητής από τη συνεχή μου μάχη με τη φλυαρία που θα μπορούσε να σταθεί ικανή εφόσον της το επέτρεπα να μειώσει το λόγο μου σε μια άσκοπη περιαυτολογία.
Ολίγον υστερικός, ή τουλάχιστον ότι μια τέτοια ανάγνωσή μου ήταν παραπάνω από πιθανή, αισθάνθηκα μόνον όταν, στην προσπάθειά μου να αναφερθώ στις στρεσογόνες συνθήκες εργασίας μου, κάτι που γνωρίζω άλλωστε ότι ευθύνεται όχι μόνο για πολλές ασθένειες αλλά και ειδικά για την υποχώριση των ούλων που ήταν και η βασική αιτία της επίσκεψής μου εκεί και που θα αποτελούσε σημαντική πληροφορία προς τον ειδικό για την τελική του απόφανση, εξώθησα τον ειδικό περιοδοντολόγο, που μάλιστα βρισκόταν στο τρίτο έτος του διδακτορικού του πάνω σε κάτι που δεν τόλμησα καν να ρωτήσω, να ξεστομίσει: «πραγματικά κύριε, δεν έχετε φαλάκρα, θα πρέπει να ηρεμήσετε».
Τίποτα δεν είχε πάει στραβά. Το αίτημά μου ήταν καθαρό. Κι αφού δεν έχω τίποτα, και ούτε τα ούλα μου ματώνουν, ούτε υποχωρούν και οπότε ούτε τα δόντια τελικά δεν πέφτουν, τι πρέπει να κάνω για να αποκλείσω την πιθανότητα να εκκινήσει η παραπάνω τραγική διαδοχή μόλις ακριβώς αποχωρίσω από το ιατρείο όπου τέλος πάντων είναι ο κατ’ εξοχήν χώρος άμεσης και αξιόπιστης επέμβασης με την ασφάλεια που το γεγονός αυτό έχει να μου δώσει; Ποια θα ήταν μια πιθανή αιτία που θα έκανε τους εφιάλτες μου να πραγματοποιηθούν χωρίς καμία ουσιαστική, με την έννοια της δυνατότητας πρόληψης, προειδοποίηση; Ο γιατρός μου έπρεπε να ξέρει τουλάχιστον τα πάντα που με αφορούν ώστε να μπορεί να μου πει τι να συνεχίσω να κάνω με την ίδια ένταση και αφοσίωση, τι να μειώσω και πως και τελικά τι πρέπει να μην ξανακάνω ποτέ. Αυτό είναι άλλωστε και το κοινό αίτημα που έχω από κάθε γιατρό και η μη ικανοποίησή του είναι που στοιχειώνει τις ώρες μου σε όλες αυτές τις αίθουσες αναμονής που ήρθαν και σε αυτές που θα ακολουθήσουν. Και πως θα γινόταν αλλιώς αφού κάθε ένας από τους γιατρούς που με έχουν δει και ακούσει, είτε όταν κάνανε μόνο το ένα είτε και τα δύο, έχασε ένα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου, των συνηθειών και των συνεπειών τους, μιας και δεν ανοίχθηκε ποτέ εμπρός τους.
Ήταν το βάρος αυτής της αποκάλυψης που κουβαλούσα σε καθέναν από δαύτους, από οφθαλμίατρους και ρεφλεξολόγους μέχρι χειρούργους, παθολόγους, ακτινολόγους, ορθοπεδικούς, οριλάδες και αναισθησιολόγους και η αδυναμία μου το εναποθέσω σε κάποιον ώστε να μην το μεταφέρω ασκόπως και στον επόμενο, που έκανε το ιατρικό μου βιβλιάριο να είναι σαν διαβατήριο από εμπορικό αντιπρόσωπο προ σέγκεν. Ήταν που δεν μπορούσα να τους πω ότι είμαι πούστης, ότι τρώω πούτσες αρκετά συχνά, ότι γαμιέμαι από τον κώλο και με τον γκόμενό μου δεν βάζουμε καν προφυλακτικό, ότι γλύφω και γαμάω κώλους και άγνωστα στόματα, ότι με χύνουνε στο πρόσωπο και ειδικά σε δλόντα και ούλα, ότι αυνανίζομαι σαν έφηβος ακόμαι και τώρα στα τριαντατρία, ότι βάζω στον κώλο μου διάφορα πράγματα που άλλοτε πωλούνται για αυτό το λόγο και άλλοτε όχι, ότι με δέρνουν και δέρνω επίσης συχνά, ότι με δένουν για ώρες και με πηδάνε, και πολλά άλλα τέτοια πράγματα και στο τέλος να τους ρωτήσω αν είναι κάτι από όλα αυτά που μπορεί να με πειράζει.
3 comments:
fantazesai omws o periodontologos na elege:
ayto to sfragisma poios sto ekane? wraio sfragisma, mastoras o synadelfos.
mhn anhsyxeis agori mou, mallon pousths eisai. traba na ston karfwsoun ston kwlo ligo, na se xysoun sth mapa kai 8a sou perasei mia xara. ligo tis malakies na perioriseis, giati den eisai kai mikro agoraki pia. me to bourtsisma kala ta pas, alla 8elw na kaneis ligo pio syxna nhma, kai ela na me deis se e3i mhnes. ante t'agori mou.
to kalo me emas tous iatrous einai oti akoma kai otan den katalabainoume tin tufla mas ...i eidika tote... ginomaste petuximenoi iroes diigimaton xronografimaton kai bloggimaton (na min to theso taksika tora oti gia ton udrauliko pou den katalabe pote apo pou itan i diarroi den afieronei kaneis grapto keimeno para mono xristopanagies) allileggui stous suntrofous me tis prasines koukoules maskes kai ta akoustika, mia mera tha katalaboume kai ta alla paidakia...
This wwas a lovely blog post
Post a Comment