Το σπίτι του εθνοφρουρού
Αυτό το καλοκαίρι επισκέφτηκα την Κύπρο και πιο συγκεκριμένα τη Λευκωσία. Φτάνοντας με το αεροπλάνο στη Λάρνακα, ως καλός back packer, έψαξα το λεωφορείο που θα με μετέφερε στην Λευκωσία. Γρήγορα κατάλαβα ότι αυτό αποτελεί άγνωστη λέξη στα μέρη αυτά και ότι ο κόσμος είτε έχει αυτοκίνητο, είτε χρησιμοποιεί ταξί ή κάτι μικρά ιδιωτικά λεωφορειάκια σαν ταξί. Το δημόσιο λεωφορείο σταματά τα δρομολόγια στις 18:00 και αν καταφέρεις να βρεις τη στάση του τότε θα είσαι μόνος εκεί και σε όλη τη διαδρομή, όπως ήμουν εγώ.
Δεν πρόλαβα να κατέβω από το λεωφορείο στη Λευκωσία και έπεσα πάνω στην πρώτη πινακίδα προς το «σπίτι του εθνοφρουρού». Την επόμενη μέρα συνειδητοποίησα ότι ανά 100m στην παλιά πόλη της Λευκωσίας βρίσκει κανείς μία ταμπέλα που του δείχνει την κατεύθυνση που πρέπει να πάρει για να βρει το «σπίτι του εθνοφρουρού». Εμένα μου φάνηκε κάπως σαν να περπατάω στα πατήσια και να βλέπω πινακίδες για το «σπίτι του μαλάκα», οπότε ήταν μεγάλη πρόκληση να το βρω. Φυσικά δεν ήταν καθόλου δύσκολο με τόσες πινακίδες. Είναι κατεβαίνοντας από τη πλατεία ελευθερίας, τρίτο μπουρδέλο αριστερά. Όσο πλησιάζεις τόσο πιο καυλωτικό γίνεται χωρίς να ξέρεις γιατί. Ο λόγος για την καύλα αποκαλύπτεται μόλις το αντικρίσεις.
Είναι ένα διώροφο σπίτι, αρκετά περιποιημένο, φωτισμένο, ανοιχτό, όπου από τα παράθυρα φαινόταν ένα μπιλιάρδο. Έξω υπήρχε η πινακίδα που σου δήλωνε ξεκάθαρα ότι το βρήκες καθώς και ο απαραίτητος δικέφαλος αετός της ορθοδοξίας, των ενόπλων δυνάμεων και της ΑΕΚ. Όλα έδειχναν ότι είναι ανοιχτό στο κοινό. Μπήκα λοιπόν και έπεσα πάνω σε ένα κοντοκουρεμένο αγόρι που κοιτούσε από πάνω μέχρι κάτω τα τουριστικά μου ρούχα και με ρώτησε τί θέλω. Εγώ πολύ ευγενικά του απάντησα ότι ήθελα να μάθω τί είναι αυτό το μέρος και τότε αυτός μου απάντησε ότι είναι ένα μέρος που έρχονται οι φαντάροι. Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση του και αμέσως ξεπρόβαλε από μία πόρτα το στερεότυπο του φαντάρου. Ξεκούμπωτη στολή εξόδου, καστανόξανθος, σφιγμένες μπότες, ελαφρώς ιδρωμένος, φυσικό, οικοδομικό μαύρισμα, έσταζε καύλα. Μου κόπηκε η μιλιά και δεν μπορούσα να βρω καμία δικαιολογία να μείνω λίγο παραπάνω. Το μόνο που μου ερχότανε να πω ήταν ότι «μπορεί να μην είμαι φαντάρος αλλά μου αρέσουν οι φαντάροι» και «μήπως να κάτσω να πιούμε καμιά μπίρα και να ξεχάσουμε;». Μετά όμως κοίταξα στο βάθος το χάρτη του νησιού μ΄αυτή την κιτς κόκκινη διαχωριστική γραμμή σαν αίμα που από πάνω γράφει «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» και είπα από μέσα μου ‘άσ’ το καλύτερα’ και έφυγα έτσι άπραγος.
Το ελληνόφωνο κομμάτι του νησιού
Όλο το νησί είναι εξαιρετικά ξερό. Τελείως Λιβύη. Μετρημένα τα δέντρα του. Έτσι όπου και να σταθείς έχεις ένα τεράστιο ορίζοντα και θέα και στα δύο μέρη. Το κομμάτι που αποκαλείται ‘Κυπριακή Δημοκρατία’ είναι γενικώς πολύ πλούσιο. Ανέκαθεν οι κύπριοι ασχολιόντουσαν με το εμπόριο σε αντίθεση με τους τουρκοκύπριους που ήταν βασικά γεωργοι-κτηνοτρόφοι. Αυτό είχε ήδη από καιρό δημιουργήσει ταξικές διαφορές ανάμεσά τους, πέραν όλων των άλλων. Από τη διχοτόμηση και μετά, το μέρος αποτελεί παράδεισο για τις off shore εταιρίες όλου του κόσμου. Αυτές οι εταιρίες δηλώνουν ότι έχουν έδρα ένα νησί του ειρηνικού ή την κύπρο στη συγκεκριμένη περίπτωση, όπου το φορολογικό σύστημα τους φορολογεί με πολύ μικρότερο ποσοστό απ’ ότι αν φορολογούνταν στη χώρα που έχουν την πραγματική τους δραστηριότητα. Κομπίνα σαν να λέμε. Αυτό ακριβώς για το οποίο κατηγορείται τελευταία ο Σάκης (ποιος Σάκης; ο θεός). Έτσι η κύπρος εισπράττει φόρους από εταιρίες που δεν υπάρχουν εκεί. Πολλά λεφτά. Τα βλέπεις παντού. Υπάρχει τέτοια ανάπτυξη που έχουν ισοπεδωθεί τα πάντα. Παντού υψώνονται τεράστιες πολυκατοικίες και ξενοδοχεία, καινούριοι δρόμοι κτλ. Δύσκολα βλέπεις κάτι παλιό. Μάλλον πρέπει να το αναζητήσεις σε κάνα κουτσοχώρι. Καταλαβαίνετε πόσο δύσκολο είναι αυτά τα κτίρια να ταιριάζουν με το περιβάλλον. Είναι σαν να βλέπεις πολυκατοικίες στις κυκλάδες.
Παλιά κτίρια, διασώζονται μόνο στην παλιά πόλη της Λευκωσίας, μέσα από τα τείχη. Αυτή η περιοχή θυμίζει κάτι από πατήσια και πλατεία Βάθη. Μαγαζάκια, καφενεδάκια και τίγκα στους μετανάστες. Ινδούς, πακιστανούς, μπαγκλαντεσιανούς, σρι-λανκανους, γενικώς σκουρόχρωμους ή σχιστομάτες. Κυκλοφορούν αντρο-παρέες, δεν πίνουν συνήθως και δεν καπνίζουν αλλά μπορείς να καταλάβεις πού καθόταν λίγο πριν ένας απ’ αυτούς από το βουνό που έχει δημιουργηθεί από τσόφλια από ηλιόσπορο. Είναι εύκολο να τους ξεχωρίσεις από τους ελληνο-κύπριους γιατί είναι λίγο πιο σκουρόχρωμοι και πολύ πιο εξαθλιωμένοι.
Οι ελληνο-κύπριοι/ες
Οι ελληνο-κύπριοι είναι όμορφοι άντρες, για κάποιον που του αρέσουν οι αραβο-κάπως. Είναι σκουρόχρωμοι, μελαχρινοί, με λίγες έως πολλές τρίχες, μικρά μέτωπα, κάπως κυλινδρικά σώματα σαν τους Τούρκους και μιλάνε σπαστά ελληνικά. Είναι κάτι ανάμεσα σε έλληνες και τούρκους. Είναι νεόπλουτοι, με δικό τους αυτοκίνητο, καινούρια παπουτσάκια, μπλουζάκια, γυαλάκια κτλ, πίνουν καφέδες σε trendy πανάκριβες καφετέριες και τρώνε σε ωραία εστιατόρια. (τρελαίνομαι για γενικεύσεις) Ένα ερμηνευτικό μοντέλο που βασίζεται στη βρετανική κουλτούρα θα έκανε τα λιγότερα λάθη στη κατανόηση της συμπεριφοράς των ελληνοκυπρίων. Και αυτό δεν περιορίζεται μόνο στο ότι οδηγούν ανάποδα και έχουν βρετανικά φανάρια στους δρόμους.
Οι ελληνο-κύπριες φαίνονται πολύ πιο χειραφετημένες από τις αντίστοιχες ελληνίδες. Συχνά απαντώνται σε ομάδες των δύο ή περισσότερων γυναικών να πίνουν μπίρες ή να γευματίζουν χωρίς να αισθάνονται καθόλου τύψεις από την απώλεια των αντρών. Μέχρι και trendi κοριτσάκια να κάθονται μεταξύ τους και να πίνουν μπίρες στα παγκάκια είδα, αλλά και αυτό είναι τελείως βρετανική συνήθεια. Είναι πολύ όμορφες, περιποιημένες, πλούσιες και μιλάνε σπαστά ελληνικά όπως οι ελληνο-κύπριοι.
Τί να προσέξετε
Η ονομασία του καφέ δείχνει όλη την εθνική υστερία που επικρατεί και σε αυτό το μέρος του πλανήτη. Τον αραβικό καφέ στην ελλάδα μέχρι πρόσφατα τον λέγανε ‘τούρκικο’, αλλά τα τελευταία χρόνια ο ίδιος καφές λέγεται ‘ελληνικός’. Στην τουρκία ο ίδιος καφές λέγεται ‘τουρκικός’. Στην κύπρο ξέρετε πώς λέγεται; ‘Κυπριακός’ φυσικά. Και αν ζητήσεις έναν ‘ελληνικό σκέτο’ θα σου φέρουν έναν αραιότατο φραπέ, και καλά θα κάνουν, εδώ που τα λέμε, οι άνθρωποι.
Λίγα λόγια για την ιστορία
Από το ‘μαρτυρικόν τούτον νησίν’, όπως το χαρακτήρισε ένας ελληνο-κύπριος φαστ-φουντάς, και ποιοι δεν πέρασαν ανά τους αιώνες. Αλεξανδρινοί, βυζαντινοί, Οθωμανοί, Βρετανοί, και πρόσφατα Έλληνες και Τούρκοι. Το νησί απελευθερώθηκε από τους Βρετανούς το 1960 ως αποτέλεσμα ενός πολυετούς εθνικο-απελευθερωτικού αγώνα για ανεξαρτησία που δώσαν οι κύπριοι. Κάθε τέτοιος αγώνας στην ιστορία είχε σοσιαλιστικά οράματα. Ίσως γιατί μόνο οι σοσιαλιστικές ιδέες οραματίζονται ένα μέλλον καλύτερο για τους πολλούς, αν όχι για όλους, και φτιάχνουν τις διαδικασίες να το κατακτήσουν. Οι Βρετανοί φύγανε, κρατώντας δύο μεγάλα κομμάτια του νησιού για τις βάσεις τους. Στο νησί έμειναν οι κύπριοι με τις αριστερές του ιδέες. Ένα νησί λοιπόν που βρίσκεται τόσο κοντά στη μέση ανατολή, είναι τίγκα στους αριστερούς. Σαν να λέμε ο εφιάλτης του κάθε αμερικανού προέδρου, που εκείνη την εποχή το είχε χαρακτηρίσει ΄κούβα της μέσης ανατολής’. Κάτι τέτοιο θα ήταν ανεπίτρεπτο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, θυμήθηκε η ελλάδα ότι οι μισοί από αυτούς που μένουν στο νησί μιλάνε σπαστά ελληνικά και άρα ας τους πούμε έλληνες και ας τους κάνουμε δικούς μας. Ακριβώς ότι είπε και από μέσα της και η τουρκία. Και αρχίσανε οι σφαγές των τουρκο-κυπρίων, και μετά των ελληνο-κυπρίων και από δω παν κι άλλοι. Τα υπόλοιπα είναι πολύ πολύπλοκα. Αυτό που έγινε άλλοι το λένε ‘η κακιά η ώρα’ άλλοι ‘σχέδιο’, πάντως τους βόλεψε όλους. Οι αμερικάνοι και οι Άγγλοι έχουν το κεφάλι τους ήσυχο ότι το νησί δεν θα είναι ποτέ εν ειρήνη και ανεξάρτητο και άρα θα είναι συνεχώς υπό την επιρροή τους, οι έλληνες έχουν ένα κομμάτι (το ΄θέλαν όλο και χωρίς τους τουρκο-κύπριους αλλά τί να κάνουμε τώρα) και οι τούρκοι επίσης. Οι ταξικές διαφορές παραμερίστηκαν, οι μισοί κύπριοι είναι χαρούμενοι που υπάρχει ελληνικός στρατός στη περιοχή τους και οι άλλοι μισοί που υπάρχει τουρκικός.
Γουστάρω πολύ την ιστορία γιατί είναι το αντίθετο από τη φύση. Ενώ στη φύση η ισορροπία βρίσκεται μέσα από την απόλυτη οικονομία ενέργειας, στην ιστορία η ισορροπία βρίσκεται μέσα από την απόλυτη άσκηση βίας. Οι τούρκοι πήραν το μισό νησί, τη μισή Λευκωσία και την μισή παλία πόλη της Λευκωσίας. Εμένα αυτό το καθεστώς μου έδωσε την αίσθηση ισορροπίας γιατί ικανοποίησε αυτό που μου διδάσκουν από παιδί, ότι οι τούρκοι και οι έλληνες είναι εχθροί και δεν μπορούν να ζουν μαζί. Έτσι αν πήγαινα σε μια πόλη όπως η Λευκωσία όπου μέναν τούρκοι και έλληνες πλάι πλάι θα πάθαινα ένα σοκ. Και δεν είναι καλό να παθαίνεις σοκ ούτε για τον πατριωτισμό ούτε για τον τουρισμό.
Αυτή η αίσθηση ισορροπίας ταράζεται όταν κάνοντας βόλτα στην παλιά πόλη της Λευκωσίας ξαφνικά μπροστά σου ορθώνεται ένα οδόφραγμα που θέτει ένα απότομο τέλος στην βόλτα σου. Αυτό το οδόφραγμα φαίνεται να έχει συσσωρεύσει πάνω του όλη τη βία της εισβολής. Τα εγκαταλειμμένα κτίρια δίπλα στα οδοφράγματα, οι αμμόσακοι, οι σημαίες, τα συρματοπλέγματα, η νεκρή ζώνη και απέναντι οι άλλες σημαίες και τα άλλα οδοφράγματα, σου σηκώνουν την τρίχα. Η εισβολή μπορεί να επέφερε αυτή την ισορροπία που τώρα απολαμβάνει το νησί, την απέφερε όμως με μια μεγάλη δόση βίας.
Όταν στήθηκαν αυτά τα οδόφραγμα, 1619 άτομα κλείστηκαν στην άλλη μεριά και κανείς ποτέ δεν άκουσε τίποτα για την τύχη τους. Είναι οι ‘άγνοούμενοι’ της Κύπρου. Αυτοί που φωτογραφίες τους κρατάνε μαυροφορεμένες γυναίκες, ζητώντας να μάθουν τί απέγιναν. Είναι «φωνή που δεν ακούεται» όπως γράψει στο οδόφραγμα της οδού «Λύδρα», ένας στίχος από ένα ποίημα που φέρεται να ανήκει σε μια μάνα αγνοουμένου αλλά που κάλλιστα θα μπορούσε να αποτελεί ένα μέρος από τη «χώρα της σκιάς» του T. S. Eliot. Η ιστορία με τους αγνοούμενους είναι ότι πιο σκληρό έχω ακούσει στη ζωή μου. Δεν είναι συχνό φαινόμενο σε έναν πόλεμο να μην είσαι σίγουρος ότι αυτός που χάθηκε σκοτώθηκε. Και όταν δεν ξέρεις, βάζεις με το νου σου τα χειρότερα. Είναι ψυχολογική αρχή αυτή. Και όταν το χειρότερο σενάριο ούτε επαληθεύεται ούτε διαψεύδεται, μένει εκεί κάθε μέρα να κουράζει το μυαλό και να παραλύει το κορμί.
Τα οδοφράγματα είναι το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της Λευκωσίας. Για να κάνει πιο ευχάριστο το σκηνικό, το γενικό επιτελείο στρατού, έχει χτίσει από ένα φυλάκιο σε κάθε οδόφραγμα και έχει τοποθετήσει έναν φαντάρο με πλήρη εξάρτηση: όπλο, παγούρι, μπότες, καπέλο, γυαλιά ηλίου κτλ. Με εντολή του ΓΕΣ, τους θερινούς μήνες, που είναι και οι πλέον τουριστικοί, οι φαντάροι απαγορεύονται να έχουν τελείως κουμπωμένες τις φόρμες τους.
Έτσι φαίνονται ξεκάθαρα τα δεκαοχτάχρονα στήθη, άλλες φορές δασύτριχα και άλλες όχι, καλυμμένα με στολές παραλλαγής, ενώ πίσω τους διακρίνεται ένα σκοτεινό φυλάκιο που συμπληρώνει το σκηνικό της φαντασίωσης. Οι φαντάροι είναι όλοι ίδιοι μεταξύ τους. Ίσως γι’ αυτό και φαντασιώσεις με φαντάρους είναι όλες ίδιες. Έχουν μέσα λίγο ιδρώτα, λίγο βαρεμάρα που μετά γίνεται βία, λίγο μπότες, λίγο ζώνες, χοντρές ψωλές, υγρές παλάμες, πόνο, λίγα λόγια, τα βασικά, ντουζ και άντε γεια. Για όλα αυτά σε προδιέθεταν και οι κύπριοι φαντάροι χωρίς κανένα νεοτερισμό. Ήταν βαρεμένοι, ήθελαν παρέα, ήταν το πολύ εικοσάχρονοι, μιλούσαν σπαστά ελληνικά, είχαν πλήρη
εξάρτηση, τουλάχιστον μία εβδομάδα να πάρουν
έξοδο και εγώ τί ήμουν; ένας απλός τουρίστας.
Αλλά να που έχω αυτό το ανικανοποίητο μόλις φτάνω κάπου να μην μου φτάνει και να θέλω να δω τί έχει απέναντι. Όσο όμορφοι λοιπόν κι αν ήταν οι Ελληνοκύπριοι φαντάροι τόσο εμένα να πετάει το μάτι μου πέρα από την πράσινη γραμμή μπας και δω τον αντίστοιχο Τούρκο. Και επειδή έσκασα, πέρασα από την άλλη μεριά. Η άλλη μεριά ήταν το άλλο άκρο. Φτώχια και ανατολή. Η πόλη όπως ακριβώς μετά το πραξικόπημα. Στα εγκαταλειμμένα σπίτια μένουν τώρα έποικοι από την Ανατολία. Δεν τους ρώτησαν, απλά τους κουβάλησαν εκεί. Η πόλη είναι γεμάτη άντρες σε μπουλούκια. Άπειρα σκουρόχρωμα παιδιά γεμίζουν τις γειτονιές με φωνές που προσπαθούν να καλύψουν τους ιμάμηδες που ψέλνουν. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας. Το θέμα είναι ο τούρκος φαντάρος. Από την άλλη μεριά λοιπόν τίποτα δεν ήταν διαφορετικό. Οι τουρκοκύπριοι φαντάροι ήταν επίσης ευγενικοί, επίσης βαρεμένοι, επίσης όμορφοι, επίσης καυβλωτικοί και εγώ επίσης ένας απλός τουρίστας που κοιτάει για κάποιο λόγο πάλι απέναντι.
Γιατί χωρίστηκαν αυτοί οι δύο νέοι από συρματοπλέγματα, πράσινες γραμμές και πράσινα άλογα; Αυτοί θα έπρεπε να είναι τουλάχιστον φίλοι. Τελικά τί διαφορά έχει ο ελληνοκύπριος φαντάρος από τον τουρκοκύπριο συνάδελφό του δεν κατάλαβα. Βλέπετε, δεν πήρα κανέναν απ’ τους δύο. .