Wednesday, June 21, 2006

Story telling as a healing process
μια τοποθέτηση του 4ου ανθρώπου με αφορμή την ιστορία των τριών.
















Πριν από κάποιες εβδομάδες ανέβηκε σε κεντρική Αθηναϊκή σκηνή το θεατρικό έργο του Martin Crimp “Fewer Emergencies” (φωτογραφία από την παράσταση δείχνεται επάνω). Ένα πάρα πολύ ωραίο σύγχρονο κείμενο που ολοκληρώνεται σε μόλις 40 λεπτά και αποτελείται από τρεις ιστορίες που φτιάχνουν-λένε οι τρεις ηθοποιοί με μια περίεργη αίθηση-χρήση της διαδικασίας της συνδιαμόρφωσης. Βλέπετε, ο ένας ρόλος ενισχύει τον άλλο, τίποτα δεν πέφτει κάτω, τίποτα δεν πάει χαμένο και ταυτόχρονα πάντα ένας έχει πιο κεντρικό ρόλο στην ιστορία που ‘αυτός/ή’ θέλει να πει. Το αποτέλεσμα είναι αρκετά ακαταλαβίστικες ιστορίες τόσο λόγω δομής όσο και λόγω περιεχομένου. Αλλά το νόημα δεν είναι να βγουν κατανοητές ιστορίες που πιθανά κάτι περιγραφούν ή κάτι αφηγούνται. Το όλο παιχνίδι γίνεται ως θεραπευτική διαδικασία-πράξη (τουλάχιστον στην δική μου ερμηνεία). Το αποτέλεσμα που φέρνει είναι απλά η επούλωση των τραυμάτων.

Story telling as a healing process λοιπόν.

Έχει τέτοιες ιδιότητες το story telling; Φυσικά, και ο Marting Grib δεν ήταν ο πρώτος που το ανακάλυψε. Η ανακάλυψη του story telling και των ιδιοτήτων του από τους ανθρώπους πρέπει να συνέπεσε με την ανακάλυψη της φωτιάς. Για να γίνει συστηματική πρακτική έπρεπε να περάσουν κάποιες χιλιάδες χρόνια και να ανακαλυφθεί αρχικά το ντιβάνι και στη συνέχεια η χρήση του από τον Froyd. Προσπάθεια να γίνει επιστήμη άρχισε από τον Lacan, σε μια περίοδο που όλες οι αφηγήσεις προσπαθούσαν να ονομασθούν επιστήμη, και συνεχίζεται σε διάφορα πεδία μέχρι και σήμερα. Αρκετά όμως με το θεωρητικό του κομμάτι με το οποίο έτσι κι αλλιώς δεν τα πάω και πολύ καλά.

Οι παραπάνω αναφορές δεν χρησιμοποιούνται ως επιχειρήματα για το αν το story telling έχει επουλωτική δράση – αυτό το ξέρουμε δα όλοι από την προσωπική μας εμπειρία. Πάνω σε αυτό δομούνται κατά βάση και οι φιλικές σχέσεις. Είναι σχέσεις που τις ‘χρησιμοποιείς’ και για να λες τον πόνο σου – να επουλώνεις το τραύμα σου. Ένα πόνο που έχει πίσω του μια ιστορία. Έναν χωρισμό ας πούμε. Τον συνοδεύεις από έναν τουλάχιστον φίλο, ένα τουλάχιστον μπουκάλι και μια ιστορία που λέγεται και ξαναλέγεται, κάθε φορά με διαφορετικό τρόπο, στους διαφορετικούς φίλους και με τα διαφορετικά μπουκάλια, με διαφορετικές πληροφορίες, διαφορετικές εστιάσεις διαφορετικό ύφος και συμπέρασμα. Αλλά το σημαντικό στη διαδικασία δεν είναι τόσο η ύπαρξη του μπουκαλιού όσο η ύπαρξη του φίλου ως ο κοινωνικός άλλος. Αυτή η θέση, ομιλούσα ή μη δεν έχει καμία σημασία, υπάρχει εκεί για να υποδηλώνει τη συνενοχή στο χτίσιμο μιας συγκεκριμένης ιστορίας. Βλέπετε, το άτομο μπορεί και από μόνο του να λέει ιστορίες και το κάνει. Τις λέει στον εαυτό του, και τις ξαναλέει και ξανά και ξανά και άλλες φορές είναι ίδιες και άλλες φορές είναι διαφορετικές. Αλλά με αυτόν τον τρόπο είναι από δύσκολο έως αδύνατο το άτομο αφενός να καταλήξει στη δημιουργία μίας ιστορίας και αφετέρου να εκτονωθεί. Μπορεί μάλιστα και να τρελαθεί στο τέλος. Και η μία ιστορία ως κατακλείδα της διαδικασίας είναι σημαντική έστω κι αν δεν είναι μία αλλά μια σειρά από συγκεκριμένες και επαρκώς οροθετημένες ιστορίες. Η μία ιστορία είναι η προσπάθεια δόμησης όσο το δυνατόν περισσότερων συναισθημάτων - πληροφοριών σε ένα συγκροτημένο κατασκεύασμα που είναι ως τέτοιο πιο εύκολα διαχειρήσιμο.

Σαν να λέμε λοιπόν ότι ο ψυχαναλυτής είναι ένας άνθρωπος που τον πληρώνουμε για να είναι εκεί, να μην μιλάει (στις περισσότερες τουλάχιστον σχολές ψυχανάλυσης) αλλά να είναι συνένοχος στη προσπάθεια να συγκροτήσει ο αναλυόμενος μία ιστορία στην οποία θα καταλήξει και την οποία θα λέει στον εαυτό του και να μάθει και τον τρόπο να κατασκευάζει μία ιστορίες και να μην χαόνεται στις άπειρες ιστορία. Είναι τόσο αποδεδειγμένα τα αποτελέσματα του storing telling as a healing process που κάποια νοσοκομεία στο δυτικό εξωτερικό πληρώνουν ανθρώπους για να ακούν ιστορίες των αρρώστων, ιδιαίτερα των γερόντων και αυτών που βρίσκονται σε χρόνια νοσηλεία. Λέει λοιπόν ότι οι γέροι λένε την ιστορία της ζωής τους και θυμούνται τα χρόνια της νεότητάς τους που ήταν χρόνια γεμάτα ενέργεια, δημιουργικότητα κτλ και αυτό θετικά αποτελέσματα στην κατάσταση της υγείας τους.

Αλλά από τί πρέπει κανείς να θεραπευτεί και λέει μια ιστορία; Συνήθως από κάτι που έγινε. Κάτι που έκανε ή κάτι που έπαθε. Όσο πιο ισχυρό το συμβάν τόσο πιο έντονη η επιθυμία, που γίνεται ανάγκη, να ειπωθεί. Το άτομο λοιπόν μετά από μια τέτοια εμπειρία σπεύδει στον άλλο άνθρωπο, τον φίλο, τον γκόμενο, να του εναποθέσει το μισό του τουλάχιστον φορτίο λέγοντάς του την ιστορία του. Και λέει την ιστορία για να την ακούσει ο ίδιος και να την αποδεχτεί. Και λέει την ιστορία της για να δοκιμάσει την αποδοχή του ακροατή του απέναντι σ’ αυτή. Και άρα την αποδοχή του απέναντι σ’ αυτόν. Μετά από αυτό που έπαθα-έκανα συνεχίζω να μπορώ να είμαι αποδεχτός από σένα και άρα από τον κοινωνικό άλλο που εσένα όρισα να αντιπροσωπεύεις; Αν είναι έτσι, αυτό με βοηθά να το διαχειριστώ, να το ξεπεράσω, να το γειώσω κτλ. Αυτό άλλωστε κάνει και ο ψυχαναλυτής: αποδέχεται, χωρίς όρους, χωρίς δικαιολογίες. Είναι εκπαιδευμένος να κουνάει συγκαταβατικά το κεφάλι του ακόμα κι αν ακούσει την πιο φριχτή ιστορία - φανταστική ή πραγματική.

Μέχρι τώρα όμως μίλησα για ιστορίες ατομικές, που δεν αφορούν ταυτόχρονα τον ακροατή και τον εκφωνητή. Τι γίνεται όμως όταν η ιστορία του ενός έχει συνέπειες και πάνω στον άλλο; Γιατί επιλέγουμε να πούμε σε κάποιον ιστορίες όταν αυτές τον αφορούν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο; Θα γίνω πιο συγκεκριμένος. Ας μιλήσουμε για το κέρατο. Ένα άτομο κερατώνει τον σύντροφό του. Του το λέει ή όχι και γιατί; Να ένα ερώτημα που φαντάζομαι έχει εξαντληθεί σε στήλες περιοδικών όπως το Cosmopolitan. Οι τάσεις πολλές, και τα επιχειρήματα κάθε πλευράς ισχυρά. Και ναι, καταλαβαίνω και εκτιμώ την ειλικρίνεια ως μια διαδικασία μείωσης της εξουσίας που η γνώση της ιστορίας δίνει στον γνώστη απέναντι στον αγνοούντα. Εξουσία που εφόσον υφίσταται, το πότε θα εκφραστεί είναι απλά θέμα χρόνου και το πώς θέμα προθέσεων. Και επίσης καταλαβαίνω την ειλικρίνεια ως μια αίσθηση δικαίου και δημιουργίας καλού προηγούμενου ούτως ώστε όλα τα αντίστοιχα συμβάντα από όλες τις μεριές να ανακοινώνονται και να αποτελούν θέμα συζήτησης, ανοιχτά και καθαρά. Είναι όμως τα πράγματα μόνο έτσι; Πώς δικαιολογείται αυτή η μετάδοση γνώσης όταν συνοδεύεται από τόσα δυσάρεστα συναισθήματα για τον άλλο; Τόσους ανταγωνισμούς; Τόση ανασφάλεια; Γίνεται για το καλό της σχέσης άρα και το καλό του άλλου; Γίνεται λοιπόν να βάζεις τον άλλο να ακούσει κάτι εξαιρετικά δυσάρεστο για τον ίδιο…για το καλό του; Δεν το πιστεύω. Και σίγουρα δεν πιστεύω αυτούς που λένε μόνο αυτό: ότι δηλαδή επιλέγω την ανοιχτότητα για το καλό του άλλου και της σχέσης μας. Όχι. Η βασική ιδιότητα αυτής της διαδικασίας είναι η θεραπεία-επούλωση με τον τρόπο που αυτό επιτυγχάνεται από το story telling (βλέπε παραπάνω).

Μετά από ένα κέρατο, όσο πιο kinky - ένα όργιο ας πούμε - τόσο πιο πολλά και πιο έντονα τα συναισθήματα που έχει το εμπλεκόμενο άτομο. Άπειρη πληροφορία έχει συμπιεστεί σε τόσο λίγο χρόνο. Γιατί το έκανα; με ποιόν; γιατί τώρα; γιατί με αυτούς; ποια ήταν η θέση μου; τι έκανε το σώμα μου; τι το έβαλα να κάνει; τι δεν έκανε; τι έκανε που δεν το έκανε πριν; πώς το έκανε; τι έμαθα για μένα μετά από αυτό; τι έμαθα για το σώμα μου; πώς κάνω έρωτα τώρα – μετά από αυτό; πως έκανα έρωτα πριν; έχει αυτό που έγινε συνέπειες σε μένα; σε άλλους; τι είδους συνέπειες; μετάνιωσα; θέλω να το ξανακάνω; τί θα άλλαζα;… και άλλα άπειρα τέτοια ερωτήματα σκούζουν για απαντήσεις αλλά πιο πολύ για αναγνώριση. Κάθε φορά που κάνω κάτι τέτοιο πρέπει να περάσω κάποιες ώρες ή μέρες προσπαθώντας να το διαχειριστώ. Να κάνω σκέψεις-ιστορίες του συμβάντος, να μιλάω γι’ αυτό σε μένα και σε άλλους, να σκέφτομαι, να σκέφτομαι. Το κάνω γιατί καταλαβαίνω πράγματα για μένα. Η λειτουργία μου σε τέτοιες συνθήκες μου δίνει πάρα πολλές πληροφορίες για να μάθω λίγο καλύτερα τον εαυτό μου και για τον τρόπο που λειτουργώ ακόμα και σε άλλες ίδιες ή διαφορετικές συνθήκες. Μαθαίνω λοιπόν, σίγουρα αυτό, και γι’ αυτό το κάνω. Και όπως κάθε μάθηση έτσι κι αυτή είναι μερικές φορές δυσάρεστη ως εμπειρία. Θυμάμαι πολλές φορές να είμαι μέρες κουλουριασμένος στο κρεβάτι μου και μόνος να προσπαθώ να διαχειριστώ την έκθεσή μου, τις πράξεις μου, και να μου είναι πολύ πολύ δύσκολο. Αλλά όπως λέει και η μελίνα τανάγρη «κι αν κάηκαν τα χέρια μου δεν έχει σημασία, με τίποτα δε θα’ χανα μια τέτοια πυρκαγιά».

Και προσπαθώ τόσο πολύ να μείνω όσο πιο πολύ μπορώ μόνος μου για να βράσω σ’ αυτό το καζάνι συναισθηματικής πληροφορίας ως μια διαδικασία κάθαρσης, αλλά δεν το καταφέρνω πάντα. Ίσως πιο συχνά αυτό που κάνω είναι να σπεύσω στον γκόμενό μου και να του το πω. Να του πω την ιστορία για να την ακούσω κι εγώ. Και μετά να φύγει από πάνω μου και να περάσει σε εκείνον. Και από το να έχω να τη διαχειριστώ εγώ για μένα να έχω να διαχειριστώ τη διαχείριση της ιστορίας από τον γκόμενό μου για εκείνον ή για τη σχέση μας. Σίγουρα το τί αυτό θα σημάνει για τη σχέση μας και άλλα τέτοια είναι πολύ σημαντικά ζητήματα αλλά θα έπρεπε ίσως να έρχονται δεύτερα και μετά από μια ατομική πλύση και ένα τουλάχιστον καλό στύψιμο.

Ναι, λοιπόν, όταν κάποιος σπεύδει αβίαστα να μιλήσει για το κέρατο στον κερατωμένο δεν με πείθει ότι το κάνει για τον άλλο όσο το κάνει για τον ίδιο. Άλλωστε, ο άλλος, ο κερατομένος, δεν νομίζεται ότι ήρθε στο προσκήνιο και απέκτησε ύπαρξη κάπως αργά; Αυτός έλειπε λίγο πριν γίνει το συμβάν και σίγουρα κατά διάρκεια. Σ’ αυτές τις στιγμές η ύπαρξή του δεν υπήρχε τόσο έντονη έως δεν υπήρχε καθόλου (οξύμωρο;). Αν ήταν έντονη αυτή του η παρουσία πιθανά θα ήταν και ικανή να αποτρέψει το γεγονός. Και σίγουρα καταλαβαίνω πως είναι δυνατό να συμβαίνει να μην υπάρχει καθόλου και το συμβάν να αρχίζει και να τελειώνει ως μια προσωπική διαδικασία σε μια προσωπική κατάσταση του δράστη. Ειδικά λοιπόν σε αυτές τις περιπτώσεις με ποιον τρόπο και για ποιο λόγο αμέσως μετά το συμβάν η ύπαρξη του άλλου ανάγετε σε κεντρική και μάλιστα ως αντικείμενο υπεράσπισης; Πώς δηλαδή αμέσως μετά από κάτι που έγινε και δεν τον αφορούσε και δεν συμμετείχε ξαφνικά αυτός υπάρχει και πρέπει και να προσπατευτεί; Και άρα να προσέξουμε πως θα του το πούμε, τι θα του πούμε κτλ; Η ύπαρξη αυτού λοιπόν μήπως έγινε κεντρική ως ανάγκη για συνενοχή, αποδοχή και απόσπαση από τα πιο σημαντικά και πιο δύσκολα πράγματα που είχαν να γίνουν; Μήπως λοιπόν, λέω μήπως, ο κερατάς σπεύδει στον κερατωμένο και πατώντας πάνω στις συμφωνημένες αρχές και καλά περί ειλικρίνειας, ανοιχτότητας, καλού προηγούμενου κτλ, λέει την ιστορία για να φύγει από πάνω του, για να πάει πάνω στον άλλο, για να μετουσιωθεί σε μια κατάσταση που τώρα πρέπει να τη διαχειριστούνε μαζί, ή να διαχειριστούνε μαζί το πρόβλημά του, που από δικό μου έγινε πολύ γρήγορα δικό σου, για να τσεκάρει την αποδοχή του συντρόφου ως του κοινωνικά άλλου και φυσικά, όλα αυτά, για να αποφύγει την αυτοκριτική διαδικασία διαχείρισης του συμβάντος σε προσωπικό επίπεδο με τα ατομικά του εργαλεία, μια διαδικασία πολύ πιο δύσκολη, που πιθανά θα έβγαζε στην επιφάνεια απωθημένα, ανασφάλειες, και ένα κάρο πράγματα που ένας μπορεί να δει μόνο για τον εαυτό του αν και εφόσον κάτι τέτοιο τον ενδιαφέρει; Και αυτό εφόσον έχουμε αποδεχτεί a priori τις καλές προθέσεις του δράστη και όχι ότι λέει μια ιστορία που έχει αναφορά σε πραγματικό συμβάν ή όχι για να ασκήσει απόλυτη και παγερή εξουσία πάνω στον άλλο, αυτόν που δεν ήταν εκεί, πάντα για τους λόγους του, συνειδητούς ή όχι.

Ας καταλήξω κάπου λοιπόν. Εγώ λέω λοιπόν ότι ναι, με ενδιαφέρει τα πράγματα να είναι ανοιχτά και πάνω στο τραπέζι. Και με ενδιαφέρει να είμαι φορέας και εγώ με τη σειρά μου μιας γνώσης που υπάρχει σε άλλους για να διαχειριστώ καλύτερα τη σχέση μου μ’ αυτούς τους άλλους και μ’ αυτή τη γνώση. Και έτσι ναι θέλω να τα λέω και να μου τα λένε όλα (καλύτερα: ‘όλα’). Αλλά ταυτόχρονα θέλω να είναι καθαρό το γιατί τα λέω και γιατί τα ακούω. Και θέλω να έχω περάσει ένα χρονικό διάστημα να διαχειρίζομαι τα δικά μου πράγματα με μένα πριν τα ρίξω σε έναν άλλο. Γιατί τότε είναι και πιο ξεκάθαρο το τί έχει κανείς να κάνει, τί να διαχειριστεί, τί είναι δικό του και τί του άλλου και τί είναι προς κοινή διαχείριση. Και γιατί μπορεί να είναι δύσκολο, αλλά είναι σημαντικό και είναι και ωραίο και όπως λέει και ο Lacan, και που το έλεγε παλιότερα ο Tao Te King και το ήξερε αυτό ο Lacan: όταν ανακοινώνεις τις επιθυμίες σου χάνεις τη μισή απόλαυση.

2 comments:

Les Yeux Sans Visage said...

poios na einai o 4os anthrwpos...
den einai aplo.
egw? esy? both?
2+2=4
3+1=4

gysiste pisw apo tin ipiro..

Dis said...

Ο αριθμός έχει δύο υποστάσεις: Ο cardinal number (πληθικός αριθμός – δείχνει το πλήθος) και ο ordinal number (σειριακός αριθμός – δείχνει τη θέση στη σειρά). Στην περίπτωση του 4ου ανθρώπου, οι δύο υποστάσεις σχεδόν συνυπάρχουν. Έτσι ο 4ος άνθρωπος είναι ο μόνος που μπορεί με τη στάση του (με το να είναι 4ος) να συνδηλώσει και κατά προσέγγιση το πλήθος (είναι τουλάχιστον τέσσερις). Ας το δούμε λοιπόν στο παράδειγμα της θεατρικής δραστηριότητας (στην οποία αξιωματικά ορίζουμε ότι συμμετέχουν οι συντελεστές της παράστασης και το κοινό): ο πρωταγωνιστής δεν δύναται από τη θέση του να ορίσει το πλήθως των συμμετεχόντων. Αντίθετα, ο θεατής της 45ης, για παράδειγμα, θέσης μπορεί να δώσει και την πληροφορία ότι στη θεατρική δραστηριότητα συμμετείχαν τουλάχιστον 45 άτομα. Με αυτήν την έννοια επιλέγω την θέση αυτή.
Για να σου λύσω την απορία ποια είναι η θέση σου, αν χρησιμοποιήσουμε την ιεραρχημένη δομή του θεάτρου όπου πρώτοι είναι οι δρώντες και μετά έρχεται το μη-δρων κοινό, τότε εσύ, αν θυμάμαι καλά είσαι το 2. Αν όμως ο σκηνοθέτης είναι πάνω από τους ηθοποιούς ή αν πρώτος είναι αυτός που το έγραψε ή αυτός που είχε την ιδέα, δεν ξέρω, μπερδεύεται πολύ το πράγμα, βρέστο μόνος σου εφόσον σε ενδιαφέρει. Για μένα τα πράγματα είναι απλά, μου ‘δώσαν τη θέση μου στο ταμείο, χωρίς να με ρωτήσουν.

A, υπάρχουν κι άλλα, π.χ.:
2+1+1= 4 (φλύαρο)
1+1+1+1= 4 (αγαπημένο)
(1+1+1)+1= 4 (άψογο)